Ήθελε να φύγει νωρίς την τελευταία μέρα στο γραφείο αλλά τελικά δεν τα κατάφερε.
Όχι πως τον ενόχλησε η καθυστέρηση. Το αντίθετο μάλιστα. Γιατί ήταν καθυστέρηση αγαπησιάρικη. Όταν έστειλε κατά τις 5 το mail σε όλη την εταιρία που έλεγε ότι η σημερινή θα ήταν η τελευταία του μέρα δεν το περίμενε να έχει τέτοια καταιγίδα από τηλεφωνήματα, επισκέψεις στο γραφείο του, από mail.
Βρέθηκε να έχει 10 άτομα στο γραφείο του να του λένε αποχαιρετισμούς και πόσο θα τους λείψει και να ρωτάνε τι θα κάνει και λοιπά και λοιπά...
Καθώς έβαζε το κράνος του και έβαζε μπρος την μηχανή ήταν συγκινημένος...
Όχι με τίποτε δεν το περίμενε να έχει τέτοια αντίκτυπο η αναχώρησή του. Σκεφτόταν, καθώς πάνω στο μηχανάκι πλησίαζε το Υγεία μέσα στην κίνηση, πόσο ασύνδετος ήταν ο σημερινός αποχαιρετισμός με τα τόσο αρνητικά συναισθήματα που είχε για την δουλειά και για όλους σχεδόν τους συναδέλφους του και με το πόσο του σκοτείνιαζαν τις μέρες του πολύ συχνά... και όμως τελικά να που πολλοί από αυτούς έδειξαν πραγματικά να στενοχωριούνται που θα τον έχαναν από συνεργάτη.
Έτσι είναι όμως η ζωή. Δεν βλέπουμε τον κόσμο όπως είναι.... τον βλέπουμε όπως εμείς ήμαστε. Είχε βαρεθεί την δουλειά και την εταιρία του, και αυτή η κακή διάθεση τον έκανε να βλέπει με αρνητικότητα και αντιπάθεια ότιτην αφορούσε, δηλαδή ακόμα και εκείνους τους συναδέλφους του που, όπως αποδείχτηκε, καθόλου δεν είχαν πρόβλημα μαζί του. "Ο ανικανοποίητος άνθρωπος γίνεται μεγάλη πηγή μιζέριας" σκεφτόταν όταν στο ύψος της Φιλοθέης άρχισε να βρέχει.
Γαμώτο, αν δεν είχε καθυστερήσει με τους αποχαιρετισμούς θα είχε γλυτώσει την βροχή. Δεν πειράζει όμως, από σήμερα δεν θα είχε πια λόγο να ανεβοκατεβαίνει καθημερινά την καταραμένη Κηφισίας, άρα θα ήταν πολύ σπάνιο να έπεφτε θύμα βροχής με το μηχανάκι του....
Η βροχή δυνάμωσε. Προς στιγμήν σκέφτηκε να σταματήσει κάτω από καμία γέφυρα της Κηφισίας, αλλά "έλα μωρέ τώρα" είπε "και να βραχώ τι έγινε"... Και συνέχισε την πορεία του.
Περνώντας έξω από το σινεμά στην γωνία Κηφισίας και Πανόρμου έσκασε ένα χαμόγελο μέσα από το κράνος του... Αναρωτήθηκε αν η ταινία του θα προβαλλόταν σε αυτήν την αίθουσα όταν θα ξεκινούσε η προβολή της. Και έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του να θυμηθεί αυτή την στιγμή - που αναρωτιόταν αν η ταινία του, όταν ολοκληρωθεί και βγει, θα παιχτεί στην αίθουσα ...
Η βροχή εκεί, να πέφτει. Το καφέ του παντελόνι είχε αλλάξει χρώμα, σχεδόν μαύρο, από το νερό. Ήταν όλος μούσκεμα. Το μόνο στεγνό του κομμάτι ήταν το κεφάλι του που το προστάτευε το κράνος του.
Κηφισίας και Αλεξάνδρας ένας μαλάκας με ένα μίνι κούπερ πέρασε πολύ κοντά του στην προσπέραση και πέταξε πάνω του νερά... εκεί άρχισε να εκνευρίζεται πραγματικά, αλλά μετά θυμήθηκε ότι είχε πια την δυνατότητα να αγοράσει το δικό του Μινι Κούπερ και αποφάσισε να μην χαλάσει το κέφι του.
Τι ωραίες εκπλήξεις που ετοιμάζει η ζωή καμιά φορά. Πάνω που είχε αρχίσει να απελπίζεται και να το παίρνει απόφαση ότι θα περνούσε όλη του την ζωή χαμένος πίσω από ένα γραφειάκι, να γλυκαίνει καημούς μηδαμινούς και να προσπαθεί να ελέγξει τα απωθημένα του για επαγγελματική επιτυχία, δόξα και δημιουργικότητα που ποτέ δεν θα έρχονταν...
ω του θαύματος του τηλεφώνησαν από μία εταιρία παραγωγής για να του πουν ότι ένας μεγάλος σκηνοθέτης είχε διαβάσει μία ιστορία του σε ένα μπλογκ και ήθελε... να την κάνει ταινία!!! Κλασικά στην αρχή δεν το πίστεψε, νόμισε ότι του έκαναν πλάκα, όταν τελικά πείστηκε ήταν τόσο χαρούμενος που παραλίγο να τους πει ότι δεν ήθελε λεφτά.
Ευτυχώς πριν τους το πει, πρόλαβαν αυτοί και του είπαν πόσα λεφτά θα του έδιναν για να αγοράσουν την ιστορία και πόσα επιπλέον για να την κάνει σενάριο σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη. Κόντεψε να κατουρηθεί από τη χαρά του, πως έκανε ο Χορν σε κάτι παλιές ταινίες, ε έτσι!
Και πήρε την απόφαση... να παραιτηθεί από την δουλειά και να προσπαθήσει να αφιερωθεί στο γράψιμο. Καλύτερη στιγμή από αυτήν μάλλον δεν θα έβρισκε, τώρα υπήρχε το μομέντουμ, τώρα... "αν όχι τώρα, πότε - αν όχι εγώ, ποιος..." έλεγε και ξανάλεγε το μάντρα από μέσα του καθώς πλησίαζε την Ιπποκράτους, όπου έστριψε για να πάει προς το σπίτι του.
Τώρα πια ήταν βρεγμένος για τα καλά, σαν να τον είχαν βουτήξει στη θάλασσα, ανησύχησε λόγο για το κινητό του, πρέπει να είχε γίνει μούσκεμα στην τσέπη του, γαμώτο γαμώτο. ευτυχώς σε λίγο έφτανε στο σπίτι του...
Πάρκαρε, κατέβηκε από το μηχανάκι, καθώς περπατούσε προς την είσοδο της πολυκατοικίας του πλατς πλατς έκαναν τα παπούτσια του...
Λέρωσε την είσοδο της πολυκατοικίας, λέρωσε το ασανσέρ, όταν έφτασε στην είσοδο του διαμερίσματος του άνοιξε την πόρτα και χωρίς να προσωρήσει παραμέσα άρχισε εκεί, στο όριο του διαμερίσματός του με το χωλ της πολυκατοικίας να βγάζει τα βρεγμένα του ρούχα.
όταν γδύθηκε και έμεινε με το σώβρακο (κι αυτό βρεγμένο) μπήκε στο σπίτι, και αφού έκλεισε πίσω του την πόρτα προχώρησε προς την γωνία του δωματίου για να ανάψει το πορτατίφ . ήταν τόσο χαρούμενος, επιτέλους η τελευταία μέρα στην δουλειά είχε τελειώσει, είχε μπει σε άλλο επίπεδο πια, σε άλλο, και τώρα θα έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μείνει σε αυτό, να ζει από το γράψιμο, να μην σπαταλά τις δυνάμεις του, να ασχολείται με πράγματα που του αρέσουν, να γράφει, να γράφει, να γράφει...
Αναρωτιέμαι ακόμα αν πρόλαβε να καταλάβει ότι τον χτύπησε το ρεύμα. Αναρωτιέμαι αν και πόση ώρα μεσολάβησε από την ώρα που πάτησε τον διακόπτη του φτηνού νορβηγικού πορτατίφ μέηντ ην τσάηνα μέχρι να πεθάνει. Εγώ εύχομαι να πέθανε ακαριαία, προσεύχομαι, τα βράδια που τον σκέφτομαι, να πέθανε πριν καν το σώμα του χτυπήσει το πάτωμα, πριν καταλάβει τίποτα, ότι την ελευθερία που πίστευε ότι είχε κατακτήσει δεν την είχε κατακτήσει, ότι η ηλεκτρική εκκένωση είχε προκαλέσει χαλάρωση του σφικτήρα του και ότι είχε χεστεί.
Τον βρήκαμε 4 μέρες μετά. Μπήκα μέσα στο σπίτι του με την αστυνομία. Το σπίτι βρωμούσε σκατίλα και αποσύνθεση και μούχλα από τα ρούχα που είχαν στεγνώσει διπλωμένα εκεί που τα είχε αραδιάσει. . Τα σκατά είχαν ξεραθεί πάνω στο σώβρακό του. Με έπιασε μία μαλακία και ήθελα να κρύψω αυτήν την εικόνα από τους δύο αστυνομικούς που ήταν μαζί μου, άκου τι χαζά σκεφτόμουν, ο άλλος πέθανε έτσι ηλίθια μόνο 36 χρονών και εγώ σκεφτόμουν μην τον δουν χεσμένο.