Thursday, December 26, 2019

ευχές εκ της παρακμής

Σε αυτόν τον κινηματογράφο, Κηφισίας κ Αλεξάνδρας, πριν από κάμποσο καιρό, έζησα μια από τις πιο παράξενες κ αξέχαστες στιγμές της ζωής μου... είδα ταινία, μπλοκμπάστερ, του Χόλυγουντ παρακαλώ, κ όμως, ήμουν ο μόνος θεατής στην προβολή. Η οποία έγινε κανονικά, δεν εμφανίστηκε, όπως ήμουν σίγουρος όσο πλησίαζε η ώρα της έναρξης ότι θα γίνει, κάποιος να μου πει "άσε μας κουκλίτσε μας, που θες ένα σινεμά μόνο για σένα" (ήμουν κουκλίτσος τότε, όντως).

Η προβολή λοιπόν του Bicentennial Man, έγινε, κανονικά, μόνο για έναν. Εμένα. Κανείς άλλος θεατής δεν εμφανίστηκε. Ω ναι. Ό,τι πλησιέστερο έζησα ποτέ σε "βαθύπλουτος ζάμπλουτος κροίσος μεγιστάνας του κεφαλαίου που έχει ιδιωτικό σινεμά" κ σε "πολίτης Κέην". Έτσι θυμάμαι την προβολή - ως εμπειρία πολυτέλειας, αστεία, παράξενη. Την ενοχή κ τις τύψεις που με βασάνιζαν, τις ξέχασα, - που κούραζα τους υπαλλήλους κ που έκαιγα ρεύμα...

Τι τα θες. Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε. Έτσι λέει το ίντερνετ, όταν το ρωτάς πότε βγήκε αυτή η ταινία. Το σινεμά έκλεισε, χρόνια τώρα, (γιατί; ήταν τόσο σφιχτά τα πράγματα; ), αλλά αυτό δεν είναι ό,τι χειρότερο έφερε ο χρόνος... θυμηθείτε το τέλος του πρωταγωνιστή της ταινίας, του Ρόμπιν Βήληαμς (γερμανική προφορά, διότι μπορώ!).

Εγώ δε, ακόμα ενοχικός, ακόμη τυψιάρης όπως τότε που ήμουν 27, χαίρομαι που έχω μνήμη πειραχτήρι, που αλλάζει τα πράγματα όπως αγαπά κ όπως διασκεδάζει.

Να λοιπόν μια ωραία ευχή φίλοι μου, που σας την απευθύνω με όλη μου τη μελό αγάπη: το 2020, να χαλάνε μόνο κτήρια, όχι άνθρωποι. Κ να πειράζουμε την ζωή, τις αναμνήσεις, τις διαδρομές κ τους στόχους μας με αγάπη κ με κέφι.

Χρόνια πολλά! Καλές γιορτές!

Sunday, December 22, 2019

Αγίου Νικολάου

Μέναμε ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα στο κρεβάτι, κ όταν ηρεμούσαν οι ανάσες μας, μου έλεγε ιστορίες για το σπίτι του. Η αποθέωση των στερεότυπων.

Ο πατέρας του ναυτικός, η μάνα του μοδίστρα. Αδέλφια οικοδόμοι. Αυτός ο μικρότερος, πολλά χρόνια διαφορα από τους άλλους, ο πιο αγαπημένος τους. Το πρώτο ευκατάστατο μέλος της οικογένειας, ούτε να δουλέψει χρειάστηκε, ούτε τίποτε να στερηθεί. Ο πρώτος της πρώτης πλούσιας γενιάς της φαμίλιας του.

Εγώ εντυπωσιαζόμουν πολύ. Κ επειδή, παρότι ήταν πολύ χαϊδεμένος δεν ήταν καθόλου κακομαθημένος, κ επειδή ο λαιμός του μύριζε την πιο καυλωτική ανθρωπίλα που έχω μυρίσει ποτέ... Συναντιόμασταν σπάνια, αυτός είχε πολλά διαβάσματα για τη σχολή, εγώ τραβιόμουν με την επιβίωση κ τα μεροκάματα στα μπαρ, άλλα ήμασταν νέοι, δεκαεννιά, είκοσι, κ πιάναμε το νήμα αμέσως μόλις συναντιόμασταν πάλι, και ας είχαν περάσει μήνες.

Γύρω μας η Αθήνα (και η γενιά μας) ετοιμάζονταν για τις χειραφετήσεις κ τις προόδους που τώρα, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά, αποκαλύπτονται ως σκλαβιές κ ως βαρύδια.

Εγώ για μένα δεν του έλεγα τίποτε, όταν ξελαχανιάζαμε. Τι να πω; Για τη μάνα την μπουζουξού; Για τον άγνωστο πατέρα; Για κάτι θλίψεις ανεξήγητες που δε με αφήναν να σηκωθώ από το κρεβάτι, είκοσι χρονών άντρα. Για τα άδεια σπίτια κ τις μοναχικές βόλτες; Ή που προσπαθούσα να παρηγορηθώ με πράγματα που με πληγώνανε πιο πολύ;

Σταμάτησα να του απαντάω στα τηλέφωνα. Εξαφανίστηκα. ...αργότερα, κατάλαβα: Φοβόμουν πως κείνος δε θα μπορούσε να σηκώσει την μιζέρια μου, αλλά τελικά εγώ δε μπορούσα να σηκώσω την ευτυχία του.

Νίκο τον έλεγαν. Τον είδα πριν μερικά χρόνια στην Γλυφάδα, μιλούσε στο τηλέφωνο κ γελούσε. Ο λαιμός του μοσχοβολούσε, η μυρωδιά μου έσπασε τη μύτη, και ας ήμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τη μύτη μου έσπασε. Κ την καρδιά.

Tuesday, December 10, 2019

Πασχαλινό μη-θαύμα

Το γραφικό σπίτι είναι παρατημένο. Αλλά κατοικείται. Όποτε έρχομαι στο νησί, τρεις φορές τα τελευταία χρόνια, το κατασκοπεύω. Και φέτος, αμέσως μόλις έφτασα, παραμονές Πάσχα, έτρεξα στο καλντερίμι με τα μπαρ, κλειστά μέχρι να ξεκινήσει η σεζόν, στάθηκα και το παρατηρούσα. 
Η μικρή αυλή παραμελημένη: παλιοί κουβάδες και μπιτόνια άδεια, κοντάρια από σκούπες ορφανά, φύλλα ξερά και πολλοί φάκελοι. Νερό, ρεύμα, τράπεζες, λογαριασμοί. Παρατημένοι όπου τους έριξε ο ταχυδρόμος. Κλειστοί. Βρεγμένοι από πολλές βροχές, στεγνωμένοι από πολλούς ήλιους. Τοίχοι ξεφλουδισμένοι, με μούχλα, παραθυρόφυλλα άβαφτα. Όμως, όταν κατασκοπεύσω βράδυ, βλέπω φως. Όταν ρώτησα μια γειτόνισσα, επιβεβαίωσε. Το σπίτι δεν είναι έρημο. Παρατημένο είναι. 
Με γοητεύει, όχι λόγω γραφικότητας, ούτε λόγω της σαγηνευτικά παρακμιακής μυρωδιάς μούχλας και εγκατάλειψης. Με συγκινεί διότι ίσως είναι ένα από τα σπίτια όπου μείναμε με τη μητέρα μου τα πρώτα δέκα χρόνια μου. Δεκαετία του 1970. Το νησί μόλις έμπαινε στη λεωφόρο της μαζικής τουριστικής ευημερίας, τότε ακόμα ήταν γνωστότερο ως η γενέτειρα του σπουδαιότερού μας διηγηματογράφου. Λίγοι υποψιασμένοι το γνώριζαν ως παράδεισο. Ανάμεσά τους η μητέρα μου, που πήγε στο νησί για να δουλέψει, και έμεινε για έναν έρωτα και να μεγαλώσει τα δύο παιδιά της σε ήσυχο τόπο. Αλλά η ζωή σχεδιάζει αλλιώς: το μεροκάματο δύσκολο τον χειμώνα, ο έρωτας έσβησε, η ανύπαντρη μητέρα με τα δύο παιδιά δεν τα βρήκε όλα βολικά. Ό,τι και να συνέβη, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 φύγαμε στην Αθήνα.
Την Κυριακή του Πάσχα του 2019, 38 χρόνια από την αναχώρησή μας, 26 από τον θάνατο της μητέρας μου, τα βήματα του χωνευτικού περιπάτου με έφεραν πάλι στο σπίτι όπου ίσως ζούσαμε τότε. Και να, θαύμα αναστάσιμο! Μια γυναικα σκούπιζε την αυλή με τους φακέλους, γύρω στα 60, παχύσαρκη, με βρόμικα μαλλιά, έντονους μαύρους κύκλους, απεριποίητη, με λεκιασμένα ρούχα. Επιτέλους! Κάποιος να ρωτήσω, να μάθω. Αλλά... το θαύμα δεν έγινε. Μου έδωσε την εντύπωση πως είναι υπό την επήρεια φαρμάκων και ότι κάτι δεν μου λέει. 
Ναι, το σπίτι τής ανήκει, από τότε. Ερχόταν μόνο καλοκαίρια, αλλά δεν το νοίκιαζε. Σίγουρα; Σίγουρα. Μήπως μείναμε κάποιον χειμώνα; Δεν θυμάται, δεν έδινε σημασία σε τέτοια τότε. Μήπως θυμάστε τη μητέρα μου – είχε ένα μαγαζί εκεί και... Δεν θυμάται, δεν πρόσεχε τότε. Μάλιστα. Ευχαριστώ. Έφυγα. Στενοχωρημένος. Θα βρω ποτέ άκρη; 
Ίσως όντως η γυναίκα να μη θυμάται· εδώ δεν θυμάμαι εγώ. Ίσως να είναι πολύ άσχημα για να συντάξει, να αφηγηθεί ό,τι θυμάται, όπως και για να ανοίξει τους φακέλους, να βάλει να βάψουν. Χάνει καμιά φορά ο άνθρωπος τις δεδομένες ικανότητες. 
Λίγες μέρες μετά, ξαναπέρασα. Παρά το σκούπισμα, οι φάκελοι ακόμη εκεί. Τη γυναίκα που την έφτιαξα τρελή και αλλοπαρμένη στο μυαλό μου την είδα να οδηγεί, να κάνει δύσκολες μανούβρες να παρκάρει σε ένα άλλο καλντερίμι. Μα κάνουν μανούβρες με τζιπ οι τρελοί; Πώς; Μήπως δεν τα σκέφτομαι καλά; Ωστόσο, φορούσε την ίδια μπλε, γεμάτη λεκέδες, μπλούζα. 
Και εγώ; Εγώ νομίζω πως αρχίζω να αισθάνομαι λίγο περιττή αυτή την αναζήτηση. Το ξέσπασα ό,τι ήταν να ξεσπάσει, το ψαχούλεψα, το βρήκα κλεισμένο το τραύμα. Ό,τι έγινε, έγινε. Όπου έμεινα, έμεινα. Καλώς έγιναν όλα. Μα δυο σκέψεις με ερεθίζουν: Mήπως τα βλέπω τώρα γιατρεμένα επειδή τα αφηγήθηκα; Kαι μήπως η μνήμη είναι μια παράξενη γυναίκα, που δεν θέλει, δεν μπορεί να μιλήσει συχνά, και που θα σου πει μόνο αν θέλει εκείνη; 

Saturday, December 07, 2019

Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία για ενήλικες



Μια φορά κ ένα καιρό ήταν ένα αστεράκι, διαφορετικό πολύ από τα άλλα. Δεν γεννήθηκε στο ουράνιο στερέωμα αλλά σε ένα κωλάδικο στον νομό Ημαθείας. Λίγο έξω από μια πόλη τόσο ανιαρή που δεν αξίζει να μνημονευθεί.

Το αστεράκι ήταν πολύ ευτυχισμένο όπως μεγάλωνε. Όλη τη μέρα κοιμόταν σε ένα βρωμερό καμαρίνι κ τα βράδια έκρυβε τη δεξιά (ή την αριστερή) ρόγα από πρώην μπαλαρίνες στα Μπολσόι, και κορίτσια με δυο μέτρα πόδια από την Σόφια. Στην σκηνή, κολλητά σε υπέροχα στητά στήθη, ή σε υπέροχα κρεμαστά στήθη, ή σε υπέροχα μεγάλα στήθη, ή σε υπέροχα μικρά στήθη, ή σε υπέροχα φακιδωτά στήθη, (you get the point) έβλεπε τον κόσμο καλλίτερα κ περισσότερο από ότι αν ανήκε στον αστερισμό του Τοξότη. (Αξίζει ωστόσο να σημειώσουμε τη σύμπτωση πως το κωλόμπαρο έτσι ακριβώς λεγόταν. Τοξότης. Η ζωή, αχ η ζωή...)

Πολλά χρόνια πέρασαν κ το αστεράκι μεγάλωσε, περνώντας πάνω από χιλιάδες βυζιά. Ύστερα ήρθε η κρίση κ ο Τοξότης Ημαθείας έκλεισε οριστικά. Το αστέρι έπρεπε να βρει μια απασχόληση κ αποφάσισε να πάει σε μια μεγάλη πόλη. Εκεί έμπλεξε με κάτι ΜΚΟ αναγέννησης εργαζομένων σε κωλάδικα και όσο κ αν ακούγεται απίστευτο, από αστέρι Κωλάδικο έγινε (αν είναι δυνατόν!) Χριστουγεννιάτικο αστέρι. Σε δέντρα. Από ρόγες, σε έλατα, από κωλάδικα, σε χριστουγεννιάτικα σαλόνια...

Αλλά αυτή είναι η ζωή κ κανείς πρέπει να σκύβει το κεφάλι, ειδικά για την επιβίωση. Όμως, όλοι έχουμε ένα σημείο καμπής. Για το αστέρι μας αυτό το σημείο ήταν όταν βρέθηκε φυλακισμένο πίσω από χοντρά κάγκελα, σε ένα υπεργλυκανάλατο σαλόνι τετραμελούς οικογένειας, ανάμεσα σε φτηνές μπάλες κ διακοσμητικά, φτιαγμένα από παιδάκια σε υπανάπτυκτες χώρες για ένα δολάριο την μέρα. 

Αισθάνθηκε αηδία, για τον εαυτό του που είχε παχύνει, για τα χοντρά κάγκελα, για τα κακομαθημένα χοντρά παιδάκια, κάτι μικρά σιχαμένα καθάρματα που όταν μεγάλωναν θα γίνονταν σαν τους χειρότερους πελάτες στα κωλάδικα που, περιέργως, τα νοσταλγούσε... 

Κάρφωσε το ένα παιδάκι στο λαιμό. Το άλλο στο μάτι. Τους γονείς στην καρωτίδα. Πέθαναν ακαριαία. Άνοιξε την πόρτα κ περιστεφόμενο πάνω στις ακτίνες του (τις ίδιες αυτές με τις οποίες σφάγιασε την οικογένεια) κύλησε προς τα βουνά γύρω από την πολιτεία. Βρήκε ένα σημείο, ήσυχο, σκοτεινό και εκει έμεινε ακίνητο, κ περίμενε. Χωρίς σκοπό, δίχως αιτία.

Πέθανε ευτυχισμένο κοιτάζοντας τον ουράνιο θόλο, μακριά από κάγκελα, με μια ανεξήγητη ευδαιμονία, μια γαλήνη, μια υπεργλυκύτατη αίσθηση ανήκειν.

Ο δολοφόνος της οικογένειας δε βρέθηκε ποτέ - και το αστέρι δεν έμαθε ποτέ ότι το λιβάδι όπου άφησε την τελευταία πνοή του, οι ντόπιοι το έλεγαν "η ρόγα της γριάς".

Monday, December 02, 2019

Άτιτλο ερωτικό

Μου τράβηξαν την προσοχή, αμέσως σχεδόν, και ας διάβαζα χωμένος στον κόσμο του βιβλίου.

Απέναντί μου κάθισαν, τους έβλεπα κατά πρόσωπο - μεταξύ τους ήταν δίπλα δίπλα καθισμένοι, παράξενο για ζευγάρι. Ένα ζευγάρι που έμοιαζε να έρχονται από άλλη εποχή, παλιά. Νέοι, γύρω στα 30, το πολύ. Εκείνος ασχημούλης, συνεσταλμένος, με μάτια πρησμένα, ξενυχτισμένα. (Με έκαναν να σκεφτώ ξενύχτια - για να βλέπει σήριαλ Αμερικανικά, ή για να παίζει rpg's, ή για να απολαμβάνει πορνό...) Ψηλός, αλλά άχαρος, σαν λελέκι. Χαμογελούσε, όμως, όμορφα, και γελούσε συχνά. Αυθεντικά.

Εκείνη, λίγο μικρότερή του, άσπιλη - από αυτές τις νέες γυναίκες που φαντάζεσαι πως έχουν απαράβατη ιεροτελεστία φροντίδας του εαυτού τους κάθε βράδυ, πριν τον ύπνο. Με στιλπνά, λαμπερά, ολόισια, περιποιημένα καστανά μαλλιά (που τα τσέκαρε, με το χέρι, συχνά), ωραίο εφαρμοστό πουλοβεράκι, και με εμφανώς λιγότερη αμηχανία από την συντροφιά της. Μιλούσε πολύ, την πολυλογία της μοναξιάς, και από όσα έπιασα (κοκκίνισε το αυτί μου από την προσπάθεια, γκρρρρ) αφηγείτο ανούσιες, χιουμοριστικές τάχα ιστορίες, από την ζωή της. Κυρίως περιπέτειες με τον σκυλάκι της. Ατάκες που της έλεγαν, ή ζητιανές που έκανε το ζωντανό για μεζέδια, τέτοια.

Αλλά γελούσαν μαζί, πολύ. Και μαζί υπήρχε μια έντονη αμηχανία, σχεδόν ντροπή, μεταξύ τους. Αυθεντική. Νοιάζονταν.

Φαντάστηκα το πλαίσιο: Είναι κάποια συνάντηση καλλίτερης γνωριμίας δύο ανύπαντρων νέων που ήρθε η ώρα να κάνουν οικογένεια. Αυτός μάλλον έχει αργήσει πολύ περισσότερο από εκείνη, ίσως να είναι πάνω από 30, εξ ου και ήταν εξαιρετικός, πρόθυμος ακροατής, γελούσε πολύ με ότι έλεγε εκείνη, άκουγε προσεκτικά, δεν διέκοπτε, φοβόταν περισσότερο από τους δύο να μιλήσει.

Από την άλλη, εκείνη, που αν και ομορφούλα, δεν φαινόταν κορίτσι που θα έπαιζε το παιγνίδι των σύγχρονων τρόπων να συνδέονται οι νέοι. Γιατί; Ποιος ξέρει... Ίσως να έχει συντηρητικό χαρακτήρα. Ίσως να είναι θεούσα, αυθεντικά, ολόκαρδα. Ίσως να έχει αυστηρούς γονείς ή χαμηλή αυτοπεποίθηση. Ένας ασχημούλης και μια θεούσα που εξερευνούν το ενδεχόμενο να κάνουν οικογένεια. Επειδή είναι οι μοναδικοί στην παρέα τους, στην γενιά τους, στην σχολική τάξη τους, που δεν κάνουν σεξ έτσι, που δεν πειραματίζονται, επειδή μπορούν.

Αλλά μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Ίσως κάποιου είδους ώθηση από την οικογένειά τους. Για λόγους συμφέροντος (για να ενωθούν δύο κτήματα, δυο περιουσίες). Για λόγους ελέγχου (θα παντρευτείς αυτόν που θα εγκρίνουμε πρώτα εμείς). Για λόγους συμπόνοιας (η κόρη μας είναι πολύ μονόχνωτη, τι θα κάνουμε, θα μείνει γεροντοκόρη;). Υπάρχει ένα παράδοξο στην κοινωνία εδώ, πως αυτές οι παράξενες εκδοχές μοιάζουν (ΜΟΥ μοιάζουν) πιστευτές, ακόμα και σήμερα, στην ασύδωτη εποχή μας.

Μα περισσότερο από όλα με συναρπάζει η εκδοχή αυτοί οι δύο άνθρωποι να συναντήθηκαν, μεν, από ανάγκη, ή από ώθηση, ή από υποχρέωση αλλά να δημιούργησουν έναν πλήρη και ωραίο και σωματικό έρωτα. Ομολογώ ότι παρατήρησα πως το παντελόνι του όπως καθόταν φούσκωνε γενναιόδωρα στο επίμαχο σημείο, ενώ το στήθος της ήταν πλούσιο, όμορφο, στητό, με ρώγες που διακρίνονταν πολύ λαχταριστά κάτω από το εφαρμοστό, ζωηρά πράσινο πουλόβερ. Και αυτά τα σίγουρα μυρωδάτα μαλλιά της.... μμμμμ.

Προσευχήθηκα η καύλα να τους σώσει. Τα κορμιά τους. Οι βυζάρες της και ο πούτσος του. Να γδυθούν την πρώτη φορά, και... Η καύλα. Η βασιλική οδός προς την αγάπη, τον εξανθρωπισμό των ανθρώπων, και την ζωντανή, πλήρη εσωτερική ζωή.