Tuesday, April 21, 2020

Πάσχα, κάποτε

Τώρα που τα σκέφτομαι καλλίτερα, που τα θυμάμαι πάλι, αυτό που με εκπλήσσει πιο πολύ δεν είναι το γεγονός πως δεν είχαμε καθόλου χρήματα, τίποτε, για να κάνουμε γιορτές, Πάσχα. Είναι ότι, τότε, εκείνη την εποχή, στα παιδικάτα μου, η αφραγκία δεν μου έκανε καμία απολύτως αίσθηση. Το ότι συχνά δεν είχαμε καθόλου χρήματα, ήταν αυτό ακριβώς... συχνό, συνηθισμένο, καθόλου εντυπωσιακό φαινόμενο. Ήταν φυσικό και ανθρώπινο, όπως η καταιγίδα, ή το κρύο. Συμβαίνουν πότε πότε, σε ταλαιπωρούν, περνάνε. Ποιός είπε ότι δεν έχουν και τα δεκάχρονα στωικότητα;

Ενδέχεται βέβαια να έχω απωθήσει αναμνήσεις και συναισθήματα, (το άγχος, την αγωνία) από τότε. Υπάρχουν σκοτεινά χάσματα στο πως τα θυμάμαι τα πράγματα. Πάντως, αν εγώ ήμουν στωικός, άβουλος, ή απλώς παιδικά ανήμπορος να αντιδράσω στην αφραγκία μας, η μητέρα μου, το αντιλαμβάνομαι, δεν μπορούσε να είναι έτσι: Κόντευε τα 40, μόλις, και είχε δύο παιδιά που τα μεγάλωνε μονάχη, δίχως σύντροφο, τραγουδώντας σε μπουζούκια - όπου προσπαθούσε ανάμεσα στα σκυλάδικα σουξέ της εποχής να τραγουδάει και Αλεξίου, Γαλάνη, Σπανό, Λοϊζο, και ας υπήρχε ελάχιστη πιθανότητα να το προσέξει κάποιος από τους θαμώνες.

Ήταν κουρασμένη, μόνη, δίχως κανένα στήριγμα από ανθρώπους ή την "κοινωνία". Και, κυρίως, δίχως την γνώση ότι, ναι, υπάρχουν στηρίγματα γύρω μας, στους ανθρώπους ή στον κόσμο. (Αυτή η απόγνωσή της, καθόλου συναισθηματική, νοητική εκατό τοις εκατό, παγιωμένη, δομική δική της, είναι κάτι που ακόμη με πληγώνει, ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο). Πάντα μόνη, πάντα φοβισμένη, πάντα δυνατή.

Ήμασταν δυο τρεις μέρες πριν από το Πάσχα, λοιπόν, χωρίς χρήματα, η μαμά δίχως δουλειά, προφανώς απελπισμένη (και ας μην θυμάμαι την μυρωδιά εκείνης της απελπισίας, ας την έχω αποσπρώξει βαθιά κάτω και πίσω). Και τότε, έγινε ένα θαύμα. Κάπως, με έναν τρόπο που δεν γνωρίζω, βρέθηκε ένα μεροκάματο, και μάλιστα πολύ καλό! Να τραγουδήσει στο Πασχαλινό γλέντι σε ένα στρατόπεδο κοντά στην Αθήνα. Σε ένα από αυτά τα γλέντια όπου κάθιδροι, άϋπνοι φαντάροι γυρνάνε δεκάδες σούβλες, τραγουδάνε και εμβατήρια ανάμεσα στα λαϊκά, και τσουγκρίζουν αυγά με πολιτικούς που έχουν αφήσει μόνη την οικογένειά στο σπίτι, αλλά τι να κάνουν. Τα βλέπαμε συχνά τα ρεπορτάζ από τα εκείνα τα Πασχαλινά γλέντια στην τηλεόραση, μέχρι πριν καμία εικοσαριά χρόνια. Μετά αρχίσαμε να πηγαίνουμε για Πάσχα τριήμερο στην Μύκονο ή στην Σκιάθο... έπαψαν να είναι εντυπωσιακά.

Πήγα και εγώ μαζί με τη μαμά στο γλέντι στο στρατόπεδο. Δεν θυμάμαι καμία λεπτομέρεια, πώς πέρασα, πόσο και που έφαγα, αν ήμουν μόνος τόσες ώρες ανάμεσα σε αγνώστους, (επ, και άλλη απώθηση) εκτός από δύο σκηνές: Στο τέλος του γλεντιού, απόγευμα, κάπου απόμερα, ένας όμορφος, ευθυτενής, υψηλόβαθμος αξιωματικός, με στολή με πολλά εμβλήματα και αστέρια να της μετράει και να της δίνει από έναν πάκο (μεγάλο!) πολλά χαρτονομίσματα, χωρίς αποδείξεις, χωρίς διαδικαστικά. Προφανώς από κάποιο κονδύλι του στρατοπέδου, ποιος ξέρει... Και, κυρίως, θυμάμαι, την μητέρα μου να τραγουδά χαρούμενη και λυτρωμένη, προσωρινά ανέμελη, στο αυτοκίνητο με το οποίο επιστρέφαμε στο σπίτι μας στο κέντρο της Αθήνας. Θα τελείωναν πάλι τα χρήματα, αλλά εντάξει, είχε ο Θεός. Εκείνη την στιγμή, μόνο χαρά και αγαλλίαση.

Φέτος, έχω την ηλικία που είχε η μητέρα μου όταν πέρασε στην άλλη πλευρά. Την σκέφτομαι, για αυτό, ακόμη περισσότερο - (και τι ανεξάντλητο θαύμα, κάθε φορά με άλλο τρόπο, με περισσότερες συνειδητοποιήσεις...). Κάνω συγκρίσεις, αναπόφευκτα: Δεν έχω δύο παιδιά, δεν είμαι όπως εκείνη, μόνος και απεγνωσμένος , έχω την γνώση πως οι άνθρωποι μπορούμε να αλληλοστηριζόμαστε, πως υπάρχουν "κοινωνικές" δομές που μπορεί να στραφεί κανείς. Δεν φοβάμαι συνέχεια. Δεν έχω κανενός την ευθύνη. Βέβαια, δεν είμαι και εξίσου δυνατός.

Δεν μου λείπει πια - μη με παρεξηγείς, δεν είναι σκληράδα, δεν είναι λησμονιά, είναι ζωή και ο χρόνος που περνά. Δεν μου λείπει... αλλά στενοχωριέμαι ακόμη, και μάλιστα πολύ, που δεν έζησε, εκείνη για εκείνη, περισσότερο - για να χαρεί την θάλασσα, που της άρεσε να κάνει γυμνισμό, τα δράματα, που ήταν ιέρεια του μελοδράματος, τα σαμπουάν στα σουπερμάρκετ, που τα άνοιγε όλα και τα μύριζε με τις ώρες. Αλλά η ζωή είχε άλλα σχέδια..

...Και σήμερα, εγώ, τρυφερά προστατευμένος σε ένα σπίτι ζεστό, θυμάμαι εκείνο το Πάσχα, των αρχών της δεκαετίας του 1980. Μια γιορτινή θλίψη πλημμυρίζει την καρδιά μου. Την απολαμβάνω, ω ναι, σαράντα σχεδόν χρόνια μετά. Ακόμη, κάνω διασκεδαστικές ερωτήσεις: Τι να απέγινε ο αξιωματικός εκείνος; Τι να κάνουν τα φαντάρια που άκουσαν την μητέρα μου να τραγουδά στην ομορφότερη και λαμπερότερη ακμή της; Πως έγινε αυτό το αναπάντεχο θαύμα και βρέθηκε δουλειά;

Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι κάποτε θα αναστηθούμε, και αν πρέπει να το προσδοκούμε. Πολλά πράγματα είναι οριστικά στην ζωή μας, και αφόρητα, όμως πολλά δεν είναι. Απλώς, μας δυσκολεύουν, μας χαλάνε την βολή, το κέφι, το όνειρο. Θα ήθελα να έχω την δύναμη να με πονάνε μόνο τα μεγάλα και οριστικά. Τα άλλα, αλάτι στο νερό. Είναι ωραία τακτική να θυμόμαστε τις χαρές, και τις αγαλλιάσεις, και να μην φοβόμαστε να διηγούμαστε όσα μας πόνεσαν, για να λιώσουν γρηγορότερα στο νερό.