Thursday, May 17, 2012

Είναι τρελοί αυτοί οι Αργεντίνοι

Οι φίλοι μας και συνεταιράκια στο δανείζεσθαι, οι Αργεντίνοι, έχουν αποτρελαθεί εντελώς. Λες να είναι που αψήφησαν το ΔΝΤ;
Λες να είναι που δεν φοβήθηκαν και έκαναν τσαμπουκάδες με τις αγορές; Λες να είναι που κατάφερναν να διώξουν τους παλαιούς πολιτικούς τους με ελικόπτερα;

μπορούμε, αναρωτιέμαι, να ελπίζουμε άραγε σε μιά τέτοια ακμή και της ελληνικής διαφήμισης μετά τον χαμό πού 'ρχεται, πού 'ρχεται;

Friday, May 11, 2012

Μία βαθιά βαθιά βαθιά ανάσα

Την ίδια ώρα που στην πατρίδα μας βάζουμε στην Βουλή τους Χρυσαυγουλιότες και την ασχετοσύνη τους περί ζωής, αλήθειας και ανθρώπου, ο Πρόεδρος του πιο ουσιαστικά "συντηρητικού" κράτους στον κόσμο, των Ηνωμένων Πολιτειών, υποστηρίζει ανοιχτά το δικαίωμα των ανθρώπων που μας αρέσουν άτομα του ίδιο φύλου να παντρευόμαστε.

O κόσμος πάει μπροστά καθώς εμείς βρισκόμαστε στην θέση να πρέπει να αμυνθούμε και να καταστείλουμε την φρίκη της ρητορικής του μίσους και της βίας. Στεναχωρητικό! Αλλά φυσικά, θα τα καταφέρουμε! Με χαρά και χάρη - και δυσκολία βέβαια, αλλά θα φροντίσουμε οι πολιτικές της μη-ανοχής, της καταστολής του διαφορετικού, της βίας να μην πάρουν το πάνω χέρι!

Να το σχετικό με τους γάμους μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου διάγγελμα του Barack Obama, μεταφρασμένο - για την ιστορία, θέλω να υπάρχει εδώ και να μείνει για πάντα:

Αγαπητέ Βαγγέλη 

Σήμερα μου ετέθη μία ευθεία ερώτηση - στην οποία αποφάσισα να δώσω μία ευθεία απάντηση! 


Πιστεύω ότι ζευγάρια του ίδιου φύλου πρέπει να έχουν το δικαίωμα να παντρεύονται. 


Ελπίζω ότι θα αφιερώσεις ένα λεπτό για να παρακολουθήσεις τα επιχειρήματά μας, να τα σκεφτείς, και να δώσεις και την δική σου άποψη σχετικά με την ισότητα απέναντι στο δικαίωμα του γάμου: 

http://my.barackobama.com/Marriage

Πίστευα πάντα ότι οι gay και οι λεσβίες της Αμερικής πρέπει να αντιμετωπίζονται δίκαια και ισότιμα. Μέχρι σήμερα δίσταζα να χρησιμοποιήσω τον όρο "γάμος" λόγω της πολύ ισχυρής παράδοσης που εγκιβωτίζει. Και πίστευα ότι ο θεσμός της πολιτικής ένωσης που παρείχε νομικά δικαιώματα  στα ζευγάρια gay και λεσβιών ήταν μία λύση. 


Αρκετά χρόνια συζητάω για το θέμα με φίλους και οικογένεια. Αναλογίστηκα τα μέλη της ομάδας των συνεργατών μου που με δέσμευση και ευθύνη βρίσκονται σε μακροχρόνιες σχέσεις με κάποιο άτομο του ίδιου φύλου και που μεγαλώνουν μαζί παιδιά. Με τις προσπαθειές μας να δώσουμε ένα τέλος στην πολιτική "Δεν Ρωτάμε - Δεν ανακοινώνουμε" είχα την ευκαιρία να γνωρίσω gay και λεσβίες μέλη του στρατού τα οποία υπηρετούν με τιμή και αυταπάρνηση την πατρίδα τους.


Και κατάλαβα ότι για τα ζευγάρια ίδιου φύλου, η άρνηση του δικαιώματος στον γάμο, σημαίνει πως στα μάτια τους αλλά και στα μάτια των παιδιών τους, τους περνάμε το μήνυμα ότι τους θεωρούμε πολίτες λιγότερο σημαντικούς. 

Ακόμα και στο δικό μου τραπέζι, όταν κοιτάζω την Sasha και την Malia, οι οποίες έχουν φίλους με γονείς ίδιου φύλου, ξέρω ότι ούτε που θα πέρναγε από το μυαλό τους πως οι γονείς αυτοί πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά.

Έτσι πήρα την απόφαση να δηλώσω την προσωπική μου άποψη ότι άτομα του ίδιου φύλου πρέπει να έχουν το δικαίωμα στον γάμο. 

Σέβομαι τις διαφορετικές απόψεις. Σέβομαι το δικαίωμα κάθε θρησκευτικού θεσμού να δρα σύμφωνα με το δόγμα του. Αλλά είμαι της απόψης ότι όλοι οι Αμερικάνοι πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα από τον νόμο. Και στις πολιτείες που επιτρέπονται οι γάμοι ανάμεσα σε άτομα του ίδιου φύλου, κανένας ομοσπονδιακός νόμος δεν θα επιτρέπεται να παρεμβαίνει και να τους ακυρώνει.  

If you agree, you can stand up with me here.


Σε ευχαριστώ


Barack!

Barack, είμαι το provato, ή Βαγγέλης Προβιάς, ένας ανήσυχος, αισιόδοξος, πεισματάρης, προικισμένος και ελαττωματικός άνθρωπος/ομοφυλόφιλος σε μία χώρα σε δυσκολία η οποία έχει πολλά ακόμα να αντιμετωπίσει... και θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε ευχαριστώ. Από την άλλη άκρη του κόσμου.

Η πρωτοβουλία σου δεν με αφορά άμεσα. Ίσως μάλιστα να υπάρχουν και πολιτικές σκοπιμότητες από πίσω. Αλλά το γεγονός ότι την πήρες και μάλιστα την ίδια βδομάδα που στην χώρα μου η ρηχότητα, ο βίαιος συντηρητισμός και ο φόβος αποκτούν σχήμα και γίνονται θεσμός μου έδωσε μία μεγάλη βαθειά ανάσα. 

(και ναι, μόλις τόλμησα να απευθυνθώ στον Barack στο δεύτερο πρόσωπο... έχω κάνει όμως και χειρότερα, όχι; :-) )

Thursday, May 10, 2012

Alexis Colby/Joan Collins Commercial Alert!

Το αγαπημένο μου βομβάκι απολαυστικών και γλυκών θερμίδων, το Snickers, έβγαλε πριν από λίγο καιρό, υπέροχη νέα διαφήμιση με πρωταγωνίστρια... την Alexis Colby!!!


να μην είναι 80 σήμερα πια η Joan; και όμως, κοίτα άνεση και τσαχπινιά!
Πανέξυπνο και πολύ αστεία δοσμένο το concept της διαφήμισης - όταν πεινάς γίνεσαι diva - και βέβαια έξτρα μπόνους στην όλη φάση η εμφάνιση άλλης ηρωίδας της Δυναστείας (δεν θυμάμαι όνομα, τι που και πότε ήταν, όποιος μπορεί να βοηθήσει πληζ ντου).
της AMV BBDO φυσικά

Νέα μουσική του Vangelis στο Trashed, ένα από τα πιο αναμενόμενα docs των τελευταίων χρόνων

Το Trashed, ένα ντοκιμαντέρ για την ανεξέλεγκτη επίδραση των σκουπιδιών στο περιβάλλον, αλλά και τον ίδιο τον άνθρωπο, είναι το ένα από τα δύο μόλις ντοκιμαντέρ που θα προβληθούν φέτος στο Φεστιβάλ των Καννών που ξεκινά στις 16 Μάη.

Πρωταγωνιστεί ο αρσενικός Μέρηλος Στρήπος, o Jeremy Irons (ή μήπως η Meryl είναι η θηλυκιά Ιερεμία Σιδέρη; discuss!) σε ένα οδοιπορικό σε κάποια από τα ομορφότερα αλλά και πιο τραυματισμένα από την ανθρώπινη αλαζονεία και τρέλα οικοσυστήματα της γης.
Η ταινία μας αφορά ένα τσικ παραπάνω εμάς τα πληγωμένα Ελληνάκια διότι η μουσική θα είναι γραμμένη από τον Vangelis (γειά σου ρε συνονόματε, να ζήσεις χίλια χρόνια). Πριν μερικές μέρες κυκλοφόρησε και το πρώτο trailer - καλοφτιαγμένο, συγκηνισιακά φορτισμένο - χωρίς όμως έστω ένα δείγμα από τη μουσική του Οσκαρικού συνθέτη μας!


Περιμένω πως και τι να ακούσω το soundtrack που σούπερ επιβεβαιωμένες πληροφορίες λένε ότι είναι majestic. Υπενθυμίζω ότι ο Vangelis μας έχει γράψει μερικές από τις πιο εμπνευσμένες μουσικές του για ντοκιμαντέρ που έχουν θέμα την ομορφιά του πλανήτη. Θυμίσου για παράδειγμα αυτό το κομμάτι (προσοχή, MAJOR tearjerker alert) από το L'Apocalypse des animaux:


και βέβαια, αυτό από το Antarctica... (προσοχή πάλι, σνιφ σνιφ αλέρτ εντατίκ)

Έλληνες που μας εμπνέουν να κρατηθούμε, να μην σπάσουμε, να ξεπεράσουμε την φθορά...

Saturday, May 05, 2012

Έτοιμος για ψήφο. Με αγάπη. Ευθύνη. Ελευθερία.Περηφάνεια... και, ίσως, λίγη προκατάληψη

Τον πατέρα μου τον γνώρισα όταν ήμουν 28 χρονών. Δεν τον είχα ξαναδεί και ήξερα ελάχιστα για αυτόν, καθώς η μητέρα μου είχε πεθάνει 10 χρόνια πριν την γνωριμία μου μαζί του και έτσι δεν είχα την δυνατότητα να μάθω από κείνη πολλά. Εγώ και εκείνος "βρεθήκαμε" από καθαρή τύχη. Από μία σειρά συμπτώσεων που, όσο αγνωστικιστής και κυνικός και αν είσαι, σε κάνουν να σκέφτεσαι ότι υπάρχει Πεπρωμένο/Θεός/Σύμπαν/Μεγαλύτερη Δύναμη/Ύψιστη Ενέργεια/Οτιδήποτε... κάτι τέλος πάντων που ελέγχει σε ένα βαθμό τα γεγονότα της ζωής μας.

Είναι "βιοπαλαιστής". Δεν μου αρέσει η λέξη και οι γραφικοί συνειρμοί που προκαλεί, αλλά τον περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια. Δεν τελείωσε το σχολείο, δεν είναι καλλιεργημένος και "δουλεμένος". Κάνει μία δύσκολη, άγρια δουλειά, από αυτές που βρίσκονται στις χαμηλές θέσεις της διατροφικής αλυσίδας - τον "τρώνε" πολλοί... και "τρώει" ελάχιστους. Επιπλέον, κυκλοφορεί μέσα στην πιάτσα, στον κόσμο, έχει επαφή με πολλούς ανθρώπους, όλων των τάξεων και των ειδών.

Έχει πληγεί πολύ από την κρίση, πολλές φορές επιστρέφει στο σπίτι με μεροκάματο μικρότερο από τα χρήματα που, για παράδειγμα, εγώ χαλάω τις Παρασκευές που βγαίνω και δεν έχω όρεξη να πιω. Ωστόσο, επειδή δεν πληρώνει ενοίκιο, ζει μετρημένα και δεν έχει υποχρεώσεις και οφειλές, η ζωή του δεν έχει αλλάξει δραματικά από τα μνημόνια, όπως έχει συμβεί σε πολλούς άλλους. Έχει αλλάξει, ναι. Κάποτε ζούσε μετρημένα από επιλογή - τώρα επειδή δεν έχει τι άλλο να διαλέξει. Αλλά αυτή η αλλαγή δεν τον έχει βάλει σε μεγάλη δυσκολία.

Νομίζω ότι περισσότερο προβληματίζεται όχι για τον εαυτό του αλλά για την επίδραση της κατάστασης σε άλλους λιγότερο "τυχερούς" από εκείνον. Είναι τέτοιος χαρακτήρας. Μου λέει για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, πόσο τον προβληματίζει, τον ανησυχεί και συχνά τον στεναχωρεί. Ζει στην Θεσσαλονίκη που έχει χτυπηθεί πολύ από την κρίση άρα βλέπει συχνά και πολλά στεναχωρητικά πράγματα.

Σήμερα το πρωί, στο καθιερωμένο 10ήμερο τηλεφώνημά μας, η συζήτηση αναπόφευκτα στράφηκε στις εκλογές. Μεταξύ αστείου και σοβαρού του ζήτησα να μου πει, ως πατέρας μου, τι να ψηφίσω... (το παλιό χαλαρωτικό κλισέ "εγώ δεν θέλω να σκέφτομαι, θα κάνω ότι θα μου πει ο μπαμπάς μου"). Εκείνος, όπως οι περισσότεροι από εμάς, δεν ξέρει τι θα ρίξει στην κάλπη. Το μόνο για το οποίο είναι σίγουρος, είναι ότι δεν θα ψηφίσει τα μεγάλα κόμματα - που έχουν χάσει πλήρως πια το πλεονέκτημα της αμφιβολίας περί του ότι είναι άχρηστα και ανίκανα, σχεδόν μέχρι κινδύνου, να διαχειριστούν την κατάσταση. Αλλά ποιό από τα μικρότερα κόμματα θα ψηφίσει... δε το ξέρει.

Πιάσαμε λοιπόν να μιλάμε για τα μικρότερα κόμματα. Τα πήραμε όλα με τη σειρά. Είπαμε για τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, το ΛΑΟΣ, την Ντόρα (που κανείς δεν θυμάται το όνομα του κόμματός της, όλοι μιλάνε για αυτό με το μικρό της)... και φτάσαμε να μιλάμε για την Χρυσή Αυγή. Δεν ήτανε συζήτηση αξιολόγησης του αν έχει νόημα να δώσουμε την ψήφο μας - ή τουλάχιστον αυτή ήταν η δική μου πρόθεση, που θεωρώ αυτονόητο ότι όποιος άνθρωπος είναι στα συγκαλά του δεν ψηφίζει αυτό το κόμμα. Θα έλεγα ότι η κουβέντα μας ήταν μία αναφορά στο πνεύμα "ρε συ, δυστυχώς αυτοί πάνε καλά, θα μπουν στην Βουλή και μάλιστα με καλό ποσοστό...".

Στον πατέρα μου δεν έκανε εντύπωση το γεγονός. Καθόλου. Ακούει πολλά στην δουλειά του και μου το είπε. "Αφού όλο για αυτούς ακούμε, ακόμα και αρνητικά όταν λέγονται, είναι η καλύτερη διαφήμιση...". Και μετά άρχισε να μου λέει ότι όντως μπορεί να καταλάβει γιατί κάποιοι θέλουν να τους ψηφίσουν. Το πρόβλημα της μετανάστευσης, οι ομάδες περιφρούρησης που προστατεύουν τους συνταξιούχους όταν πάνε να εισπράξουν τις συντάξεις τους από την Εθνική ή τα ΕΛΤΑ, η ρητορική περί καθαρότητας του Ελληνισμού, η αναφορά στην Ορθοδοξία... όλα αυτά, μου εξηγούσε ο πατέρας μου, ένα μεγάλο κομμάτι ανθρώπων τα βλέπει ως πολύ πειστικά και αρκετά αξιόλογα.

Σε κάθε ένα από αυτά τα "επιχειρήματα" εγώ απαντούσα - ότι η βία δεν είναι λύση, ότι δεν μπορεί να κρίνεις το ίδιο όλους τους ανθρώπους με βάση ένα χαρακτηριστικό εξωτερικό ή την καταγωγή ή την θρησκεία, ότι οι ομάδες περιφρούρησης  εξυπηρετούν περισσότερο το σύστημα γιατί δημιουργούν ένταση και αναταραχή που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να ελέγξουν την εξουσία, να είναι ενεργοί πολίτες - ποιος ψάχνει το ευ ζειν όταν ζει μέσα σε μία κοινωνία που έχει ανάγκη από ομάδες περιφρούρησης; Συζητούσαμε χαλαρά...  Ύστερα αναφερθήκαμε και σε 2 - 3 ακόμα εκλογικά θέματα και μετά το εξαντλήσαμε και είπαμε και λίγο τα δικά μας τα οικογενειακά.

Κλείσαμε το τηλέφωνο. Δεν περάσανε 10 λεπτά και με χτύπησε η συνειδητοποίηση. Την ώρα που έλεγα την άποψη μου για το ότι η Χρυσή Αυγή είναι κάτι που απλά θα μεγαλώσει το πρόβλημα αντί να το λύσει, ο πατέρας μου με άκουγε, και πότε πότε άφηνε και κανένα επιφώνημα... αλλά πέρα από αυτό, τίποτε. Ούτε μιλούσε, ούτε με διέκοπτε όπως είναι το στιλ του, με έντονο ύφος ακόμα και όταν συμφωνεί με κάτι που λέω, για να προσθέσει ή να δώσει μία άλλη πτυχή. Η ασυνήθιστη στάση του μου θύμιζε το τρόπο που συμπεριφέρομαι εγώ όταν με τον άλλο διαφωνώ αλλά για κάποιον λόγο δεν θέλω να το πω. Είτε διότι θεωρώ ότι δεν έχει νόημα, είτε διότι δεν με ενδιαφέρει, είτε διότι φοβάμαι. "Ρε λες", λέω!!!!

"Λες αυτός ο άνθρωπος που δεν είναι ο σούπερ σπουδαγμένος, που κακά τα ψέματα δεν τον ξέρω τόσο καλά, να έχει μία τέτοια πτυχή; Να πείστηκε από τους Χρυσαυγίτες; Και να μην έλεγε κουβέντα για να μην διαφωνήσουμε;"

Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Πιάνω το τηλέφωνο και καλώ Θεσσαλονίκη. "Να σου πω" του λέω, χωρίς να νοιάζομαι αν ακούγομαι τρομαγμένος ή υπερβολικός. "Πες μου σε παρακαλώ ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως πιθανότητα αύριο να ρίξεις Χρυσή Αυγή...". Πήγε να με διακόψει... "περίμενε, άσε με να τελειώσω!!! ....η Χρυσή Αυγή δεν θέλει να λύσει προβλήματα, θέλει να ξεριζώσει, να καταστείλει, να επιβάλλει την σιωπή. Αυτό δεν είναι λύση, αυτό είναι μεγαλύτερο πρόβλημα - ναι, είναι κρίμα να ζούμε σε μία κοινωνία που οι παπούδες που πάνε να πάρουν την σύνταξή τους θέλουν προστασία, ναι είναι σκληρό να υπάρχουν ολόκληρες περιοχές που δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις και ναι, πολλοί μετανάστες είναι στοιχεία εγκληματικά... αλλά οι άνθρωποι της Χρυσής Αυγής είναι στερεοτυπάκηδες. Θεωρούν ότι όλοι οι μετανάστες, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι, οι μη ορθόδοξοι είναι άνθρωποι κατώτερης κατηγορίας. Στερεότυπα, δοξασίες, χρώμα δέρματος, θρησκείες δεν μπορούν να είναι κριτήριο να αξιολογείς έναν άνθρωπο. Και βέβαια η καταστολή, η βία, η απαγόρευση, ο τρόμος δεν μπορούν να είναι τρόποι επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων". Έλεγα έλεγα έλεγα έλεγα.

Και κάποια στιγμή δέησα να πάψω. Ο πατέρας μου γέλαγε. Δυνατά. Γέλαγε με την χαζή "ρομαντική" και καθόλου πολιτική επιχειρηματολογία μου που δεν συνάδει με έναν άνδρα 40 χρονών; Γέλαγε με την φόρα μου, που αράδιαζα την μία φράση μετά την άλλη χωρίς να παίρνω ανάσα; Γέλαγε με το τρομαγμένο ύφος μου, το τόσο... μη ανδροπρεπές; Δεν ξέρω... πάντως γέλαγε. Και όταν σταμάτησε να γελάει, αφού είχα πια και εγώ ξεσπάσει, μου είπε απλά "γειά! θα τα πούμε μετά... μαλάκα!" Και πριν κατεβάσει το ακουστικό, τον άκουσα πάλι να γελά.

... ... ... ... ... ... ... ...

Η μεγάλη μεγάλη μεγάλη ιδέα που κρύβεται στην αγάπη και την ομορφιά του Χριστιανισμού (αυτού που πηγάζει από την γλύκα του Χριστού και όχι από τις δομές των θρησκειών και των συστημάτων που βασίζονται στην θεολογία) είναι η έννοια της ελευθερίας. Το ότι για να "σωθείς", ότι και να σημαίνει αυτό, πρέπει να το επιλέξεις. Ενεργά. Και να το βιώσεις. Με κόστος. Με εργασία. Με κόπο.
Ανέκαθεν με συγκινούσε η σκέψη αυτή. Και την θεωρώ το "ανίκητο" συγκριτικό πλεονέκτημα της Ορθοδοξίας. Με την ίδια συγκίνηση, η οποία πιο συχνά από όσο θα ήθελα να παραδεχτώ μου φέρνει δάκρυα στα μάτια, που προσεγγίζω αυτή την σύλληψη προσεγγίζω και την διαδικασία της ψήφου. Ακριβώς επειδή περιέχει αυτήν την ελευθερία. Την δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Την ευθύνη. Τον κόπο που απαιτείται για να... "σωθείς".

Την Κυριακή κάποιοι από εμάς, άνθρωποι σαν τον θείο μου, την γιαγιά σου, τον συμμαθητή του, την ξαδέλφη της, θα ψηφίσουμε με βάση το φόβο. Την επιθετικότητα. Την οργή που γίνεται τάση καταστροφής αντί για όρεξη για αναθεώρηση και χτίσιμο. Μπορούνε να το πράξουν. Και, όσο και αν είναι οξύμωρο, πρέπει να είμαστε υπερήφανοι ως κοινωνία που μπορούν να το πράξουν. Ναι, ναι υπερήφανοι! Είναι δείγμα προόδου και ελευθερίας.

Εμείς όμως, οι άλλοι, που από όλα τα ερεθίσματα γύρω μας επιλέγουμε να ανταποκριθούμε με τις πράξεις και τα λόγια μας στα φωτεινά και τα όμορφα και όχι τα σκοτεινά και τα απειλητικά, πρέπει τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά να σκεφτούμε. Η κοινωνία μάς χρειάζεται. Η τέχνη, η λογοτεχνία, η ομορφιά της ζωής, η ελευθερία να διαλέγουμε ποιον και τι θα αγαπήσουμε μάς χρειάζονται. Εμάς, τους ευαίσθητους, που δεν έχουμε πολιτικό λόγο, που δεν είμαστε ρεαλιστές, που μιλάμε για "ελευθερία" ακόμα και όταν αναφερόμαστε σε ακροδεξιούς, που τρομάζουμε με το παραμικρό και που κάνουμε τους μπαμπάδες να γελάνε.

Ας σκεφτούμε την αγάπη  που θέλουμε γύρω μας και ας πράξουμε ανάλογα. Με ευθύνη και ουσιαστική, βιωμένη ελευθερία. Κάποιοι από μας είναι παραπλανημένοι αλλά αποφασισμένοι. Εμείς ας είμαστε αβέβαιοι για την απόλυτη αλήθεια των πραγμάτων... ας είμαστε σκεφτικοί και διστακτικοί πάνω στην αέναη προσπάθειά μας να κατακτήσουμε την απόλυτη αλήθεια - αυτή που δεν θέλουμε να χωνέψουμε ότι δεν υπάρχει. Αλλά μπροστά στην κάλπη, ας μην διστάσουμε ούτε στιγμή να υπερασπιστούμε έμπρακτα την ελευθερία να είμαστε και αβέβαιοι.

Friday, May 04, 2012

Η "Ευτυχία" της Μανίνας Ζουμπουλάκη

Το καινούργιο μυθιστόρημα της Μανίνας Ζουμπουλάκη, παλιάς και καλής φίλης του πρόβατου, με τον τίτλο "Ευτυχία" κυκλοφορεί σε μερικές μέρες από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. 
Παρακαλέσαμε, απειλήσαμε, χτυπηθήκαμε, συρθήκαμε στα πατώματα, κάναμε ντράμα και τελικά τα καταφέραμε και η Μανίνα μας έδωσε για προδημοσίευση το 11ο κεφάλαιο του βιβλίου. Είναι πολύ αστείο αλλά και συγκινητικό. Ή αλλιώς είναι πολύ συγκινητικό παρά το ότι είναι πολύ αστείο. Πρωταγωνιστεί ένας φοβερός τύπος με ένα πολύ μεγάλο (χιντ χιντ εντατίκ) χαρακτηριστικό, ο...

ΒΛΑΜΜΕΝΟΣ

Έχει καταλάβει ότι είναι βλαμμένος από πολύ μικρός: αφαιρείται, χάνει στροφές, ξεχνάει τι ήθελε να πει στη μέση της κουβέντας και τα παρατάει σα να μη τρέχει τίποτα. Δεν τα βγάζει πέρα. Μένει ξύπνιος τις νύχτες επειδή είναι αγχωμένος αλλά χωρίς λόγο, δηλαδή αγχώνεται με την ερχόμενη μέρα που δεν έχει τίποτε το ιδιαίτερο. Μια μέρα είναι σαν τις άλλες. Σιγά τα αυγά.

Η ιδέα να τα παρατήσει «όλα» και να πάει στον Καναδά του είχε έρθει κουτί. Καταρχήν «όλα» είναι τίποτα, δεν έχει δουλειά δύο χρόνια, ζει με τα λίγα που είχε στην τράπεζα κι οι πιθανότητες να βρει κάτι να κάνει στην Ελλάδα όπως είναι τα πράγματα σήμερα, είναι χλωμές. Τον κόβουν με τη μία. Μπαίνει σε interviews και ξέρει ότι ξέρουν πώς είναι βλαμμένος. Αν ήταν ηθοποιός ή καλλιτέχνης δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα αλλά είναι, τίποτα, σκατά, ένα πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων έχει. Το σχέδιο ήταν να αναλάβει το ξενοδοχείο. Απλώς ναυάγησε. Τόσο το σχέδιο όσο και το ξενοδοχείο. 

Ο Στέλιος έχει βαρεθεί να βρίσκεται μέσα σε ναυαγισμένα σχέδια. Είναι το Κάρμα του όμως γιατί ορίστε που ναυάγησε και το καναδέζικο υπερωκεάνιο – μεταφορικά μιλώντας. Με την έννοια ότι η σχέση με την Λία, η πρόταση, η ιδέα να πάει να δουλέψει στον Καναδά στο εστιατόριο της οικογένειάς της, η Λία η ίδια…όλα είχαν κάτι το υπέροχο και φαντασμαγορικό και αν ήταν πλεούμενο θα ήταν υπερωκεάνιο. Τιτανικός μάλιστα. Χαχα.

 «Βρήκες άλλον; Ερωτεύτηκες άλλον;» την ρώτησε ξαφνιασμένος όταν ήρθε να μαζέψει τα πράγματά της από το διαμέρισμα. Γιατί ξαφνιάστηκε τόσο, ούτε κι ο ίδιος το ήξερε. Η κοπέλα ήταν φευγάτη τις τελευταίες δέκα-είκοσι μέρες, τον τελευταίο μήνα. Δεν χρειαζόταν και φιλοσοφία. Η Λία σταμάτησε να αδειάζει το ντουλαπάκι του μπάνιου και τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «…Λυπάμαι…» είπε τελικά. Οι παύσεις πριν και μετά το «λυπάμαι» ήταν σαν πηγάδια, σα τρύπες στο παγόβουνο που βούλιαξε το πλοίο. Ένα τσακ να έκανε ο Στέλιος θα έπεφτε μέσα.

«Λυπάσαι που βρήκες άλλον;» επέμενε κλείνοντας τα μάτια του, όχι θεατράλε, όχι για να της κάνει σκηνή. Δεν ήθελε να την βλέπει. Παρα-ήτανε όμορφη. Από την αρχή τον απασχολούσε αυτό – η Λία ήτανε κούκλα, αυτός ένας άνεργος πρώην ξενοδόχος…δεν του είχε κάτσει καλά, ένοιωθε πώς θα το εισέπραττε το κέρατο αργά ή γρήγορα. Το περίμενε πιο αργά. Όταν θα είχαν εγκατασταθεί στο Τορόντο. Ίσως να είχανε κάνει κι ένα παιδί. Θα της έλεγε «σκέψου το παιδί μας!» και οι πιθανότητές του θα ήταν ανεβασμένες. Τώρα δεν ήξερε τι να της πει. «Να μη…κάνουμε άλλη μία προσπάθεια;» είπε. Η φωνή του ήταν σταθερή, πάλι ξαφνιάστηκε που μίλησε σαν βαρύτονος. Ξερόβηξε. «Λία. Θα ήθελα να…το παλέψουμε λίγο ακόμα. Εκτός κι αν είσαι πολύ καψούρα μ’ αυτόν. Με τον τύπο που…» έκανε μια χειρονομία, «γουατέβερ». «Όχι.» Η απάντηση ήταν στακάτη σαν κατραπακιά.

«…άρα είσαι…;» «Καψούρα, ερωτευμένη, infatuated, in love – αυτό θέλεις να ρωτήσεις; Αν είμαι, αν την έχω πατήσει με τον άλλον;» η Λία έκλεισε απότομα το ντουλαπάκι του μπάνιου. Ήταν ένα σιέλ τριπλό ντουλάπι με μαύρο εσωτερικό από κάποια πλαστική ύλη που ασπρίζει όταν παλιώνει. Οι αρμοί κι οι γωνίες ήταν άσπρες: ελαττωματικά παλιο-ντούλαπα από κατασκευής ΚΑΙ ένα σωρό, όπως τους τύχαινε πάντα με την σκαρταδούρα. Είχαν παραγγείλει 60 τέτοια ντουλαπάκια για το ξενοδοχείο. Ο Στέλιος μεγάλωσε μέσα σε γαλάζια ντουλαπάκια μπάνιου γιατί τα 30 δωμάτια με τα 30 μπάνια άφηναν άλλα 30 ντουλαπάκια ξέμπαρκα σε αποθήκες, σε μπαλκόνια και σε διαμερίσματα που έμενε κατά καιρούς. Δεν είναι ώρα τώρα. Γάμα το το κωλοντούλαπο. «Είσαι; Καψούρα με άλλον;» ανέβασε τον τόνο της φωνής του χωρίς να το καταλάβει. Η Λία χαμογέλασε αλλά όχι φιλικά, όχι ζεστά και ευχάριστα όπως χαμογελάνε οι γκόμενες όταν σε γουστάρουν. Χαμογέλασε κρύα. Κρύα, παγερά και κατεψυγμένα. «Πολύ θα ήθελα να το σκεφτείς εσύ αυτό. Για τον εαυτό σου. Αν είσαι καψούρης με άλλην, με κάποιαν άλλη γυναίκα!»

Σηκώθηκε όρθιος και έψαξε τα τσιγάρα του θυμωμένος, «Δεν το πιστεύω ότι μου πετάς το μπαλάκι τώρα! Εσύ χωρίζεις, όχι εγώ. Εσύ το διαλύεις το μαγαζί!» «Αλλά εσύ έφυγες πρώτος!» του το έφτυσε σα ροχάλα και τον πέτυχε στο δοξαπατρί. «…Μαλακίες…» μουρμούρισε. Ζεματισμένος, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Σιγά μην ήτανε και καψούρης. Πότε; Σιγά. Αφού είχε κολλήσει μαζί της, με τη Λία, είχε πάθει πλάκα. Μ’ αυτήν είχε πάθει πλάκα, όχι με άλλην. «Θέλεις να το συζητήσουμε; Να το αναλύσουμε περισσότερο; Είσαι καψούρης με κάποια γυναίκα, ή με κάποιον άντρα, δεν ξέρω. Με κάτι. Άρχισε γύρω στο Μάρτιο, Απρίλιο; Άνοιξη…» «Τι άρχισε, τι είναι αυτά που λες! Μη ψάχνεις δικαιολογίες, ούτε που γύρισα να κοιτάξω καμία!» Κοίταξε το ταβάνι ενοχλημένη, σούφρωσε τα χείλη, «Στέλιο δεν είμαι χαζή, έτσι; Άρχισες να έχεις αυτό το βλέμμα, το ύφος, το…το στυλ. Του ανθρώπου που είναι καψούρης με άλλον, που δεν είναι παρών. Που είναι αλλού. Οκέυ;»

Ο Στέλιος θαύμασε προς στιγμήν τα ελληνικά της, τρομερή βελτίωση, χαμογέλασε μέσα του πικραμένος. Ο γκόμενος που βρήκε είναι κουλτουριάρης, έξυπνος, μορφωμένο παλικάρι. Αναρωτιέμαι αν θα τον πάρει μαζί της στον Καναδά στο φαγάδικο ή αν θα παρκάρει εδώ για πάντα. Μπα. Τι να κάνει εδώ. Η Ελλάδα καταστρέφεται, η Αθήνα θα σβήσει από το χάρτη έτσι όπως πάνε τα πράγματα. Ακόμα κι η Ρώμη καταποντίζεται σιγά-σιγά. «Και; Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» την ρώτησε ύστερα από λίγο, όταν πια είχε μαζέψει τα πράγματά της και κοίταζε γύρω της μπας και της ξέφυγε καμιά κυλόττα. «Θα γυρίσεις πίσω; Στον Καναδά εννοώ.» «Δεν έχω ιδέα.» Κανονικά θα την περίμενε να φύγει από το σπίτι πριν ανάψει τσιγάρο αλλά τώρα δεν τον ένοιαζε. Ας ενοχληθεί, ας πάρει δρόμο μια ώρα αρχύτερα. «Στέλιο…σου είπα κάτι και φέρεσαι σαν να μην το άκουσες καθόλου. Σου είπα ότι είσαι καψούρης με κάποια άλλη…και τώρα νομίζω ότι δεν το έχεις καταλάβει. Ότι δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Επειδή δεν ξέρεις τι σου γίνεται.» Περίμενε λίγο, όρθια με τα χέρια στη μέση. «Υπάρχει μια καναδέζικη έκφραση στα γαλλικά για…σένα ειδικά. Για ανθρώπους σαν κι εσένα. ‘Il marche a cote de ses pantoufles’, ‘περπατάει πλάι στις παντόφλες του’. Οι παντόφλες πάνε από εδώ κι ο άνθρωπος από κει. Δεν έχει, δεν έχεις επαφή με τον εαυτό σου. Καμία επαφή.»

Την κοίταζε καπνίζοντας ή κάπνιζε κοιτάζοντάς την, αβέβαιος: να τα πάρει στο κρανίο που του λέει πως είναι βλαμμένος; Να θυμώσει γενικά, που του την έφερε; Να βάλει τα κλάματα; Να την παρακαλέσει γονατιστός «μη φύγεις, σ’ αγαπάω!»; Πριν ο Στέλιος προλάβει να καταλήξει κάπου, η Λία τεντώθηκε ξαφνικά, έγνεψε «μπάι-μπάι», πήρε τις δύο βαλίτσες της και έφυγε. Φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα με λουλούδια, άσπρο-γαλάζιο σαν τα ντουλαπάκια του μπάνιου. Που ήτανε κάποτε μαύρα-σιέλ αλλά όσο παλιώνανε άσπριζαν. Δεν καταλάβαινε γιατί είχε κολλήσει με τα ντουλαπάκια. Έμεινε ακίνητος καπνίζοντας στη μέση του σαλονιού για πολλή ώρα. Όταν κόντευε να τελειώσει το πακέτο αναρωτήθηκε αν ήταν όντως καψούρης με τη Βέρα κι αν αυτό αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο βλαμμένος πραγματικά είναι.

Δεν είχαν βρεθεί δύο μήνες περίπου. Την είδε τυχαία ένα βράδυ στην τηλεόραση – σε μια κηδεία ρε πούστη μου! Χάζευε ειδήσεις αφηρημένος και κάτι έλεγαν για την αναίτια βία στην Αθήνα, πόσο επικίνδυνη είναι η ζωή, τέτοιες μαλακίες. Μετά έπεσαν σκηνές από μια κηδεία και τσουπ, ή Βέρα με μαύρο γυαλί ηλίου. Μαύρο φόρεμα. Η Βέρα, ίδια όπως την είχε στο μυαλό του. Αλλά στην οθόνη της τηλεόρασης, μικρή-μικρή στη γωνία και σαν τσαλαπατημένη από τον κόσμο. Με κλειστό πρόσωπο, σφραγισμένο πίσω από τα μαύρα γυαλιά. Όπως την είχε στο μυαλό του αλλά πιο μαζεμένη. Γιατί την είχε στο μυαλό του; Μια δασκάλα αγγλικών είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του; Δεκαπέντε; Δεκαέξι; Πόσα χρόνια του έριχνε – ούτε που τον ένοιαζε… Δεν τον ένοιαζε. Θα την πήδαγε άνετα δηλαδή τότε, που έκαναν τα μαθήματα, που καθόταν δίπλα του και του χαμογελούσε με το σωστό τρόπο. Σα να έλεγε «είσαι ενδιαφέρων τύπος» με μια μελαγχολία στο βάθος, ότι «σε κάνω κέφι αλλά λυπάμαι που δεν βγάζουμε τα μάτια μας, για την ακρίβεια ψοφάω για σένα απλώς υπάρχουν θέματα». Τι θέματα; Της είχε μιλήσει για τη Λία, για τον Καναδά – τα εντατικά αγγλικά ήταν επειδή θα πήγαινε να ζήσει στον Καναδά. Είχε την υποψία ότι κι αυτή κάποιον έβλεπε, άντρα, γκόμενο; Κάτι έπαιζε με τα προγράμματά της. Ήταν πολύ κουλ για να είναι αγάμητη αλλά από την άλλη…και πολύ περίεργη, παράξενη. Ιδιαίτερη; Σιγά τα αυγά. Είχε καλό κορμί για την ηλικία της, όσο κι αν ήταν. Κι από φάτσα, δεν μπορούσε να το πει με άλλο τρόπο ο Στέλιος πάντως γαμήσιμη. Αν και ζαρωμένη. Φαγώσιμη. Κάτι του έκανε.

Σκέφτηκε να την πάρει τηλέφωνο, μετά σκέφτηκε πώς είναι μαλάκας, πως είναι αλλού η γυναίκα, σιγά μην κάθεται να τον περιμένει. Και θα έβρισκε κι αυτός κάτι άλλο για να περνάει τον καιρό του. Ή για να γαμάει. Γουατέβερ. Μπορεί να έφταιγαν τα ντουλαπάκια του μπάνιου: κυκλοφορούσαν μέσα στο μυαλό του, οι εικόνες από το ξενοδοχείο που μεγάλωσε στην Ερέτρια, άλλες εικόνες με τα ψηφιδωτά από το αρχαίο σπίτι (376 π.Χ.), η μαλακία πάει σύννεφο…η μητέρα του σαν να είχε βγει η ίδια μέσα από το ψηφιδωτά, ο πατέρας του με μουστάκι σαν τον Κανάρη, το σπίτι του Κανάρη πάλι στην Ερέτρια. Βόλτες στο Νησί των Ονείρων επί εγκατάλειψης. Το έρημο, μισογκρεμισμένο ξενοδοχείο τους: το βλέπει πάντα στον ύπνο του να ξεφοντάρει πίσω από τους ευκαλύπτους λες κι είναι έτοιμο να του μιλήσει, σαν πρόσωπο δηλαδή, που του λείπουν όλα τα δόντια και δεν μπορεί να σχηματίσει σωστά τις λέξεις. Τα αδειανά σκοτεινά παράθυρα κι οι μπαλκονόπορτες που χάσκουν είναι οι διαλυμένες οδοντοστοιχίες. Του σπιτιού, ναι. Γι αυτό είναι σίγουρος πώς είναι βλαμμένος.

Η Ερέτρια είναι ένα επίπεδο κίτρινο μέρος, αρχαίο, στη μέση της Εύβοιας πάνω στη θάλασσα. Κάποτε είχε μικρά άσπρα σπιτάκια και ήταν γραφικό λιμάνι αλλά ο Στέλιος την γνώρισε σαν οικογενειακό θέρετρο, όταν άρχισε να χτίζεται με μανία όλη η παραλία της. Την αγαπάει, αισθάνεται ψυχική ανάταση όταν φτάνει στον Ωρωπό να πάρει το φέριμποτ, την ξέρει σαν τη τσέπη του. Ψάχνει πάντα για ιππόκαμπους όταν μπαίνει στη θάλασσα και συγκινείται όταν τους βλέπει να περνάνε μπροστά του μέσα στο νερό, σαν εξωγήινοι, με κίνηση και χάρη πρίμας μπαλαρίνας. Καμιά φορά σκέφτεται ότι σε προηγούμενη ζωή του μπορεί να ήταν ιππόκαμπος (αλλά δεν το λέει σε κανέναν, αρκετά προβλήματα έχει και χωρίς να του πετάνε γιαούρτια). Είναι νησιώτης εδώ και πολλές γενιές : οι προπάπποι του, Ψαριανοί από κούνια, εγκαταστάθηκαν στην Ερέτρια το 1824 μετά την καταστροφή των Ψαρών – μία από τις λιγοστές οικογένειες επιζώντων. Στην αρχή είπανε το μέρος ‘Νέα Ψαρά’ αλλά σιγά-σιγά επικράτησε το ‘Ερέτρια’. Από το ‘Ερέτες’ που σημαίνει ‘κωπηλάτες’ αν και ο Στράβων Γεωγράφος επιμένει πως το αρχικό όνομα ήταν ‘Αρότρια’. Ο Στέλιος προτιμάει την θεωρία με τους κωπηλάτες. Ήταν διάσημοι θαλασσοπόροι οι Ερετριείς, πήρανε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, ίδρυσαν αποικίες στην Νότια Ιταλία – αποκλείεται να βάφτισαν το λιμάνι τους κάτι που δεν θα είχε σχέση με τη θάλασσα.

Τέλoσπάντων η φαμίλια του ξεκίνησε με μία πανσιόν, οι δουλειές τσουλάγανε, η Ερέτρια άρχισε να γίνεται της μόδας. Ο παππούς του σε κάποια φάση γκρέμισε την πανσιόν κι έκτισε το ξενοδοχείο. Το είπε ‘Αβαντες’, από το πρωτοελληνικό φύλο (1600-1400 π.Χ.) που δεν το ξέρει κανένας αλλά ευτυχώς όλοι νομίζουν ότι σημαίνει κάτι άλλο και διαβάζεται ωραία στα αγγλικά (‘Avantes’). Οι Αβαντες οι ίδιοι, οι ορίτζιναλ, έκοβαν τα μαλλιά τους μπροστά και τα άφηναν μακριά πίσω, ένα look που υιοθέτησε κι ο Στέλιος στην εφηβεία του. Γύρω στα 25-26 τα μαλλιά του άρχισαν να πέφτουν, οπότε ξύρισε το κεφάλι του κι ησύχασε. Το ξενοδοχείο ‘Αβαντες’ λοιπόν γνώρισε δόξες στην δεκαετία του ΄60, άρχισε να ρημάζει στην δεκαετία του ’70 λίγο μετά τη γέννηση του Στέλιου και το έχασαν το ‘95, όχι με την έννοια ότι το παράτησαν κάπου αλλά με την έννοια ότι το είχανε βάλει υποθήκη και τους το πήρε η τράπεζα. Τι θα το έκανε η τράπεζα στο χάλι που είχε, με σπασμένα όλα τα τζάμια και μισοφαγωμένα τα μπετά; Στην αρχή έπεσε κάποια ιδέα ότι θα το έφτιαχνε (η τράπεζα) και θα άφηνε την οικογένεια να το δουλέψει. Ναι, καλά. Δεν το έφτιαξε κανένας. Έμεινε άδειο να ρημάζει χρόνο με το χρόνο, από τη μέρα που μπήκε η υποθήκη μέχρι την κατάσχεση κι από την κατάσχεση μέχρι σήμερα, ή έστω χθες. Οι γονείς του μετακόμισαν από την σουίτα του 5ου ορόφου όταν πια άρχισαν να πέφτουν οι τοίχοι κανονικά.

Πήγανε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην Ερέτρια, σ’ ένα σημείο από το οποίο δεν φαίνεται το ξενοδοχείο. Προσποιούνται ότι δεν υπάρχει εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Ο Στέλιος προσπάθησε πολλές φορές να τους φέρει στην Αθήνα αλλά δεν ψηνόντουσαν με τίποτα, κι έπειτα ο πατέρας του είναι χειμερινός κολυμβητής, η μητέρα του έχει φίλες στο χωριό. Ή λέει ότι έχει φίλες – ο Στέλιος δεν την έβλεπε να βγαίνει από το σπίτι συχνά. Ούτε καν σπάνια. Όσο ζούσαν όλοι μαζί στο ξενοδοχείο ήταν σαν τα δίδυμα κοριτσάκια από τη «Λάμψη» του Στάνλευ Κιούμπρικ, απλώς σε τρίο: ο πατέρας, η μητέρα κι ο Στέλιος, σα φαντάσματα, σε μουχλιασμένους διαδρόμους με σκεβρωμένες πόρτες. Κανένας δεν πήγαινε να τους δει και μόνο ο Στέλιος έβγαινε από το ξενοδοχείο, επειδή μάλλον από ένστικτο αυτοσυντήρησης είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του στη θάλασσα. Τα τρία τέταρτα της ζωής του σε παραλίες. Δεν έχει παράπονο. Τώρα δεν ξέρει τι να κάνει πάλι: στάνταρ πράγματα, κάθε τρείς και πέντε βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, να μην ξέρει τι να κάνει.

Είναι βαθειά θλιμμένος και καταρρακωμένος που χώρισε με τη Λία; Μπά. Όταν το ψάχνει, ντρέπεται λίγο γιατί αισθάνεται ότι του έφυγε ο ιππότης με το άσπρο άλογο, το εισιτήριο για μια καινούργια ζωή σε καινούργια χώρα, που ψόφαγε να το αρπάξει…ή ίσως να μην ψόφαγε τελικά και τόσο. Ίσως καλύτερα. «Έχεις την νοοτροπία του slacker», του είχε πει κάποτε η Λία γελώντας, στις καλές μέρες, κι όταν την ρώτησε τι σημαίνει slacker του απάντησε «ξέρεις, ο beach bum, αυτός που ζει στις πλαζ….όσα έρθουν κι όσα πάνε…» «Ο αλήτης; Ο ξέμπαρκος;» Του είχε φανεί λογικό. Ήξερε τα πάντα για την Ερέτρια, είχε ξεσκονίσει την Ιστορία της σελίδα-σελίδα αλλά στην ουσία μεγάλωσε στην παραλία μπροστά στο ξενοδοχείο. Στη θάλασσα, στην πλαζ. Οι μέρες τελείωναν στις 9.30 το βράδυ που μάζευε τις ξαπλώστρες από την αμμουδιά. Είχε φώς τον Ιούλιο ως εκείνη την ώρα. Ιούνιο και Ιούλιο, οι μεγάλες καλοκαιρινές μέρες. Μετά τον Δεκαπενταύγουστο άρχιζε σιγά-σιγά να μικραίνει η μέρα και τον στεναχωρούσε, αισθανόταν χάλια κάθε φθινόπωρο ακόμα και τώρα, που δεν ζούσε πια στην πλαζ. Τόσα χρόνια που δεν ζούσε πια στην πλαζ.

Ήξερε από δεκαεφτά χρονών τι του έβρισκαν οι γκόμενες, τουλάχιστον μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό του: έχει μεγάλο πουλί. Το ήξερε επειδή έβλεπε τσόντες από μικρός, κατέβαζε τα άπαντα του Ρόκκο Σιφρέντι ξανά και ξανά (επειδή τα έσβηνε από το αρχείο του κι έπειτα τα επιθυμούσε, ο Ρόκκο γέμιζε κάποιο κενό μέσα του, τον θεωρούσε ετεροθαλή αδερφό αλλά κυρίως, καύλωνε με τις ταινιάρες του). Ο πούτσος του Στέλιου είναι, εντάξει, αρκετά μικρότερος από το θηρίο του Ρόκκο και δεν έχει παίξει σε 400 τσόντες όπως ο Ρόκκο, για την ακρίβεια δεν έπαιξε ποτέ σε καμία τσόντα, ντρέπεται και μόνο στην ιδέα. Έχει το εργαλείο, είναι νόστιμος, ψηλός, με πολλά χρόνια κολύμπι πίσω του άρα καλοφτιαγμένος… απλώς δεν του τυχαίνουνε συχνά γκομενάρες σαν τις πορνοστάρ. Κάτι γίνεται και δεν ξεμένει από γυναίκα, λες και τον μυρίζονται και του την πέφτουν αυτές – ευτυχώς γιατί αν ήταν στο χέρι του, θα έμενε εκεί: στο χέρι του. Και ο πούτσος και οι σχέσεις του με το γυναικείο φύλο…

Από την άλλη, σιγά το προσόν. Είναι τριαντατριών χρονών, έχει 11.000 ευρώ σε μια τράπεζα, ένα σετ γηραλέους γονείς στην Ερέτρια, έξη σιέλ ντουλαπάκια μπάνιου, ένα παλιό Ρενώ και ένα μεγάλο πούτσο. Θα τον άλλαζε ευχαρίστως με μια καλή δουλειά. Μόνιμη, από κείνες που δεν τελειώνουν ποτέ και σε κρατάνε στον αφρό. Σε κάνουν να είσαι πετυχημένος. Να κερδίζεις τις γκόμενες με την αξία σου, όχι με μια προβοσκίδα στην τελική. Το να βρεί δουλειά είναι χλωμό – εδώ δεν βρίσκουνε άλλοι κι άλλοι, που δεν είναι καθόλου βλαμμένοι. Τα σκυλιά του πολέμου, οι εργασιομανείς. Σιγά μην αποκατασταθεί ο Στέλιος που αγαπημένη του δουλειά ήτανε πάντα να χαζεύει στην παραλία μ’ ένα φραπέ στο χέρι… Τα σκέφτεται όλα αυτά ενώ καπνίζει στο άδειο διαμέρισμα και βαριέται να ανοίξει το laptop να δει καμιά τσόντα μπας και ξεφύγει το μυαλό του. Δεν μπαίνει σε sites, facebook, twitter, chatrooms και τέτοια, βαριέται, δεν θέλει να επικοινωνεί με κανέναν, πόσο μάλλον με άγνωστους μαλάκες.

Βρίσκει στο Ιντερνετ πληροφορίες για διάφορα αρχαία πράγματα, για ερείπια, μνημεία, αγάλματα, ιστορικά γεγονότα και ανδριάντες, για σημεία της Αθήνας που δεν τα ξέρει κανείς, για την πριγκίπισσα Αλεξάνδρα που παντρεύτηκε τον ρώσο φλωρό-τσαρο και πέθανε δεκαεννέα χρονών στην παγωμένη Μόσχα, τέτοιες μαλακίες, τα διαβάζει όλα σα μανιακός – και κατεβάζει τσόντες. Ή διαβάζει για το Ιάσιο και τον Ναό της θεάς Ίσιδας ή την παίζει βλέποντας μια μαλακισμένη ιστορία (“Buttman’s ultimate workout”, “Animal trainer” κλπ) με τον μεγάλο πρωταγωνιστή Ρόκκο. Που του μοιάζει κι όλας, στο πιο μπαγιάτικο. Όχι μόνο στο πουλί, ώρες-ώρες νομίζει κοιτάζοντας τον Ρόκκο ότι είναι ο ίδιος, ότι σε μια άλλη διάσταση ο Στέλιος είναι πορνοστάρ διάσημος σ’ όλη την Υφήλιο και δουλεύει στην διεθνή τσοντοβιομηχανία με τρομερό σουξέ. Κατά τα άλλα, εντάξει. Μιλάμε, μια χαρά άνθρωπος…

Το καινούργιο βιβλίο της Μανίνας Ζουμπουλάκη "Ευτυχία" θα το βρείτε σε λίγες μέρες σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος