Είμαι ευτυχισμένος στη δουλειά μου. Πραγματικά ευτυχισμένος. Όταν τα
έντομα, μερικές χιλιάδες από αυτά, έρπουν πάνω στην λεπτή, αδιαπέραστη
προστατευτική στολή μου, όταν ακούω, καθώς δουλεύω στο θερμοκήπιο, την
αντήχηση του βόμβου από τα εκατομμύρια μικροσκοπικά φτερά τους, είμαι
ευτυχισμένος. Οι κινήσεις τους πάνω μου, ο υγρός ήχος τους στα αυτιά
μου, μου δίνουν την αίσθηση πως περιτριγυρίζομαι από καθαρή ζωή, ατόφια,
αυθεντική. Ζωή ανίκητη που υπήρχε εκατομμύρια χρόνια πριν και θα
υπάρχει ακόμα τόσα στο μέλλον, ζωή που σήμερα σέρνεται πάνω μου, με
καλύπτει ολόκληρο, τα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι, το τζάμι της κάσκας
της στολής μου… και με κάνει πραγματικά ευτυχισμένο.
Τη δεύτερη ή τρίτη ημέρα που δούλευα στα θερμοκήπια εντόμων
παραπάτησα και έπεσα μέσα σε μια μεγάλη δεξαμενή γεμάτη λεπιδόπτερα
έτοιμα για συγκομιδή και επεξεργασία. Ήταν σαν να βουτάω στη θάλασσα.
Δεν ξέρω πως είναι η βουτιά στην θάλασσα, δεν έχω βουτήξει ποτέ, κανείς
στην ηλικία μου δεν έχει, έχω όμως δει, σε παλιά, απαγορευμένα βίντεο,
παλιούς ανθρώπους να κολυμπάνε. Δεν είναι εύκολο να δούμε βίντεο από την
εποχή που δεν γνωρίζαμε ότι η θάλασσα και ο ήλιος είναι τοξικά. Είναι
παράνομα, προκαλούν ταραχές και μαζικές αυτοκτονίες. Έχουν απαγορευτεί
από την κυβέρνηση.
Είμαι ευτυχισμένος στη δουλειά μου. Πληρώνομαι πολύ καλά γιατί δεν
βρίσκουν εύκολα ανθρώπους να θέλουν τέτοια δουλειά. Υπάρχει προκατάληψη
για τα έντομα. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να τα βλέπουν, πόσο μάλλον να τα
φροντίζουν, να τα ταΐζουν μέχρι να φτάσουν στο κατάλληλο μέγεθος και
βάρος για τροφή. Αν γνώριζαν ότι τα τρώνε, αν ήξεραν ότι οι συσκευασίες
με μερίδες κρέας ΣΑΧΟΙΡΙΝΟ, ΣΑΨΑΡΙ, ΣΑΜΟΣΧΑΡΙΣΙΟ που αγοράζουν τόσο
ακριβά από τα κυβερνητικά κέντρα διατροφής δεν είναι χοιρινό, δεν είναι
μοσχαρίσιο, δεν είναι ψάρι, δεν θα τους άρεσε καθόλου. Αλλά, δεν το
γνωρίζουν. Ούτε και για τις μεγάλες Φάρμες Εκτροφής Εντόμων ξέρουν, τα
εκατομμύρια στρέμματα από σκοτεινά θερμοκήπια, με τα δισεκατομμύρια
υπερκινητικά έντομα που κυματίζουν με θόρυβο γύρω μου.
Θέλω πολύ να κολυμπήσω σε θαλασσινό νερό. Πως ήταν, αναρωτιέμαι
συχνά, η παλιά εποχή που όποιος ήθελε ταξίδευε ως την ακτή, έβγαζε τα
ρούχα του και βουτούσε στην θάλασσα; Στα απαγορευμένο βίντεο που είδα,
άντρες και γυναίκες στην ηλικία μου τρέχουν γελώντας σε μια αμμουδερή
ακτή, ξαπλώνουν στην άμμο, πετάνε νερό ο ένας στον άλλο. Είναι
ολόγυμνοι, απροστάτευτοι, δε φοβούνται ούτε καν τον ήλιο. Δεν ήξεραν
παλιά ότι είναι τοξικός. Πίστευαν ότι ήταν αβλαβής, όπως το πίστευαν για
τον καπνό, τη θάλασσα, τη συνεχή έκθεση σε ερεθίσματα πληροφορίας και
ψυχαγωγίας. Τώρα ξέρουμε την αλήθεια. Φοβάμαι πολύ τον ήλιο, δεν τον έχω
δει ποτέ. Συχνά όμως, στα αποδυτήρια της Φάρμας Εκτροφής Εντόμων, όταν,
μετά την βάρδια, γυμνός, καθαρίζω τα μικροσκοπικά φτερά, τα γαντζωτά
ποδαράκια που έχουν διαπεράσει την στολή μου και έχουν μπλεχτεί με τις
τρίχες στο στήθος, στα πόδια, στα γεννητικά όργανα, αναρωτιέμαι… πως θα
είναι να τυλίγει το γυμνό σώμα μου η θάλασσα; Είμαι σίγουρος, θα μοιάζει
με τα έντομα στην δεξαμενή, τότε που παραπάτησα και έπεσα.
Τα άλογα μοιάζουν πολύ με τα έντομα. Δεν μας φοβούνται, δεν μας
βλέπουν ως θηράματα, θέλουν να έρθουν κοντά μας, να μας αγγίξουν. Έχω
αγγίξει άλογο. Μέχρι πριν μερικές εβδομάδες μόνο είχα δει, σε
απαγορευμένο βίντεο. Μα ένα απόγευμα μετά τη δουλειά πήγαμε με το Γιάννη
και το Στάθη στον Υππέρδρομο και είδα, για πρώτη φορά, άλογα κούρσας
από κοντά. Τρόμαξα. Ήταν τόσο όμορφα. Τρομακτικά όμορφα. Ολόιδια με αυτά
που είχα δει στα απαγορευμένα βίντεο αλλά και απολύτως διαφορετικά. Τα
μάτια τους είχαν μια θλιμμένη ηλεκτρονική λάμψη, τα πόδια τους ήταν
δυνατά σαν κράμμα μετάλλου και ευλύγιστα, οι ράχες τους στιβαρές. Δεν
έμοιαζαν με τίποτε που έχω δει. Στις κούρσες, έτρεχαν αγέρωχα, αδιάφορα
για οτιδήποτε γύρω, άγρια, έβγαζαν ψηφιακούς ήχους. Όταν τελείωνε ο
αγώνας, στην γραμμή του τερματισμού, μέχρι να έρθουν οι άνθρωποι να τα
οδηγήσουν στους στάβλους ανατροφοδότησης, έβγαινε ατμός από τα ρουθούνια
και το στόμα τους, που μύριζε καμένο λάδι. Περισσότερο απ’ όλα με
εντυπωσίασε η θλιμμένη ηλεκτρονική λάμψη στο βλέμμα τους. Από τότε, από
εκείνη την πρώτη μέρα, πήγαινα κάθε μέρα στον Υππέρδρομο. Δεν είπα στους
φίλους μου ότι το μόνο που ήθελα είναι να βλέπω τα άλογα να τρέχουν –
νομίζουν πως πήγαινα για να παίξω, για να ποντάρω.
Έχω αγγίξει άλογο. Συνέβη πριν από τέσσερις μέρες. Ο Γιάννης είχε
πληροφορία. Στην τελευταία κούρσα της ημέρας, θα ντοπάριζαν το
αουτσάιντερ, ένα σαραβαλιασμένο άλογο που έβγαινε πάντα τελευταίο, με
μια νέα ουσία, και θα έβγαινε πρώτο. Αν στοιχηματίζαμε θα κερδίζαμε
πολλά – όπως και ο διευθυντής του Υππέρδρομου, που είχε στήσει την
δουλειά.
Στην γραμμή της εκκίνησης το άλογο που είχαμε ποντάρει ξεχώριζε.
Στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο, δεν ρουθούνιζε καθόλου, δεν κλωτσούσε
την άμμο όπως τα άλλα. Ήταν το πιο βαρύ και κουρασμένο, το πιο
μεγαλόσωμο, το πιο γέρικο. Όταν ακούστηκε το σινιάλο, ξεκίνησε
τελευταίο. Οι φίλοι μου κοιταχτήκαν απογοητευμένοι. Είχαν ποντάρει
πολλά, για να βγάλουν τα χαμένα της χρονιάς. Το άλογο έτρεχε άνευρα,
στραβά, σαν να είχε σκουριασμένα μέλη. Και τότε… δούλεψε η ουσία. Άρχισε
να επιταχύνει, όλο και περισσότερο, τινάχτηκε μπροστά σαν να το χτύπησε
ηλεκτρικό ρεύμα, σαν να γύρισε πίσω ο χρόνος και έγινε καινούργιο.
Προσπέρασε τα δύο άλογα μπροστά του, μετά άλλα δύο που έτρεχαν δίπλα –
δίπλα, ύστερα ένα ακόμη και βρέθηκε τρίτο, πίσω από τα φαβορί. Με τον
ίδιο ρυθμό τα πέρασε και αυτά και χωρίς να κόψει ταχύτητα συνέχισε να
καλπάζει με την ίδια ορμή, την ίδια ένταση, την τόσο κόντρα από την φύση
του, και όλο και μεγάλωνε η απόσταση από τα άλλα άλογα, τα πιο νέα, τα
πιο καλοφτιαγμένα, τα πιο ευκίνητα, και οι φίλοι μου φώναζαν δίπλα μου
ενθουσιασμένοι και η γραμμή του τερματισμού έφτανε όλο και πιο κοντά, η
γραμμή της νίκης όλο και πλησίαζε.
Και τότε, στα 100 μέτρα, ίσως και λιγότερα, πριν από το θρίαμβο, το
άλογό μας, σταμάτησε να κινείται, κοκάλωσε. Έβγαλε μια βαθειά ανάσα,
γύρισε το κεφάλι του μια δεξιά, μια αριστερά, λες και ήθελε πριν πεθάνει
να ρίξει ένα βλέμμα, με τα μάτια του με τη θλιμμένη ηλεκτρονική λάμψη,
στους θεατές, που τώρα γελούσαν μαζί του. Και μετά τίναξε το μπροστινό
δεξί πόδι και κατέρρευσε.
Δεν μπόρεσα να ελέγξω τον εαυτό μου. Με πλημμύρισε η απελπισία. Όχι
για τα χαμένα χρήματα. Για το άλογο. Η σκέψη ότι δηλητηριάστηκε, η
εικόνα να του δίνουν την ουσία που το σκότωσε, η αναρώτηση τι αισθάνθηκε
τις τελευταίες στιγμές πριν την κατάρρευση με έκαναν να χάσω την
ψυχραιμία μου. Πήδηξα τον φράχτη που μας χώριζε από το τερέν, δεν
κατάφερα να συγκρατηθώ, και έτρεξα και αγκάλιασα το σωριασμένο άλλο,
γονάτισα δίπλα του, τύλιξα τα χέρια μου γύρω του, ακούμπησα το μέτωπό
μου στο λαιμό του, που ήταν ακόμη ζεστός και μύριζε λάδι, «συγγνώμη»,
«συγγνώμη» ψιθύρισα, ένα βουητό, ένας βόμβος σαν φτερά εκατομμυρίων
εντόμων ακουγόταν από το εσωτερικό του αλόγου, όλο και πιο αδύναμα,
μέχρι που σταμάτησε, σταμάτησε τελείως, και με ένα οριστικό κλικ τα
μάτια του έκλεισαν και ήρθαν οι άνθρωποι του Υππέρδρομου και με σήκωσαν
και με πήγαν πίσω στην θέση μου, δίπλα στους χλωμούς από την απογοήτευση
φίλους μου. Έτσι άγγιξα και εγώ, πρώτη φορά, άλογο.
Δεν θα πάω ποτέ ξανά στον Υππέρδρομο. Και ζήτησα να μου αλλάξουν
πόστο, να μην δουλεύω στο ίδιο θερμοκήπιο με τους φίλους μου. Την
επόμενη μέρα από το θάνατο του αλόγου είπαν σε όλους στη δουλειά τι
συνέβη, τι έκανα, γελούσαν και έλεγαν «τι σε έπιασε ρε; Πως έκανες έτσι
για ένα ρομπότ;».
πρώτη δημοσίεση έγινε εδώ