Sunday, August 28, 2016

Η συγγραφέας Ελένη Γκίκα διαβάζει την Πλατεία Μεσολογγίου, στο Εθνός

Η «Πλατεία Μεσολογγίου», του Βαγγέλη Προβιά

Άνθρωποι που κλαίνε, γελούν, ερωτεύονται, ελπίζουν, απελπίζονται, βγαίνουν στο μικρό μπαλκόνι και κοιτούν την πλατεία που είναι οι άλλοι, κουβαλώντας μιαν εγγενή μοναξιά και ενίοτε επίκτητη, σε εποχές δύσκολες, όπως είναι η δική μας αλλά όπως δύσκολες μπορεί να είναι για τον καθένα μας κάποιες εποχές, αποτελούν στο καινούργιο βιβλίο του Βαγγέλη Προβιά ένα παλίμψηστο καθημερινών ανθρώπων.

Παρ’ ότι μόλις στο δεύτερό του βιβλίο, έχουν προηγηθεί «Τα μαύρα παπούτσια της παρέλασης» που κυκλοφόρησαν επίσης από τις εκδόσεις «Ολκός», ο Βαγγέλης Προβιάς ήδη με ύφος και ατμόσφαιρα αναγνωρίσιμη περιγράφει αυτό που μας περιβάλει και είναι οι άλλοι, είναι η προσωπική πλατεία του καθενός: βαθιά ανθρώπινα, με σπαραγμό και ειλικρίνεια, με απλότητα και καθαρότητα, με ενσυναίσθηση και κάποια μελαγχολία, με χιούμορ πικρό και στοργή για τ’ ανθρώπινα. Οι ιστορίες των ανθρώπων που δεν έχουν γεννηθεί πρωταγωνιστές στη ζωή είναι οι πρωταγωνιστές σ’ αυτό εδώ το πραγματικά «σπλαχνικό βιβλίο».

Η πλατεία απέναντι

«Αναρωτιέται: Οι αυτάρεσκοι, άψογοι νέοι άντρες και γυναίκες που περνούν τώρα μπροστά του, υποψιάζονται πόσο μικρή διάρκεια, πόσο σύντομη και φευγαλέα είναι η ισχυρή, αξιοθαύμαστη ακμή τους;» Ο αφηγητής, ενίοτε παρατηρητής και άλλοτε πρωταγωνιστής των 15 ιστοριών μιλά και σκέφτεται, βλέπει κι αισθάνεται, στοχάζεται και αγωνιά με φόντο μια πλατεία: πραγματική, κοινή, πέρα και πάνω από χώρο και χρόνο, και για τούτο αινιγματική και συμβολική όπως μας λέει ο συγγραφέας, μια πλατεία που είναι η θέα του, είναι το άνοιγμα στο κόσμο και οι άλλοι. Είναι η ζωή πέρα κι έξω από τη μοναξιά του, είναι η ερημιά και η παρηγοριά του, είναι η μόνιμη  ελπίδα και η ανασφάλεια. Είναι το δικό του προσωπικό τακτοποιημένο ή ατακτοποίητο «χάος». Το σύμπαν του.

Το φευγαλέο κοινό χαρακτηριστικό της πλατείας και της ζωής του. Εκείνο το «τόσο όσο» της συγκίνησης και της γειτνίασης, της παρηγορίας του και της συνύπαρξης με τις ζωές των άλλων. Στην ομότιτλη ιστορία του «Πλατεία Μεσολογγίου» πλάνα ζωής καθημερινής, μικρά αλλά ωστόσο ολοκληρωμένα και χαρακτηριστικά πορτρέτα ανθρώπων. Σε αδιέξοδο, με μοναξιά, σε κίνηση ή σε ακινησία. Ένας κόσμος που απλώνεται όσο παίρνει το μάτι κι όσο τον παίρνει η ζωή. Αλλά ωστόσο σ’ αυτόν τον μικρόκοσμο, εν συντομία, όλη η ανθρώπινη τραγωδία: η απώλεια και η μοναξιά, ο θάνατος και ο έρωτας, η διάψευση και η ματαίωση, η εγκατάλειψη και οι βραχυκυκλωμένες σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, παιδιά μόνα, γονείς στο έλεος, με την μπαλάντα ωστόσο του σουπερμάρκετ και των περαστικών να σκεπάζει κάθε πλατεία σαν στοργικό πάπλωμα. Διότι η ποίηση της καθημερινότητας και ο θεός των μικρών πραγμάτων ενίοτε αρκεί, είναι μαγικός, παρηγορητικός, ιαματικός.


Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας, εκών άκων. Ακόμα κι όταν εμφανίζεται απόλυτα ανατρεπτικός (Αυτό δεν είναι λαβ στόρυ), απεγνωσμένος (Η θάλασσα της Σιρίας), απελπισμένος (Οι σάπιοι άνθρωποι), στους πέντε δρόμους (κόκκινες μπάλες και κίτρινα σφηνάκια), ανεπανόρθωτα απαρηγόρητος (Η μέθοδος των τριών), «Το καπάκι» θα έχει πάντοτε κι άλλη όψη, η ζωή είναι απρόσμενη, «Το φορτίο» πάντοτε εναποτίθεται, «Το αγόρι που είμαστε όλοι» το αναλαμβάνει η ζωή.

Σκληρός και τρυφερός συνάμα, ρεαλιστής ωστόσο πάντα ποιητικός, ένα αγόρι που γελάει και κλαίει και ώρες ώρες στα δύσκολα θυμίζει Σουρούνη, ένα είναι σίγουρο, ο Βαγγέλης Προβιάς αγαπά τους ήρωές του, τους κοιτά σε βάθος, τους κατανοεί, τους πονά. Για τούτο και επιτρέπει το ανεπαίσθητο θαύμα να αποδεικνύει στα δύσκολα συναπαντήματα της ζωής ότι τουλάχιστον ο καθένας τους δεν διαθέτει μια απολύτως υποθηκευμένη ζωή.

Συναισθήματα και εικόνες, σκέψεις, ελάχιστες λέξεις, αποδεικνύουν ότι η αληθινή ζωή και οι ζωντανοί ήρωες στήνονται με απλά υλικά. Στη μοναξιά και στη σιωπή, σε μια μισογεμάτη ή άδεια πλατεία η ιστορία ανασαίνει και το καλό ανατέλλει εκεί όπου το κακό ξεψυχά: στην επίγνωση. Και παρ’ ό,τι στο δεύτερο βιβλίο του ο Βαγγέλης Προβιάς όλ’ αυτά τα διαθέτει. «Χαθήκαμε στη δυνατή αλήθεια, πως από τα ίδια συστατικά φτιαχνόμαστε όλοι οι άνθρωποι, από τα ίδια, ακριβώς τα ίδια, υλικά γινόμαστε τόσο διαφορετικοί» [μικρό αντίδωρο για το τέλος από «Το αγόρι που είμαστε όλοι»]. Ο ήλιος βγαίνει για όλους στην «Πλατεία Μεσολογγίου» ακριβώς όπως και στη ζωή.

link here