Την γιαγιά του δεν την αγαπούσε πολύ. Προτιμούσε τον παππού, που ήταν τρυφερός αγριάνθρωπος, γελαστός, χωρατατζής. Που τον γαργαλούσε και του έδινε να πιει, κρυφά, τσίπουρο και ξεκαρδιζόταν στα γέλια με την έκφραση που έπαιρνε ο μικρός από το βαρύ οινόπνευμα.
Μα εκείνη, η γιαγιά, ήταν λιγομίλητη, όταν δεν ήταν πεισματάρικα σιωπηλή, και, λες και έκανε την αντίθεση με τον παππού, ευσυγκίνητη - κλαψιάρα την έλεγε αυτός. Ακόμη και στις γιορτές, στα Χριστούγεννα, το Πάσχα, δάκρυζε εκεί που θα ήταν πιο σωστό να γελά και να κάνει χαρές – στις ανταλλαγές δώρων, στα μωρά που έλεγαν κάτι αστείο, στα φιλιά για ευχές, στα τραγούδίσματα και στους χορούς.
Ο παππούς. Η γιαγιά. Ο ίδιος. Χωρίς αυτούς, πολλά χρόνια τώρα. Τους είχε ξεχασμένους για πολύ καιρό μετά που πέθαναν, με το ζόρι πήγε στις κηδείες τους – τι θα κάνουμε τώρα, γλυκανάλατες Αμερικανιές; οι νεκροί με τους νεκρούς -, πρώτα ο πάππος, στον ύπνο του, ήσυχα, μετά η γιαγιά, ένα χρόνο μετά. Δεν είχε χρόνο, δεν είχε ανοιχτή ψυχή να τις κλάψει τις αναχωρήσεις τους. Έρωτες, δουλειές, φιλοδοξίες να κυνηγηθούν, να καταδιωχθούν, να τον καταδιώξουν. Ο πλατύς μα ρηχός θόρυβος της ζωής που σκεπάζει την βαθιά ησυχία, τη σιωπή της.
Μα στάθηκε τυχερός. Τον χτύπησαν απώλειες. Η μάνα, ένας φίλος, μια τρυφερή, δυνατή αγάπη που ενοποίησε το σώμα του και ύστερα το έσπασε. Χρειάστηκε να σταθεί, να κλείσει τα αυτιά του στον θόρυβο για να μπορέσει να από-τραυματίσει τον εαυτό του. Και στην στάση αυτή, κατάλαβε, ευτυχώς, την ακινησία της ζωής. Την ησυχία της.
Ένα απόγευμα, Χριστούγεννα σε λίγες μέρες, έψαχνε, για να πετάξει, τα χαρτιά της μητέρας του στο γραφείο της. Σε ένα μικρό συρτάρι, προσωπικές σημειώσεις, κάρτες και φωτογραφίες, αντικλείδια, Κύριος οίδε από πού. Βρήκε μια μεγάλη, διπλή σελίδα αλληλογραφίας. Πυκνογραμμένη. Με χειρόγραφα γράμματα, μικρά, θλιμμένα, κλαψιάρικα. Που έμοιαζαν σαν να ήταν γραμμένα έτσι που να μην υπάρχει κανένας κίνδυνος να πιάσουν, στο χαρτί, περισσότερο χώρο από αυτόν που τους ήταν απολύτως αναγκαίος για να συνυπάρχουν με τα υπόλοιπα γράμματα και να σχηματίζουν λέξεις. Έτσι του φάνηκαν.
Στην σελίδα ήταν ιστορημένη από την γιαγιά, με τραχύτητα και λακωνικότητα, η τριετία όπου ο παππούς ήταν εξαφανισμένος, στα χρόνια του πολέμου. Αυτός διάβαζε και χωρίς να το καταλάβει γονάτισε και ύστερα κάθισε στο πάτωμα. Τρία χρόνια εξαφανισμένος. Τρία Χριστούγεννα. Τρία καλοκαίρια. Τρεις χειμώνες. Τρεις Αναστάσεις. …τρία Χριστούγεννα. Τρία Χριστούγεννα. Που η γιαγιά δεν είχε ιδέα αν ο άντρας της ζούσε, το που βρισκόταν, αν θα γυρίσει. Ζούσε μόνο με μερικά καλά μαντάτα, αβέβαια και ανάξια εμπιστοσύνης, από πρώην αιχμαλώτους και σακατεμένους, ζούσε για να αναζητά και να προσεύχεται για μια επιστροφή που όσο περνούσε ο καιρό γινόταν όλο και πιο απίθανη, ζούσε μόνη, και κρατούσε αυτήν την μοναξιά και την αδειοσύνη μέσα της και στην ζωή της επίτηδες μοναχική και άδεια. Για να περιμένει. Για να περιμένει.
Και να. Η επιστροφή συνέβη. Το άδειο γέμισε από το καλλίτερο που μπορούσε να γεμίσει. Τα μαντάτα έγιναν ο παππούς που γύρισε. Μα από τότε η γιαγιά δεν μπορούσε να μην κλαίει στις χαρές. Στα κάλαντα στα Χριστούγεννα. Στους χορούς και στα τραγούδια.
Καθισμένος στο πάτωμα στο γραφείο της μητέρας του, ένοιωσε ένα πικρό δάκρυ να κυλά και να πέφτει στο χέρι του με τις γκρίζες τριχίτσες. Και μετά ένα ακόμα. Και ένα τρίτο. «Γιαγιά» είπε. «Μαμά». «Παππού». «Πατέρα». …δίπλωσε την κιτρινισμένη σελίδα, σηκώθηκε, άναψε το φως. «Δημήτρη». Και έβγαλε το τηλέφωνό του από την τσέπη, μετά από τόσους μήνες, σχεδόν χρόνο, να τηλεφωνήσει.