(ένα από τα σημεία κλειδιά του Φύλακα στην Σίκαλη, στο κεφάλαιο 24)
Ο κύριος Αντολίνι άναψε και άλλο τσιγάρο. Κάπνιζε σαν μανιακός. Μετά είπε, “Αλήθεια, δεν ξέρω τι στο διάολο να σου πω Χόλντεν.”
“Το ξέρω. Είναι πολύ δύσκολο να μου μιλήσει κανείς. Το γνωρίζω.”
“Έχω την αίσθηση πως έχεις πάρει φόρα για μια φρικτή, φρικτή κατάρρευση. Αλλά, ειλικρινά, δεν ξέρω τι… Ακούς;”
“Ναι.”
Καταλάβαινες ότι προσπαθούσε να συγκεντρωθεί, και έτσι.
“Μπορεί να είναι μια κατάρρευση όπου, στα τριάντα σου, θα είσαι σε κάποιο μπαρ και θα μισείς όποιον μπει και δείχνει σαν να ήταν αθλητής στο Πανεπιστήμιο. Ή και πάλι, μπορεί να έχεις αρκετή μόρφωση ώστε να μισείς εκείνους που λένε “υπέρ του δέοντος”. Ή μπορεί να καταλήξεις σε κανένα γραφείο και να πετάς για πλάκα συνδετήρες στην διπλανή γραμματέα. Δεν ξέρω. Αλλά με πιάνεις που το πάω, έστω και λίγο;”
“Μάλιστα κύριε”, είπα. Και όντως τον έπιανα.
……..
“Καλά. Πρόσεξέ με τώρα για ένα λεπτό… Ίσως να μην το εκφράσω ότι θέλω να πω τόσο δυνατά όσο θα ήθελα, αλλά θα σου γράψω ένα γράμμα για αυτό σε καναδύο μέρες. Και τότε θα το καταλάβεις εντελώς. Αλλά παρόλα αυτά, άκου με τώρα.” Φάνηκε να συγκεντρώνεται πάλι. Ύστερα είπε “Αυτή η κατάρρευση που νομίζω πως οδεύεις - είναι μια πολύ παράξενη, φρικτή πτώση. Αυτός που καταρρέει δεν έχει την δυνατότητα να νιώσει ή να ακούσει τον ίδιο του τον εαυτό να πιάνει πάτο. Μόνο καταρρέει και καταρρέει. Και η παγίδα αυτή είναι φτιαγμένη για τους ανθρώπους που, σε κάποια φάση της ζωής τους, αναζητούσαν κάτι το οποίο ο περίγυρός τους δεν μπορούσε να τους το προσφέρει. Ή που εκείνοι νόμιζαν πως ο περίγυρός τους δεν μπορεί να τους το προσφέρει. Και έτσι, σταμάτησαν να το αναζητούν. Εγκατέλειψαν την αναζήτηση πριν καλά καλά αρχίσουν να το ψάχνουν. Με πιάνεις;”
“Μάλιστα κύριε.”
“Σίγουρα;”
“Ναι.”
Σηκώθηκε και έβαλε και άλλο ποτό στο ποτήρι του. Ύστερα κάθησε πάλι. Δεν έλεγε τίποτε για αρκετή ώρα.
“Δεν θέλω να σε φρικάρω” είπε, “αλλά μπορώ να σε δω να πεθαίνεις εξαιτίας κάποιας ευγενικής πρόθεσης, με οποιοδήποτε τρόπο, για έναν πάρα πολύ ανάξιο σκοπό.” Με κοίταξε παράξενα. “Αν σου γράψω κάτι, θα το διαβάσεις με προσοχή; Θα το κρατήσεις;"
“Ναι. Βέβαια,” είπα. Και το κράτησα. Ακόμα το έχω το χαρτί που μου έδωσε τότε.
Πήγε στο γραφείο του στην άλλη άκρη του δωματίου και χωρίς να καθήσει έγραψε κάτι σε ένα φύλλο. Μετά ήρθε κοντά μου πάλι και κάθησε με το χαρτί στο χέρι. “Το παράξενο είναι πως αυτό δεν το έγραψε ένας επαγγελματίας ποιητής. Το έγραψε ένας ψυχαναλυτής που τον λένε Βίλχεμ Στέκελ. Άκου τι - με προσέχεις ακόμη;”
“Ναι, βέβαια σας προσέχω.”
“Άκου τι είπε: “Είναι σημάδι του ανώριμου άνθρωπου να θέλει να δώσει την ζωή του για έναν ευγενικό σκοπό, μα σημάδι του ώριμου ανθρώπου είναι να θέλει να ζήσει ταπεινά για έναν ευγενικό σκοπό.”
Έγειρε προς το μέρος μου και μου έδωσε το χαρτί.
………
“Πιστεύω πως πολύ σύντομα” είπε, “θα πρέπει να ανακαλύψεις που θέλεις να πας. Και μετά να αρχίσεις να πηγαίνεις. Αλλά αμέσως. Δεν έχεις το περιθώριο να χάσεις ούτε ένα λεπτό. Εσύ ειδικά.”
Κούνησα το κεφάλι μου, γιατί με κοιτούσε στα μάτια και έτσι, αλλά δεν είχα καταλάβει πολύ καλά τι εννοούσε. Είχα καταλάβει αρκετά, αλλά δεν ήμουν πολύ σίγουρος τότε. Ήμουν και διαολεμένα κουρασμένος.
“Και δεν μου αρέσει που στο λέω” είπε, “αλλά πιστεύω πως αφού καταλάβεις που θέλεις να πας, η πρώτη σου κίνηση θα πρέπει να είναι να επιστρέψεις πάλι στο σχολείο. Πρέπει να το κάνεις. Είσαι μαθητής, είτε σου αρέσει είτε όχι. Είσαι ερωτευμένος με την γνώση. Και πιστεύω πως όταν θα μάθεις να αγνοείς όλους τους καθηγητές Βάηνς και τα μαθήματά τους όπως η Προφορική Έκθεση -”
¨Καθηγητής Βίνσον” είπα. Ήθελε να πει όλους τους καθηγητές Βίνσονς, όχι Βάηνς. Δεν έπρεπε να τον διακόψω όμως.
“Εντάξει - τους καθηγητές Βίνσονς. Όταν θα μάθεις να αγνοείς όλους τους καθηγητές Βίνσονς, θα αρχίσεις να πλησιάζεις όλο και περισσότερο - αν θέλεις, εννοείται, και αν το αναζητάς και το προσδοκάς - στο είδος της γνώσης που θα είναι εξαιρετικά πολύτιμη για την ψυχή σου, αγαπημένη, κοντά της. Και μεταξύ άλλων θα διαπιστώσεις πως δεν είσαι ο πρώτος που η ανθρώπινη συμπεριφορά τού προκάλεσε σύγχιση, τρόμο, ακόμα και τον αρρώστησε. Θα σε συγκινήσει και θα σε εμπνεύσει όταν μάθεις ότι δεν είσαι καθόλου ο μοναδικός που του συνέβη αυτό. Πάρα πολλοί άνθρωποι υπήρξαν τόσο ταραγμένοι ηθικά αλλά και πνευματικά όπως είσαι εσύ τώρα. Ευτυχώς, μερικοί από αυτούς κατέγραψαν τα βάσανά τους. Θα μάθεις από αυτούς - αν το θέλεις. Όπως με τον ίδιο τρόπο, μια μέρα, κάποιος θα μάθει από εσένα, εάν θα έχεις κάτι να προσφέρεις και εσύ. Είναι μια πανέμορφη διαδικασία ανταπόδωσης. Και δεν είναι η παιδεία. Είναι η ιστορία. Είναι η ποίηση.”
Σταμάτησε και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ποτήρι του. Και μετά άρχισε πάλι. Μεγάλε, είχε παθιαστεί ο τύπος. Ευτυχώς που δεν προσπάθησα να τον σταματήσω ή τίποτα. “Δεν θέλω να σου πω”, είπε “πως μόνο οι μορφωμένοι, οι σπουδαγμένοι άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν κάτι σημαντικό και άξιο στον κόσμο. Δεν είναι έτσι. Αλλά αυτό που λέω είναι πως οι μορφωμένοι και σπουδαγμένοι άνθρωποι, εάν είναι έξυπνοι και δημιουργικοί από τη φύση τους, - που δυστυχώς συμβαίνει πολύ σπάνια - συνήθως αφήνουν πίσω τους ανυπολόγιστα πιο πολύτιμες καταγραφές από τους ανθρώπους που είναι απλώς έξυπνοι και δημιουργικοί. Έχουν την ικανότητα να εκφράζονται πιο ξεκάθαρα και κατανοητά, και συνήθως είναι παθιασμένοι να φτάνουν τη ροή των σκέψεών τους μέχρι το τέλος. Και - το πιο σημαντικό - εννιά φορές στις δέκα έχουν μεγαλύτερη ταπεινότητα από έναν καλλιεργημένο στοχαστή που δεν είναι σπουδαγμένος. Με πιάνεις καθόλου;”
“Μάλιστα, κύριε.”
……
“Κάτι ακόμη που θα σου προσφέρει η ακαδημαϊκή μόρφωση. Εάν της αφιερωθείς για μεγάλο διάστημα, θα αρχίσει να σου δίνει μια ιδέα για το είδος του μυαλού σου. Τι του ταιριάζει και, ίσως, τι δεν του πάει. Μετά από λίγο, θα έχεις μια αίσθηση για το είδος των σκέψεων με τις οποίες το δικό σου, συγκεκριμένο μυαλό πρέπει να ντύνεται. Και αν μη τι άλλο, ίσως να σου γλυτώσει απίστευτο χρόνο που θα σπαταλούσες να δοκιμάζεις ιδέες που δεν σου πάνε, που δεν σου ταιριάζουν. Θα αρχίσεις να μαθαίνεις το πραγματικό σου μέγεθος, και με βάση αυτό θα ντύνεις το μυαλό σου.”
Τότε, ξαφνικά, χασμουρήθηκα. Τι αγενής μπάσταρδος, αλλά δεν μπόρεσα να κρατηθώ!
Όμως ο κύριος Αντολίνι γέλασε, μόνο. “Άντε”, είπε, και σηκώθηκε. “Να σου στρώσουμε τον καναπέ.
No comments:
Post a Comment