Την επόμενη της Κυριακής των Βαΐων ο Ιησούς ξύπνησε πολύ νωρίς, πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος. Όλο το βράδυ είχε στα αυτιά του την φασαρία της υποδοχής που του έκαναν στην Ιερουσαλήμ. Ήξερε ότι αυτή ήταν η τελευταία ένδειξη αγάπης από τον λαό, και ότι η βδομάδα που μόλις είχε αρχίσει θα έφερνε προδοσία, αμφιβολία, πόνο, αλλά και ανάσταση και ελπίδα.
Λίγα λεπτά μετά άκουσε κουβέντες από το στάβλο που ήταν στην άλλη πλευρά του χαμόσπιτου που είχε περάσει την νύχτα. Πιο πολύ από περιέργεια σηκώθηκε και πήγε προς τα εκεί. Κοίταξε από την πόρτα και με αυτό που είδε κοντοστάθηκε.
Να σου ο Ιούδας που κρατούσε ένα κουβά με νερό και έδινε να πιει στο πουλαράκι που κουβάλαγε στην πλάτη του τον Ιησού κατά την είσοδο στα Ιεροσόλυμα. Εκείνο ρουθούνιζε ευχαριστημένο. Ο Ιούδας του μιλούσε χαϊδευτικά λόγια. Ήταν καλός ο Ιούδας, από όλους τους μαθητές ήταν εκείνος που φρόντιζε περισσότερο τα ζώα που είχαν κατά καιρούς μαζί τους.
Η μέρα ξημέρωνε γλυκά. Και περισσότερη γλύκα ένοιωσε ο Ιησούς στην ψυχή του βλέποντας τον άνθρωπο και το ζώο να συνομιλούν.
Δάσκαλε, ξύπνησες; είπε ξαφνικά ο Ιούδας γυρίζοντας προς τον μέρος του Ιησού.
Εκείνος δεν απήντησε, μόνο χαμογέλασε.
…ήρθα να βάλω λίγο φαγητό και νερό στα ζώα…χασμουρήθηκε χαμογελαστά ο Ιούδας.
Ο γάιδαρος μόλις πλησίασε ο Ιησούς άρχισε να χλιμιντρίζει χαρούμενα σαν να τον αναγνώρισε. Ο Ιούδας του χάιδεψε το μουσούδι και κοιτούσε επίμονα το πρόσωπο του Ιησού που ακόμα δεν έλεγε λέξη… Μόνο κοιτούσε γλυκά και λυπημένα το χέρι του Ιούδα που χάιδευε τρυφερά το ζώο.
Ο Ιησούς έσκυψε και φίλησε το μαθητή του. Καλημέρα. Δόξα τω θεώ! Ύστερα γύρισε την πλάτη και βγήκε από το στάβλο. Πίσω του ο Ιούδας έμεινε να κρατά τα φύλλα που είχε βγάλει από τα μαλλιά του δασκάλου του.
Έτσι ξημέρωσε η Μεγάλη Δευτέρα στην Γαλιλαία.
Λίγο αργότερα ο Ιησούς με τους μαθητές μπήκαν στα τείχη της Ιερουσαλήμ και πήγαν στο ναό του Σολόμωντα για να προσκυνήσουν. Εκεί ο Ιησούς θυμήθηκε την προηγούμενη φορά που είχε έρθει στο μεγάλο ναό, τότε που μπαίνοντας στον περίβολο του είδε το παζάρι που είχαν στήσει οι έμποροι των ζώων για τις θυσίες και οι «κερματιστές», αυτοί δηλαδή που αντάλλασσαν τα ξένα νομίσματα με Ιουδαϊκά.
Είχε γίνει έξαλλος με εκείνη την εικόνα. Πήρε μερικά σχοινιά και εκτός εαυτού άρχισε να κοπανά τους εμπόρους και τα ζώα τους, που όπου φύγει φύγει, και να κλωτσά τους πάγκους τους.
«Μαγαζί τον καταντήσατε τον ναό του πατέρα μου, μαγαζί» φώναζε! «μαγαζί!»
Την ίδια στιγμή δίνει και εντολή σαν νοικοκύρης που μιλά για το σπιτικό του: «Ο οίκος του Πατρός μου και του Υιού του από δω και μπρος θα είναι μόνο οίκος προσευχής και λατρείας, όχι τόπος να κάνουν τις δουλειές τους ληστές και υπηρέτες του κέρδους».
Αυτό το περιστατικό είναι η πρώτη φορά που ο γραφικός μέχρι τότε Ιησούς τραβά την προσοχή εκείνων που τελικά θα τον οδηγήσουν στον σταυρό. Μέχρι τότε τον αντιμετώπιζαν λίγο σαν έναν από τους χιλιάδες σαλεμένους που εκείνες τις εποχές περιφέρονταν στην έρημο και μιλούσαν για ότι τους κατέβει. Είχαν ακο'υσει για αυτόν, είχαν μάθει τις φήμες ότι τάχα κάνει θαύματα αλλά δεν είχαν δώσει σημασία.
Αλλά αυτός ο συγκεκριμένος σαλεμένος κάνει φασαρία στο θρησκευτικό κέντρο της Ιουδαίας. Και από κείνη την στιγμή αρχίζουν να τον παρακολουθούν πιο στενά – ειδικά όταν τον ακούν να μιλά για το ναό του πατέρα ΤΟΥ…
Βλέπει σε μία γωνιά του δρόμου μία μεγάλη φουντωτή συκιά με πλούσιο φύλλωμα. Βλέποντας όμως ότι δεν έχει ούτε ένα σύκο στα κλαδιά της, παίρνει την ευκαιρία και δίνει ένα μάθημα στους μαθητές. «την βλέπετε αυτήν εδώ την συκιά; δεν έχει ούτε ένα καρπό… τέτοια δέντρα, που δεν προσφέρουν τον καρπό για τον οποίο φτιάχτηκαν καλύτερα να τα κόψεις και να τα κάνεις καυσόξυλα.»
Και ξεραίνει την συκιά… όχι εκδικητικά, όχι κακότροπα, όχι γιατί δεν τους έδωσε σύκα να φάνε… αλλά για να πει με παραστατικό τρόπο ότι στον νέο κόσμο που γεννιέται οι καρποί είναι που έχουν σημασία, όχι το φύλλα… οι πράξεις μετράνε, η αγάπη, όχι τα φορέματα.
(για τους άγνωστους φίλους: την Mirandolina, τον Αμβρόσιο και τo Θείο Τραγί το πολυαγαπημένο)
No comments:
Post a Comment