Thursday, May 26, 2011

(πολύ) ετεροχρονισμένη (λίγο) χριστουγεννιάτικη ιστορία

Ο Ανδρέας, γελαστός και χαρούμενος 12χρονος, με τσουλούφι, κόκκινα μάγουλα και πράσινα μάτια, είναι πάνω από 8 ώρες στους δρόμους και λέει Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Από νωρίς το πρωί έχει βγει. Τώρα κοντεύει 4 και μισή. Καθισμένος σε ένα παγκάκι του πάρκου όχι μακριά από το σπίτι του, σκέφτεται ότι είναι ώρα να μαζευτεί – θέλει βέβαια πολύ να συνεχίσει, αλλά δεν γίνεται. Σε λίγο θα αρχίσει να νυχτώνει και η μαμά του δεν θέλει να κυκλοφορεί μόνος του την νύχτα! Αλλά, το κυριότερο, όλοι όσοι ρωτά «να τα πούμε» του απαντάνε «μας τα είπαν άλλοι, πολλές φορές!!». Έχει σχεδόν μισή ώρα να πάρει έστω και ένα ευρώ. Δεν έχει νόημα να συνεχίσει.

Δεν έχει παράπονο κανένα όμως. Όλη μέρα μάζεψε πολλά χρήματα, πολλά περισσότερα από όσα υπολόγιζε! Η Αθήνα περνά κρίση, αλλά του Ανδρέα δεν του φάνηκε: φέτος μάζεψε τόσα όσα και πέρυσι. Καθισμένος στο παγκάκι μετρά τώρα τα κέρματα, προσεκτικά… 36, 37, 38, 40, 42, 44... Στην διάρκεια της μέρας είχε μαζέψει αλλά τρία 60άρια, που πεταγόταν στο σπίτι του και τα άφηνε για να μην κουβαλά πολλά χρήματα πάνω του. Οπότε, το σύνολο ήταν 180 συν 44, 224 ευρώ!

Η «επιτυχία» του Ανδρέα δεν ήταν τυχαία. Είχε προετοιμαστεί πολύ για την εξόρμησή του φέτος. Είχε ψάξει στο Youtube και είχε βρει παραδοσιακά βυζαντινά κάλαντα, τα είχε μάθει καλά και αντί για τα γνωστά «καλήν εσπέραν άρχοντες και αν εί... και αν είναι ορισμός σας…» έλεγε αυτά:

Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε,
τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Έρουρεμ, έρουρεμ
έρου έρου έρουρεμ, Χαίρε Δέσποινα!

Δεν το είχε κάνει από αγάπη για την παράδοση, όχι. Απλά ήξερε ότι τα παραδοσιακά κάλαντα θα συγκινούσαν περισσότερο τους ανθρώπους στην γειτονιά του, πολλοί από τους οποίους είχαν καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, και έτσι θα του έδιναν κάτι παραπάνω.

Τα χρειαζόταν τα χρήματα, όχι για τον εαυτό του…για το σπίτι! Δύσκολη ήταν η χρονιά που έφευγε, πολύ δύσκολη. Ο πατέρας του ήταν ήδη τρεις μήνες απολυμένος και από τότε δεν είχε κάνει ούτε ένα interview, έστω, για δουλειά. Η μαμά του δούλευε στο υπουργείο Οικονομίας και της είχαν μειώσει τον μισθό πολύ. Ο αδελφός του Ανδρέα, σπούδαζε στην Πάτρα, δεύτερο έτος, είχε αρκετά έξοδα, προσπαθούσε να βρει κάποια δουλειά του ποδαριού να αλαφρύνει λίγο τους δικούς του αλλά όλοι οι συμφοιτητές του το ίδιο ψάχνανε και έτσι… αποτέλεσμα μηδέν. Τα λεφτά στο σπίτι είχαν μειωθεί, όχι όμως και οι υποχρεώσεις, άρα έπρεπε να κοπούν τα «περιττά».

Μία Κυριακή, την τελευταία φορά που ο αδελφός του ο Γιώργος είχε έλθει από την Πάτρα, μαζεύτηκαν όλοι και συζήτησαν. «Ότι ανεβαίνει, κατεβαίνει» ήταν η φράση που είπε ο πατέρας του. «Θα πιεστούμε, θα στερηθούμε κάποια πράγματα που τα είχαμε συνηθίσει, θα αντεπεξέλθουμε. Να μην χάσουμε το κέφι μας όμως, αυτό είναι το βασικό». Και πραγματικά, τα κατάφεραν και δεν το έχασαν. Εντάξει, ο Ανδρέας δεν ξέρει τι γίνεται στο σπίτι όταν πάει σχολείο, και είναι μικρός για να φανταστεί τι νιώθει ο πατέρας του, πάντως η αλήθεια είναι ότι η οικονομία που κάνουν δεν έγινε μιζέρια και γκρίνια.

Παρόλα αυτά το να μην προσφέρει στο σπίτι τα χρήματα από τα κάλαντα ούτε που πέρασε από το μυαλό του μικρού. Υπέθετε βέβαια ότι οι γονείς του θα έλεγαν όχι – όμως και για αυτό είχε σχεδιάσει λύση. Θα τους καθησύχαζε με το να κρατήσει τα 50 ευρώ, που θα του έφταναν για να πάρει ένα ωραίο δώρο, για τον εαυτό του και τα υπόλοιπα θα τα έβαζε για να πληρωθεί κάτι για το σπίτι. Αν επέμεναν θα πήγαινε κρυφά να πληρώσει την ΔΕΗ, ήξερε πως γίνεται. Ο λογαριασμός που έληγε στις 27 Δεκεμβρίου ήταν 183 ευρώ!

Έβαλε τα χρήματα στην τσέπη του και πήρε χαρούμενος το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Σε 10 λεπτά χτυπούσε την πόρτα. Η μαμά του μαγείρευε κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο και κέικ. Άφησε τα χρήματα σε ένα κουτί στην συρταριέρα στο χωλ, μαζί με τα άλλα που είχε φέρει προηγουμένως και πήγε να βοηθήσει στο μαγείρεμα.

… … … … … … … … … … … … … …

Την ίδια περίπου ώρα που ο Ανδρέας γύριζε στο σπίτι ο πατέρας του, Παναγιώτης, από αυτόν είχε πάρει τα ανοιχτά χρώματα ο μικρός, αλλά και την ιδιοσυγκρασία, βρισκόταν σε ένα άλλο Αθηναϊκό προάστιο και προσπαθούσε να μην εκνευριστεί. Επέστρεφε από μία συνάντηση στο γραφείο ενός «φίλου φίλου» που ίσως είχε να του προτείνει μία δουλειά («μαλάκας μου φάνηκε ο τύπος, αεριτζής, δεν θέλω να μπλέξω, να δεις, ούτε που θα με πάρει τηλέφωνο» θα έλεγε αργότερα στην γυναίκα του) και είχαν απεργία οι συγκοινωνίες. Για ταξί ούτε λόγος, χαμός γινόταν στους δρόμους, έτσι έπρεπε να περπατήσει σχεδόν μιάμιση ώρα για να φτάσει στο σπίτι του. Βρισκόταν σε μία γειτονιά του Αγίου Δημητρίου, κοντά στην Λεωφόρο Βουλιαγμένης, με μονοκατοικίες και 3όροφες πολυκατοικίες, με μικρούς κήπους και ελιές στα πεζοδρόμια. Την ήξερε την περιοχή αρκετά καλά, του ήταν σχετικά ευχάριστο να περπατά εκεί, ευτυχώς γιατί είχε αρκετό δρόμο μπροστά μέχρι να φτάσει στο Παλαιό Φάληρο.

Καθώς έστριβε σε μία γωνία και έμπαινε σε ένα ήσυχο δρομάκι, βρέθηκε μπροστά σε μία ωραία σκηνή και στάθηκε. 2 παιδιά, στην ηλικία του μικρού του γιου, μοιράζονταν τις εισπράξεις τους από τα κάλαντα. Ήταν χαρούμενα, είχαν μαζέψει πολλά. Το μεγαλύτερο σε ηλικία (ή απλά ψηλότερο) παιδί μέτρησε 150 ευρώ και τα έδωσε στο άλλο το οποίο τα έβαλε σε μία σχολική τσάντα που την πέρασε στην πλάτη του. Ο Παναγιώτης δεν κουνήθηκε. Τα παιδιά, μάλλον δεν τον είχαν δει, χαιρετήθηκαν, ο «μεγάλος» μπήκε στην πολυκατοικία στην είσοδο της οποίας κάνανε την μοιρασιά και «μικρός» άρχισε να περπατά προς τα εκεί που στεκόταν και τους παρατηρούσε ο Παναγιώτης. Λίγο πριν τον φτάσει, κοντοστάθηκε, έτρεξε λίγο πίσω, σαν να είχε ξεχάσει να πει κάτι στο φίλο του που είχε μπει ήδη στην πολυκατοικία, άλλαξε γνώμη, όμως, και ξαναγύρισε. Σε απόσταση 2 μέτρων από κει που στεκόταν ο Παναγιώτης σταμάτησε και με την πλάτη σε αυτόν έσκυψε να δέσει το κορδόνι του.

… … … … … …

Ο Παναγιώτης δεν μπόρεσε ποτέ, όσο και αν σκέφτηκε, όσα και αν υπέθεσε, να εξηγήσει πως έκανε αυτό που έκανε. Ναι, ντρεπόταν, ναι θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο ξεφτίλα και γελοίο υποκείμενο… αλλά όλα αυτά, μετά! Την ώρα που, αυτόματα, ασυναίσθητα, λες και του το είχε υποβάλλει κάποιος άλλος που είχε τον έλεγχο της θέλησής του, πλησίασε τον σκυμμένο πιτσιρικά, του έδωσε μία γερή σπρωξιά να πέσει, άρπαξε την τσάντα του και άρχισε να τρέχει, δεν αισθάνθηκε την παραμικρή ντροπή, τον ελάχιστο δισταγμό, καμία αμφιβολία, ούτε καν μία ανησυχία μην τον πιάσουν. Απλά, πριν, τύλιξε το κασκόλ του γύρω από το πρόσωπο και μετά, φρόντισε να τρέξει με όλη του την ταχύτητα για τουλάχιστον ένα εικοσάλεπτο, να απομακρυνθεί, να χαθεί.

… … … … … … … … … … … …

Έφτασε στο σπίτι περίπου μισή ώρα μετά τον Ανδρέα. Άνοιξε την πόρτα, άκουσε την γυναίκα του και το γιο του στην κουζίνα («κράτα το για ένα λεπτό έτσι πλάγια να πάει παντού και εγώ πάω να χτυπήσω τα αυγά…» έλεγε εκείνη). Μάλλον δεν τον πήραν χαμπάρι να μπαίνει. Είδε πάνω στο έπιπλο το κουτί με τα χρήματα του Αντρέα από τα κάλαντα. Και του ήλθε η ιδέα. Το άνοιξε, έβαλε μέσα τα 150 ευρώ, την λεία του, και μετά, προσεκτικά, αθόρυβα, πήγε προς την εξώπορτα και βγήκε.

Έκανε μία βόλτα στην γειτονιά και επέστρεψε μετά από μισή ώρα. Πριν βάλει το κλειδί στην πόρτα, χτύπησε και το κουδούνι, το έκανε πότε-πότε, για να προετοιμάσει την άφιξή του. Ανοίγοντας, είδε τον Ανδρέα και την γυναίκα του στον καναπέ στο σαλόνι, φάτσα στην εξώπορτα. Είχαν το κουτί με τα χρήματα από τα κάλαντα μπροστά τους και μετρούσαν χρήματα. Με το που τον είδαν μπαίνει, σηκώθηκαν και οι δύο. Κάτι είχε συμβεί, φαινόταν στα πρόσωπά τους, έμοιαζαν έκπληκτοι και μπερδεμένοι. Ο Ανδρέας έτρεξε προς το μέρος του φωνάζοντας…

- Μπαμπά, μπαμπά, απίστευτο, απίστευτο!

Το σπίτι μύριζε κέικ και κοτόπουλο με πατάτες.

12 comments:

Provato said...

είναι η ιστορία που έστειλα στον athensville στα τέλη του 10 που μας ζήτησε να του στείλουμε guest post. I hope you like it

Provato said...

ουπς, να και το Link: http://athensville.blogspot.com/2010/12/x.html

Hfaistiwnas said...

Ναι είναι πολύ καλή!!! Αλλά λυπηρό το γεγονός..

doppelganger said...

Αχ μακάρι να σ' ηξερα. Σε εχει πιάσει μια βαθιά ευαισθησία όχι απο αυτή τη κλαψομούνικη, αλλά από αυτη τη γόνιμη που σου ανοίγει τα μάτια οξύνει πνεύμα και αισθήσεις. Νομίζω σου έκανε καλό αυτό που σου συνέβη, εκμεταλεύσου το.
Πανέμορφη ιστορία.

Ξενικός said...

τέλος ασυνήθιστο, χωρίς ηθικοπλαστικές κορώνες, αλλά τελικά ισχύει το πολύ ωμό: ο θάνατός σου η ζωή μου...
Ξενικός

Drmakspy said...

Πολύ όμορφα δοσμένη αλλά πολύ πικρή ιστορία... Πολύ πικρή... Ένιωσα πολύ άβολα... Καταλαβαίνω μεν γιατί τα ζω, αλλά....

[Germanos] said...

και που να δεις τα Χριστούγεννα του 2011.

the writer said...

Καλά Χριστούγεννα Πρόβατε! :p
(Αυτός είναι ο νέος μου λογαριασμός γιατί ο παλιός μου χάλασε και οι αναρτήσεις μου θα δημοσιεύονται στο blog μου από δω και πέρα!)

g for george said...

Περίμενα κι άλλο! Μας άφησες στην μέση :-)

Δεν ξέρω τι γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν έχω φτάσει σε τέτοια θέση και δεν μπορώ να νιώσω τι ένιωσε ο πατέρας και το έκανε. Υποθέτω ξεπερασε τον ίδιο του τον εαυτό.

Provato said...

hfaistiwnako ευχαριστώ πολύ :) χαίρομαι που σου άρεσε!

dopel σε ευχαριστώ πολύ για το γλυκό και εύστοχο σχόλιο - και θυμίσου, δεν είναι και τόσο δύσκολο να γνωριστούμε, γιου νέβα νό xxxx

ξενικέ, ευχαριστώ που τη διάβασες και μου άρεσε η σκληρή ερμηνεία σου xxxx

Provato said...

Drmakspy ε ναι, είναι πικρή ιστορία, αλλά εντάξει, όχι και τόσο ε; θέλω να πω, τουλάχιστον δεν σκοτώθηκε κανείς! :-)

πιτσιφρίκι συγγραφέα καλά χριστούγεννα και καλές βουτιές xxxxx

Germane εγώ τα χριστούγεννα του 11 θα είμαι ζάμπλουτος. καθώς και όλοι όσοι αγαπώ

g for george από ότι έμαθα, μετά η οικογένεια είχε πολλά κέφια χεχεχε - ευχαριστώ που την διάβασες ρε! :)

κόκκινο μπαλόνι said...

τι λες τώρα!!!

πρόβατο, είσαι πολύ μεγάλος! (πιτσιφρικάκι είσαι, μην ακούς)

σ'αγαπώ!