Έστειλε γραπτό μήνυμα, στα ελληνικά: «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω». Όταν είδε, στο πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας κρεμασμένης σε ένα περίπτερο στην πλατεία Ομονοίας, ότι η λέξη Συρία γράφεται με ύψιλον και όχι με γιώτα, στεναχωρήθηκε πολύ. Ευχήθηκε να υπήρχε τρόπος να μπορούσε να πάρει πίσω το μήνυμα. Να το ξαναστείλει σωστά. «Από Συρία εγώ».
*
Έτσι γίνεται πάντα. Το ένα φέρνει το άλλο. Κάποιος του είπε, δεν θυμάται ποιος, εάν θέλει να βγάλει εύκολα και ακίνδυνα λίγα χρήματα, χωρίς φασαρίες, να βάλει αγγελία, σε σάιτ για γνωριμίες. Μασάζ. Προικισμένος. Δωράκι. Παρέα σε γενναιόδωρους κυρίους... Μα να θυμηθεί, τα ψηφία του αριθμού του τηλεφώνου του να τα γράψει με κενό, με αστερίσκο ανάμεσα, ώστε να μην τα μπλοκάρει το αυτόματο σύστημα του σάιτ. Να αγοράσει ένα άλλο κινητό τηλέφωνο, με άλλο αριθμό, μόνο γι' αυτή τη δουλειά, να μη δώσει το κανονικό του. Για να αποφύγει μπλεξίματα και φασαρίες.
Τα έκανε όλα όπως τον είχαν συμβουλέψει. Πήγε στο ίντερνετ καφέ, μπήκε στο σάιτ, του το είχανε σημειώσει στο πίσω μέρος ενός δελτίου Τζόκερ που δεν είχε κερδίσει, έγραψε, στα ελληνικά, με αγγλικούς χαρακτήρες, την αγγελία. Όλα σύμφωνα με τις οδηγίες – εκτός από το να αγοράσει καινούργιο τηλέφωνο. Δεν είχε χρήματα να ξοδέψει, αλλά, κυρίως, σκέφτηκε «τι μπλεξίματα; σε τι άλλο να μπλέξω;». Ανέβασε την αγγελία και, δύο μέρες μετά, άρχισαν τα τηλεφωνήματα. Τον ανακούφισε αυτό, το είδε σαν μια μορφή ενθάρρυνσης, μια μορφή ανταπόκρισης, την είχε ανάγκη. Ήταν Αύγουστος, η πόλη είχε αδειάσει, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνει – μα πολλοί άντρες που είχαν στείλει τις οικογένειές τους στα εξοχικά, ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για περιπέτειες.
Οι φωνές στο ακουστικό, άλλες συνεσταλμένες και διστακτικές, άλλες επιθετικές, τον ρωτούσαν «είσαι Έλληνας;», «πόσο προικισμένος;», «τι δωράκι θέλεις;». Απαντούσε, αλήθεια, ότι δεν είναι Έλληνας. Όμως τους έλεγε ψέματα για τη χώρα καταγωγής του. Δεν κρυβόταν, όχι, δεν φοβόταν τα μπλεξίματα... ήταν ότι δεν ήθελε να υπάρχει η πατρίδα του, με κανένα τρόπο, στη συνομιλία. Ήταν που ήθελε να αφήσει την παλιά ζωή του μακριά από τη δουλειά αυτή. Στη δεύτερη ερώτηση, το πόσο προικισμένος, απαντούσε «μεγάλο». Ντρεπόταν πολύ να μιλάει γι αυτά, αλλά επέμεναν. «Πόσους πόντους, δηλαδή; Χοντρό; Πόσο χοντρό;». Μετά από αυτή τη στιχομυθία, η κουβέντα για τα χρήματα που πάντα ακολουθούσε, δεν του προκαλούσε καμία αμηχανία. Ζητούσε δωράκι πενήντα ευρώ. Του έκαναν, χωρίς εξαιρέσεις, παζάρια, τριάντα, είκοσι πέντε . Δεν το πάλευε πολύ. Σαν να μην είχε σημασία. Δεν είχε σημασία. Όταν ξέμενε από χρήματα, δεχόταν και με είκοσι.
Ξεκίνησε να «δουλεύει». (Τα εισαγωγικά στη λέξη τα βάζει ο ίδιος, στο μυαλό του.) Δεν ήξερε τι να περιμένει. Ούτε και υποψιαζόταν πόσο μεγάλη ήταν η άγνοιά του, πόσο πολύ δεν ήξερε τι να περιμένει. Τα σπίτια των ανθρώπων. Τα έπιπλα, ο φωτισμός στα δωμάτια. Τα κρεβάτια. Τα σεντόνια. Οι φωτογραφίες από βαφτίσεις σε κομοδίνα. Οι αναμμένες τηλεοράσεις που παίζουν αθόρυβα, ή με χαμηλωμένη ένταση. Η τάξη. Η αταξία. Η εγκατάλειψη ή η κλινική τελειότητα. Τα σπίτια των ανθρώπων, τόσο διαφορετικά, τόσο αλλιώτικα μεταξύ τους. Τον είχαν συμβουλέψει να μην κοιτάζει γύρω, να συνετίζει τον εαυτό του, να ελέγχει την περιέργεια του γιατί μπορεί να νομίσει κάποιος «πελάτης» πως θέλει να κλέψει, πως προσπαθεί να εντοπίσει κάτι πολύτιμο. Του είναι όμως δύσκολο να κρατηθεί, πολύ δύσκολο.
Κοιτάζει, λοιπόν... δεν συνετίζει τον εαυτό του. Και μετά, αφού έχει φύγει από ένα ακόμη σπίτι, φέρνει στο μυαλό του, με μια πρώιμη, αδικαιολόγητη, μα απτή νοσταλγία, τις εικόνες που αποτύπωσε. Διακοσμητικά στους τοίχους, μισοάδεια σαμπουάν στο μπάνιο, μπουκάλια αρωμάτων, αναμνηστικά από ταξίδια, χαλιά και υφάσματα. Τα σπίτια δεν μοιάζουν καθόλου το ένα στο άλλο, αλλά ταυτόχρονα μοιάζουν και τόσο πολύ. Περιέχουν τις ίδιες ερωτήσεις, την ίδια αμηχανία. «Θες μια μπύρα; Πάμε μέσα;» Οι διαφορές τους είναι στις λεπτομέρειες, ειδικά εκείνες που γίνεται προσπάθεια να κρατηθούν κρυφές: φωτογραφίες παιδιών και συζύγων γυρισμένες από την άλλη πλευρά. Ακριβά κινητά τηλέφωνα, τα οποία τοποθετούνται επιδέξια κάτω από μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό. Πορτοφόλια που στην αρχή είναι αφημένα σε ένα ράφι και μετά, με τρόπο, εξαφανίζονται σε κάποιο συρτάρι, σε κάποιο ντουλάπι. Θα ήθελε να πει σε αυτούς τους αμήχανους άντρες ότι τους φοβάται περισσότερο από όσο τον φοβούνται εκείνοι.
Του αρέσει, τον ηρεμεί, τον γλυκαίνει όταν τα σπίτια έχουν βιβλία. Τότε δεν φοβάται, αισθάνεται ασφαλής και ας θλίβεται. Έρχεται στο μυαλό του η παλιά ζωή. Ο πατέρας του είχε πολλά βιβλία. Έτσι τον θυμάται: Σκυμμένο στο γραφείο του, να διαβάζει, να σημειώνει, με φόντο ατελείωτα ράφια, φορτωμένα σειρές διπλές από παλιούς, φθαρμένους τόμους. Ο μικρός στεκόταν και τον κοίταζε να γράφει, εκείνος δεν σήκωνε το κεφάλι, δεν είχε αντιληφθεί τον γιο του στην πόρτα του γραφείου. Μετά, δεν άντεχε άλλο, «μπαμπά;» έλεγε με σιγανή φωνή σαν να ήθελε να μην ακουστεί – ενώ να ακουστεί ήταν το μόνο που ήθελε, αυτό που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο αδύνατος άντρας με το λεπτό μουστάκι και το κουρασμένο, σκοτισμένο πρόσωπο, σήκωνε το κεφάλι, τον κοιτούσε πίσω από τα χοντρά γυαλιά του και του έκανε, χαμογελώντας, νόημα να πάει κοντά του. Το αγόρι, χαρούμενο, σκαρφάλωνε στην αγκαλιά του και, χωρίς να λέει κουβέντα, ρουφούσε τις οικείες μυρωδιές του χαρτιού, της κλεισούρας, των παλιών βιβλίων, του πατρικού ιδρώτα. Η χαρά δεν κρατούσε πολύ. «Άντε πήγαινε τώρα... πρέπει να δουλέψω...» έλεγε ο πατέρας και επέστρεφε στις σημειώσεις του. Εκείνη την εποχή τα αντιπαθούσε τα βιβλία που του έπαιρναν τον μπαμπά του. Τώρα, όλα έχουν αλλάξει. Ο πατέρας χάθηκε, μια μέρα ήρθαν και τον πήραν για κατάθεση και δεν τον είδε ξανά, ούτε έμαθε τι απέγινε, η βιβλιοθήκη δεν υπάρχει πια, κάηκε, μαζί με το σπίτι, μαζί με τη ζωή του, με ολόκληρη την πόλη του. Και τα βιβλία είναι ότι τον συνδέει με την παλιά ζωή.
Τα περισσότερα από τα σπίτια που επισκέπτεται δεν έχουν βιβλιοθήκες, ούτε καν έστω λίγους τόμους. Μόνο σχολικά, βιβλία για παιδιά, τα καταλαβαίνει από τα χρώματα στα εξώφυλλα. Ο άνθρωπος στον οποίο έστειλε το μήνυμα, ο Θανάσις με γιώτα, είχε πάρα πολλά, περισσότερα και από όσα υπήρχαν στο πατρικό γραφείο. Θυμάται τη βραδιά που πήγε στο σπίτι του. ‘Εκανε πολύ ζέστη μα το διαμέρισμα, σε μια ήσυχη γειτονιά κοντά στην θάλασσα, ήταν δροσερό, από το κλιματιστικό. Ο Θανάσης (αν ήταν αυτό το όνομά του...) του έκανε εντύπωση γιατί ήταν απρόσεκτος: Είχε ακουμπισμένο στο τραπεζάκι στο σαλόνι ένα μαύρο πορτοφόλι μέσα στο οποίο διακρίνονταν τέσσερα - πέντε πενηντάρικα. Όταν τον άφησε μόνο για να φέρει μια μπύρα από την κουζίνα, του πέρασε από το μυαλό να πάρει τα χρήματα από το αφημένο πορτοφόλι, να πάει ήσυχα μέχρι την πόρτα και να εξαφανιστεί. Με διακόσια ευρώ στην τσέπη. Το σήκωσε, το άνοιξε. Περιείχε ακόμη περισσότερα χαρτονομίσματα από όσα νόμισε. Το έφερε στη μύτη του, ανέδυε ένα άρωμα γλυκό και μπαγιάτικο. Μέσα σε μια θήκη υπήρχε μια φωτογραφία, αποχρωματισμένη, φθαρμένη, δύο αγόρια στη θάλασσα. Το ένα πόζαρε, με μια αστεία γκριμάτσα, με τη γλώσσα έξω, το άλλο, το μικρότερο, ο κάτοχος του πορτοφολιού μάλλον, ο Θανάσης, ήταν μουτρωμένο. Είχε και αυτός αδελφό, έπαιζαν στην θάλασσα μαζί. Έπρεπε να ταξιδέψουν ώρες για να φτάσουν στην παραλία. Ακούμπησε το πορτοφόλι στη θέση του προσεκτικά, να μην προδοθεί πως το μετατόπισε. Η θάλασσα της Συρίας τον παρέσυρε για λίγο. Δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο αδελφός του. Έφτασε σε κάποια χώρα που δεν γίνονται μάχες; Ύστερα ο Θανάσης έφερε τις μπύρες.
«Γιατί έχεις τόσα πολλά βιβλία;» ρώτησε αφού ήπιε μια γουλιά από το παγωμένο μποάλιυκ. «Για την δουλειά» απάντησε ο άλλος, έκπληκτος. «Επειδή μου αρέσει να διαβάζω». Ο ξένος παρατήρησε πως στο σαλόνι δεν υπήρχε τηλεόραση. Λαχταρούσε να του απευθύνει ο Θανάσης την ερώτηση «εσύ διαβάζεις;». Θα του απαντούσε με υπερηφάνεια, είχε τόσα να του πει, ότι διάβαζε με τη σειρά τα βιβλία του πατέρα του, όλους τους σπουδαίους συγγραφείς. Όμως η ερώτηση δεν έγινε ποτέ. Αντί γι’ αυτό ο άλλος άντρας τον ρώτησε «από που είσαι;». Αυτός, έσκυψε το κεφάλι, δεν ήθελε να θυμηθεί, δεν ήθελε να του πει, η θάλασσα της Συρίας δεν του το επέτρεπε. Ο άντρας παρατήρησε την απροθυμία του, δεν επέμεινε. «Πάμε μέσα;» είπε, αφού ήπιε ακόμη λίγη μπύρα.
Πήγαν. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, κρύο και πνιγμένο από το βουητό του κλιματιστικού. Ο Θανάσης δεν άναψε φως. Γδύθηκαν και έπεσαν στο κρεβάτι. Τα σεντόνια ανέδιδαν μια κρύα, χημική μυρωδιά που του άρεσε. Όπως του άρεσε και η γεύση στο στόμα του άλλου άντρα, οδοντόπαστα και μπύρα. Ανακουφίστηκε γιατί τελείωσαν γρήγορα. Χωρίς υπερβολές και εκτονώσεις. Ύστερα, έμειναν ακίνητοι, σιωπηλοί, δίπλα δίπλα, δίχως να ακουμπάνε ο ένας τον άλλον. Με απόσταση. Οι βαριές ανάσες τους ήταν η μόνη ένδειξη ζωής. Τώρα, αυτός θα έπρεπε να σηκωθεί, να ρωτήσει πού μπορεί να πλυθεί, να ντυθεί και να φύγει. Δεν μπορούσε. Περίμενε τον άλλο να κάνει την πρώτη κίνηση. Όμως, τι θαύμα, ένα ελαφρύ ροχαλητό ακούστηκε από δίπλα του. Έσυρε διστακτικά το σώμα του λίγο πιο κοντά στον αποκοιμισμένο, χωρίς να τον ακουμπήσει, και αφέθηκε, ανακουφισμένος, να βυθιστεί και αυτός στον ύπνο, έναν ύπνο σαν την θάλασσα.
Ξύπνησε μετά από μερικές ώρες, με άγχος, με τρόμο. Είχε αρχίσει να χαράζει. Ο άλλος άντρας κοιμόταν βαθιά, η ανάσα του ήταν βαριά, σαν λαχάνιασμα. Μέσα στον ύπνο είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω από τον ξένο και τον έσφιγγε, σάλιο είχε τρέξει από το στόμα του πάνω στην πλάτη του. Αυτός ησύχασε, κουνήθηκε ελαφρά για να κουρνιάσει στην απρόσμενη αγκαλιά καλύτερα – τον ηρέμησε που τον αγκάλιαζαν μετά από τόσο καιρό. Βυθίστηκε ξανά στη θάλασσα της Συρίας.
Όταν ξύπνησε, η θέση στο κρεβάτι δίπλα του ήταν άδεια. Σηκώθηκε, φόρεσε την μπλούζα του και πήγε στην κουζίνα. «Καλημέρα» είπε. Ο άλλος άντρας ήταν νευρικός, αμήχανος, ντροπαλός. «Τι καφέ πίνεις;» ρώτησε. Δεν ήθελε. Ντύθηκε γρήγορα και έφυγε. Στενοχωρημένος – ευχήθηκε να μην ήταν η κοιμισμένη αγκαλιά ο λόγος που ο Θανάσης ντράπηκε. Σκέφτηκε να μην δεχτεί την αμοιβή του.
Πέρασαν μέρες. Σκεφτόταν συνέχεια τα πολλά βιβλία. Έστειλε γραπτό μήνυμα. Είχε αποθηκεύσει, πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο, το νούμερο του άντρα με το πορτοφόλι και την αγκαλιά, ώστε αν εκείνος του τηλεφωνούσε, να απαντούσε στα σίγουρα, ακόμα και αν «δούλευε». «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω.» Του πρόσφερε την πληροφορία, του έκανε δώρο το από που είναι. Για λίγη ώρα τον έκανε πολύ χαρούμενο αυτή η γενναιοδωρία του. Είδε πως το μήνυμα παραδόθηκε, αλλά απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Ήθελε να το ξαναστείλει, θα πρόσεχε να γράψει σωστά. Θα πρόσεχε. Τελικά, δεν έστειλε.
Πέρασε το καλοκαίρι. Και το φθινόπωρο. Συνήθισε αυτή την προσωρινή απασχόληση. Είναι κάπως σταθερή. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Έχει πιο πολλή «δουλειά» (τα εισαγωγικά δικά του), οι άνθρωποι έχουν περισσότερα χρήματα. Παλιοί «πελάτες» εμφανίζονται πάλι μετά από καιρό. Τα σπίτια στα οποία μπαινοβγαίνει έχουν μια θαμπή ομοιότητα, τα ίδια φωτάκια, τα ίδια δέντρα, μερικά έχουν καραβάκια – τα ίδια. Σπάνια βλέπει βιβλία. «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω». Θα ήθελε να μην είχε γράψει λάθος το όνομα της πατρίδας του. Δεν είναι χριστιανός αλλά θα ήθελε να πει σε κάποιον «χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα». «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω». Δεν γνωρίζει ότι έκανε λάθος και στο όνομα του Θανάση. «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω».
Καλά είμαι. Εσύ;
Από την συλλογή διηγημάτων Πλατεία Μεσολογγίου - εκδόσεις Ολκός, 2016
2 comments:
Συγκλονιστικό!!!
ευχαριστώ Mary!
Post a Comment