
(καλό το ξεκατίνιασμα, χρειάζεται έβρι νάου εν δεν, αλλά μετά το μυαλό εντελώς ξεφούσκα...
όλους τους ρώσους κλασικούς πρέπει να διαβάσω πάλι για να περάσει ξανά το άι κιού μου τον αριθμό ορόσημο του 100...)
Κοιτάζω γύρω την κρεβατοκάμαρα. Μία σκέψη με τινάζει από το κρεβάτι. Πηγαίνω στο σαλόνι. Κοιτάζω τα έπιπλα και τα πράγματα.
...Ότι κάτι γίνεται και δεν επιστρέφω ποτέ ξανά σε αυτό το σπίτι. Το κλειδί μου δεν ξαναμπαίνει ποτέ στην πόρτα. το φως του χωλ, αυτό που αναβω αμέσως μόλις μπω, δεν ξανανάβει ποτέ από το δικό μου χέρι...
(Το ίδιο συχνά θα χτυπά και το κινητό που θα βρίσκεται στην τσέπη μου και δεν θα μπορώ να το απαντήσω…)
Οι δικοί μου θα ανησυχήσουν… λιγότερο στην αρχή, μετά πολύ. θα γίνουν υστερικά τηλέφωνα, θα κανονιστούν ταξίδια, στην αρχή από το Βόλο, μετά από πολύ μακρυά για να δουν τι έγινα.
Το ρεμάλι που έχει κλειδιά θα μπει μάλλον πρώτο στο σπίτι - θα το δει άδειο, όπως θα το αφήσω σε κανένα μισάωρο που θα φύγω για τη δουλειά...
Ύστερα θα με βρουν κάπου και κάπως…
Θα πρέπει να φροντίσουν τα πρακτικά… να μπουν στο σπίτι… ποιος θα μπει άραγε πρώτος αφού με έχουν; Πως θα μπει;
Φαντάζομαι τις στιγμές και τα μπερδέματα. Τις διαφορετικές προτεραιότητες: – η ιδιοκτήτρια να θέλει να της αδειάσουν το σπίτι μία ώρα αρχύτερα, να το ξανανοικιάσει, οι δικοί μου να πρέπει να χειριστούν την φρίκη του να μαζέψουν τα πράγματα μου, να σκεφτούν τι θα τα κάνουν, να καταλάβουν τι συνέβη.
Ποιος θα ψάξει στα χαρτιά μου; Ποιος θα ανοίξει τα συρτάρια μου και θα αρχίσει να τα αδειάζει; τι θα γίνουν τα ρούχα; πόσα από τα πράγματά μου θα κρατηθούν ως ενθύμια; ποιά; για ποιόν λόγο θα κρατήσουν αυτά που θα κρατήσουν, τα συγκεκριμένα;
Τι θα κάνουν με όλες τις εκκρεμότητες που θα μείνουν;
Είναι εντυπωσιακό πώς αυτό που μπορεί να συμβεί σε κάποιον μέσα σε μία στιγμή μόνο χρειάζεται χρόνια ολόκληρα, ζωές ολόκληρες άλλων ανθρώπων να «τακτοποιηθεί».
Αν τακτοποιηθεί ποτέ.
Γιατί τώρα τα σκέφτομαι όλα αυτά;
ποιός ξέρει... αλλά όλες οι σκέψεις του θεού είναι...
είμαι λίγο κουρασμένος. σωματικά. that's all.
ψυχολογικά, όμως, καλά είμαι... αφού μπορώ και σκέφτομαι τέτοια πράγματα.
και αυτό είναι απολύτως αλήθεια. αν σκέφτεσαι ότι μπορεί να πεθάνεις ξαφνικά και αναπάντεχα και στεναχωριέσαι για τι θα γίνεις και εσύ αλλά και τι θα γίνουν αυτοί που αγαπάς είσαι καλά.
(συγγνώμη αν σου προκάλεσα καταθλιπτικές σκέψεις και σου χάλασα τη μέρα... δεν είχα πρόθεση)
Ψήφισα και τις τρεις συμμετοχές από 3 φορές.
και φυσικά περάσαμε! στον τελικό!
ΖΗΤΩ. μετά την βιοχλαπάτσα της Κύπρου αυτό ήταν το δεύτερο καλύτερο νέο της χτεσινής βραδιάς... (να μου το θυμηθείς, αυτοί οι 3 θα τα πάνε πολύ καλά άυριο)
Είναι μία από τις πιο ανατριχιαστικές και παράξενες ιστορίες που έχω ακούσει. Μου την είπε πριν από μερικούς μήνες ένας γνωστός και αφορά ένα μικρό μόνο κεφάλαιο από την ιστορία μίας οικογένειας που έμεινε στο μυαλό μου μεγάλη και 'διακλαδωμένη' όπως οι οικογένειες στα μεγάλα μυθιστορήματα του Γκαμπριέλ Γκαρθία Μαρκέθ…
Συνέβη σε ένα κεφαλοχώρι της Μακεδονίας στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 50. Εκεί υπήρχε μία οικογένεια 5 ατόμων που την αποτελούσαν η μητέρα και τα 4 παιδιά της. Ο πατέρας είχε πεθάνει, δεν έχει τόσο σημασία που, και έτσι την ανατροφή των παιδιών την είχε αναλάβει μόνη της η χήρα.
Η χήρα ήταν τυχερή μέσα στην ατυχία της. Χωρίς να είναι πλούσια, είχε τα μέσα να παρείχε τα απαραίτητα (και ίσως κάτι παραπάνω) στα 3 κορίτσια και τον γιο της. Είχε δικό της σπίτι και μερικά χωράφια. Είχε και μερικά αδέρφια που όλο και κάτι τσόνταραν αν υπήρχε ανάγκη.
Από όλα τα παιδιά της Κυρά – Κωνσταντίνας η μεγάλη της κόρη ήταν αυτή που ξεχώριζε περισσότερο. Πανέμορφη. Έχω δει φωτογραφία της που τραβήχτηκε λίγο πριν από το τέλος της και η μορφή της έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου σαν δείγμα μεγάλης ομορφιάς. Τα μάτια της ήταν τόσο αλλιώτικα από όλα τα μάτια που έχω δει ποτέ στην ζωή μου.
(μα τι συμβαίνει με τα μάτια των ανθρώπων εκείνης της εποχής; Γιατί ήταν τόσο διαφορετικά από τα μάτια των ανθρώπων τώρα; Τους τρόμαζε η διαδικασία της φωτογράφησης; Τα έκανε θλιμμένα η μεγαλύτερη δυσκολία της ζωής; ...Ο πόλεμος που είχε τελειώσει μόλις λίγα χρόνια πριν;)
Η Ελένη, έτσι την έλεγαν την πρωτότοκη, ήταν το καμάρι της μάνας της. Αυτό το έλεγε χύμα σε όλους, ακόμα και στα άλλα παιδιά της, ότι δηλαδή την αγαπούσε περισσότερο από εκείνα. Και είχε για αυτήν πολύ μεγάλα σχέδια.
Εκείνη την εποχή ο τρόπος των γονιών να κάνουν το καλύτερο για τα παιδιά τους ήταν να τα «δίνουν» σε ανθρώπους που ήταν οικονομημένοι. Έτσι και η κυρά – Κωνσταντίνα: Αν για τα παιδιά της είχε σαν σκοπό ζωής να φροντίσει να καλοπαντρευτούν για την Ελένη είχε σχέδιο να την δώσει στον καλύτερο που θα μπορούσε… Τόσο όμορφη κοπέλα δεν θα πήγαινε όπου και όπου… η ομορφιά πληρώνεται ακριβά… και όταν είναι μεγάλη ομορφιά πληρώνεται ακόμα ακριβότερα.
Η ιστορία δεν συνεχίζει πρωτότυπα: όσο η κυρά – Κωνσταντίνα μάζευε προίκα και έψαχνε τον καλύτερο γαμπρό για την κόρη της η Ελένη πρόλαβε να γνωριστεί με ένα παλικάρι από το χωριό και να σχετιστεί μαζί του.Πρώτη αγάπη και για τους δύο, μάλλον αν δεν τελείωνε όπως τελείωσε θα ήταν μία πολύ συνηθισμένη πρώτη αγάπη (κατά πάσα πιθανότητα δηλαδή θα ξεφούσκωνε γρήγορα).
Αλλά… η κυρά – Κωνσταντίνα έμαθε για το ρομάντζο της κόρης της με τον Σπύρο (έτσι έλεγαν τον νεαρό) και έβαλε σκοπό να το χαλάσει. Βλακωδώς ίσως, γιατί ο Σπύρος δεν ήταν φτωχαδάκι, θα μπορούσε να εξασφαλίσει μία καλή ζωή για την μελλοντική του γυναίκα, και είχε και φοβερή εργατικότητα που του έφερε μεγάλη προκοπή στην ζωή του. Πάντως η Κυρά – Κωνσταντίνα έξυπνη και κωλοπετσωμένη κατάφερε να λύσει το πρόβλημα με τον πιο ανώδυνο τρόπο… έπεισε τους γονείς του Σπύρου να τον στείλουν στην Αμερική σε ένα μακρινό θείο του, ξαφνικά. Τόσο ξαφνικά που δεν αποχαιρέτησε καν την κοπέλα του.
Η Ελένη, μικρή και ρομαντική, έπεσε σε μαύρη στεναχώρια. Έρεψε. Δεν έτρωγε, δεν έβγαινε, δε γελούσε, δε μιλούσε… στεναχωριέμαι που σκέφτομαι ότι κατά πάσα πιθανότητα το έβαλέ όλο αυτό μέσα της σαν προδοσία από τον Σπύρο, νομίζω δηλαδή ότι δεν έμαθε ποτέ πως η αναχώρησή του ήταν αποτέλεσμα πράξεων της μάνας της. Πίστεψε ότι ο Σπύρος το είχε σχέδιο να φύγει και δεν της το είχε πει…
Λίγο καιρό μετά, η Ελένη αυτοκτόνησε. Δεν θυμάμαι πως, μου είπε ο άνθρωπος που μου διηγήθηκε την ιστορία αλλά δεν το συγκράτησα. Η αυτοκτονία της έκανε πάταγο σε όλη την περιοχή… Η πιο πολυσυζητημένη κοπέλα, αυτή που όλοι ζήλευαν, να καταλήξει έτσι. Στην κηδεία ήρθαν χιλιάδες κόσμου.
Εκείνη την εποχή η αυτοκτονία ήταν μεγάλο στίγμα… (μήπως και τώρα δεν είναι όμως - πολλοί από τους "καλπάζοντες καρκίνους" που ακούμε να παίρνουν ξαφνικά ανθρώπους είναι στην πραγματικότητα αυτοχειρίες).Η Κυρά – Κωνσταντίνα εκτός από την θλίψη και τις ενοχές της έπρεπε να αντιμετωπίσει και αυτό. Ίσως ήταν κάτι που θα την δυσκόλευε να καλοπαντρέψει τα υπόλοιπα παιδιά της («η Μαρία; Στην οικογένειά της έχουν μία που αυτοκτόνησε…»). Αλλά η ζωή συνεχίζεται, τα χρόνια πέρασαν και το χωριό ξέχασε την υπόθεση.
3 χρόνια μετά από την ταφή της Ελένης ήρθε η ώρα να την ξεθάψουν για να βάλουν τα κόκαλα της στο οστεοφυλάκιο.
Όλη η οικογένεια πήγε στο νεκροταφείο για την σημαντική στιγμή. Η Κυρά Κωνσταντίνα με τα παιδιά κοιτούσαν από μία άκρη τους εργάτες που άνοιξαν τον τάφο και μετά έβγαλαν το φέρετρο και το ακούμπησαν στο χώμα. Η Κυρά - Κωνσταντίνα τους έδιωξε και άνοιξε το φέρετρο.
Η Ελένη άγνωστο γιατί δεν είχε λιώσει. Πάνω στα κόκαλα της υπήρχαν ακόμα μεγάλα κομμάτια μισοσαπισμένες σάρκες.
Η πρόληψη λέει ότι ο νεκρός που δεν λιώνει είναι μεγάλος αμαρτωλός και ο Θεός δεν θέλει να τον συγχωρέσει για αυτό το πολύ κακό που είχε κάνει όσο ζούσε. Η κυρά – Κωνσταντίνα με το που είδε άλιωτη την κόρη της φρίκαρε.
Κατάλαβε ότι αν μάθαιναν στο χωριό πως η Ελένη δεν είχε λιώσει, το στίγμα της αυτοκτονίας δεν θα έφευγε ποτέ από πάνω τους. Όλοι θα ψιθύριζαν πως ο Θεός δεν συγχώρησε την Ελένη για την μεγάλη αμαρτία της να αφαιρέσει μόνη της τη ζωή της.
Και ανέλαβε δράση. Άφησε τα 3 παιδιά να φυλάνε το φέρετρο της κόρης της και εκείνη πήγε σπίτι. Πήρε μία μεγάλη μεταλλική σκάφη και μερικά μαχαίρια και επέστρεψε στο νεκροταφείο.
Αυστηρά, χωρίς κουβέντα έδωσε από ένα μαχαίρι σε κάθε παιδί: και όλοι μαζί έσκυψαν πάνω από το ανοιγμένο φέρετρο που έζεχνε και έπαιρναν ένα ένα κόκαλο και έξυναν από πάνω του την σάρκα που είχε απομείνει.
Είχε βάλει μέχρι και τον 15χρονο γιο της να κάνει την δουλειά, να τελειώνουν μία ώρα αρχύτερα μην και τους πάρει κανένα μάτι.
Πράγματι μέσα σε 20 λεπτά είχανε τελειώσει… η Κυρά – Κωνσταντίνα φώναξε τους εργάτες (που τους είχε ζητήσει να φύγουν όσο «η οικογένεια θα κλαίει την πεθαμένη») και φρόντισε να δουν τα πεντακάθαρα κόκαλα της κόρης της. Ήξερε ότι θα έκαναν μία χαρά την δουλειά της να μιλήσουν για την κατάσταση τους.
(έμαθα και μερικές λεπτομέρεις για την ζωή των παιδιών που ήταν θείοι και θείες του ανθρώπου που μου είπε την ιστορία στην συνέχεια. Δεν θες να ξέρεις. Μεγάλη δυστυχία και θλίψη.Και τρέλα... γιατί; λες και οι οικογένειες με λιγότερο αποφασιστικές μανάδες δεν επιβίωσαν τις ίδιες δυσκολίες... )
φαίνεται ωραία, από μία βόλτα που έκανα στο site της
εδώ μπορείς να το δεις κι εσύ - να μπεις, έχει το trailer που είναι πάλι μέσα στα χρώματα και το αρώματα, και έχει και μία δύο ωραίες μουσικές να ακούσεις.
από τη σύνοψη φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία... μία μάνα λέει μετά το θάνατό της επιστρέφει στην ζωή για να τακτοποιήσει όσα δεν μπόρεσε στην ζωή των κοριτσιών της όσο ήταν ζωντανή...
…κατά την αποβίβασή σας από τον συρμό.
…ερωτιάρης πάντως μήνας ο Μάιος, χωρίς καμία αμφιβολία…)