Ο πάτερ Φίλιππος κάθε πρωί, αμέσως μετά το τέλος της λειτουργίας, αντί να πάει στο φούρνο της μονής, στο διακόνημά του που είναι να ψήνει το ψωμί για την τράπεζα, βγαίνει από την κεντρική πύλη του μοναστηριού και κατηφορίζει προς τον αρσανά της.
Είναι μία απόσταση περίπου 15 λεπτά με τα πόδια.
Όταν φτάσει, κάθεται στην άκρη της μικρής προβλήτας. Εκεί, κρυμμένος πίσω από τα απομεινάρια ενός παλιού καϊκιού της μονής που σαπίζει από τότε που η μονή προμηθεύτηκε ταχύπλοα για την επικοινωνία με τον έξω κόσμο, κλαίει με πικρούς λυγμούς.
Δεν ξέρει τι είναι αυτό που τρώει.
Δεν μπορεί να εξηγήσει.
Μόνο κλαίει. Κοντεύει ένας χρόνος από την πρώτη φορά....
Μία μέρα καθώς είναι έτοιμος να επιστρέψει στην μονή άκουει ένα θόρυβο πίσω του. Γυρίζει και βλέπει τον πατέρα Βασίλειο, τον ηγούμενο της μονής και πνευματικό του πατέρα. Είναι κρυμμένος πίσω από έναν μισιγκρεμισμένο τοίχο - πόση ώρα; αρκετή...
- Τι έχεις γιε μου; τον ρωτάει εκείνος...
- Μοναξιά γέροντα, απαντά ο πατήρ Φίλιππος... Προσπαθώ να μπω στον Θεό αλλά είμαι μόνος και δεν φτάνω πουθενά....
- Θυμάσαι που ένιωθες πιο κοντά σου από ποτέ τον Θεό;
- Θυμάμαι...
- Τότε να φύγεις από εδώ και
εκεί να πας.
Μετά από μερικές μέρες ο πατήρ Φίλιππος πέταξε τα ράσα και γύρισε στην πόλη του - και στην αγάπη του που είχε αφήσει όταν πρωτοπήγε στο Άγιο Όρος...
No comments:
Post a Comment