Wednesday, July 27, 2016

Η κριτική του Θανάση Θ. Νιάρχου για την Πλατεία Μεσολογγίου, στα ΝΕΑ

Κόκκινοι λεκέδες, σάπιοι άνθρωποι

Ο Βαγγέλης Προβιάς αφηγείται δεκαπέντε ιστορίες με καθημερινούς ανθρώπους που έχουν κάτι κοινό: ζουν γύρω από την ίδια πλατεία και κάνουν πράγματα εξαιρετικά, μετατρέποντας έτσι ένα «περιθώριο» σε κέντρο του Σύμπαντος

«Πόση καθημερινότητα μπορεί επιτέλους να χωρέσει η λογοτεχνία;» σκέφτεσαι με κάποια επιφύλαξη που μεταβάλλεται σταδιακά σε ευφροσύνη, και μάλιστα μεγάλη, διαβάζοντας τα δεκαπέντε διηγήματα του βιβλίου του Βαγγέλη Προβιά «Πλατεία Μεσολογγίου». Σκέψη που θα δικαιολογούσε την επιφυλακτική διερώτηση αν, για παράδειγμα, την παραδουλεύτρα Νίνα και την απολυμένη Μαριάννα στο «Κόκκινες μπάλες και κίτρινα σφηνάκια», αν τον Λουκά και τη Θάλεια του διηγήματος που έχει ως τίτλο τα ονόματά τους, ιδιοκτήτες ενός περιπτέρου που το μεγαλώνουν κάνοντάς το μίνι σουπερμάρκετ, ή αν, τέλος, τον κύριο Χονδροκώστα στους «Σάπιους ανθρώπους», ένοικο μιας πολυκατοικίας πολύ κοντά στο κέντρο της Αθήνας, έναν κοινότατο κουτσομπόλη που συμβαίνει να είναι χαρτοπαίκτης, δεν τους ένωνε ο συγγραφέας σε κάτι που θα το παρομοίαζε κανείς με την «Εβδομη σφραγίδα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Το τέλος της πιο συγκεκριμένα, όταν ο Θάνατος, ξημέρωμα, στην κορυφή ενός βουνού σέρνει σε έναν περίσκεπτο χορό τους ήρωες της ταινίας ενώ ακούγεται η φράση: «Φεύγουν μακριά από την αυγή ενώ η βροχή ξεπλένει από τα μάγουλά τους το αλάτι των πικρών δακρύων τους».

Οσο γρήγορα όμως διασκεδάζεται η ερώτηση για το «Πόση καθημερινότητα μπορεί επιτέλους να χωρέσει η λογοτεχνία;», εξίσου σύντομα παίρνει κανείς την απάντηση όσον αφορά τη δυναμικότητα μιας πλατείας, και μάλιστα πολύ συγκεκριμένης, σε σχέση με ανθρώπους που ζούνε σε μια πολυκατοικία της πλατείας αυτής. Αν η Πλατεία Μεσολογγίου δεσπόζει σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, εξίσου φυσιολογικά ανασαίνουν μέσα σ' αυτά και το Σύνταγμα και η Πανεπιστημίου και η Νέα Σμύρνη ή η Λήμνος, αλλά και ένα χωριό που δεν ονομάζεται με ένα μοναστήρι στην κορυφή του. Η Πλατεία Μεσολογγίου μοιάζει απλώς να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα, όποιες κι αν είναι οι ζωές των ανθρώπων που την κατοικούν ή συχνάζουν σ' αυτήν, ώστε ακόμη και αν πρόκειται για ζωές που δεν πρόκειται ποτέ να συναντηθούν μεταξύ τους, να τέμνονται οριζοντίως και καθέτως σε βαθμό που η μια να χρειάζεται την άλλη για να μην μείνει κουτσουρεμένη, μισή.

Η αποκάλυψη
Μια «ολοκλήρωση» τόσο πιο συγκλονιστική καθώς οι ίδιοι ήρωες που τους αφορά δεν τη συνειδητοποιούν ποτέ, αλλά απόκειται στον συγγραφέα που τους ζωντανεύει να μας την αποκαλύψει. Ο,τι ακριβώς επιχειρεί η Κάρσον ΜακΚάλες στη μεταφρασμένη αριστοτεχνικά από τον Μένη Κουμανταρέα «Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου», σε έναν χώρο μάλιστα πολύ πιο περιορισμένο σε σχέση με την Πλατεία Μεσολογγίου, ή με έναν άλλο τρόπο διατυπώνει ο Οδυσσέας Ελύτης στον στίχο του «Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας». Τόσο περισσότερο μέγας καθώς ο Προβιάς φαίνεται να δίνει στην έννοια του περιθωρίου καθολικές διαστάσεις ώστε ως άτομα περιθωριακά - και επομένως σχεδόν έτοιμα να μεταστοιχειωθούν σε αρχετυπικά πρότυπα - να μπορεί να λογαριάσει κανείς το σύνολο των ηρώων του. Τόσο ώστε ο περιστασιακά αρσενοκοίτης Σύρος του διηγήματος «Η θάλασσα της Συρίας» και ο θηλυπρεπής, απαίδευτος και κοινωνικά ανώριμος ήρωας της «Μοναξιάς των αστεριών» όσο και ο Αθανάσιος Μπάξης, ο απόστρατος αξιωματικός, βασανιστής στην περίοδο της χούντας, στο διήγημα «Η κίνηση του ήλιου» και ο Σταμάτης Παχατουρίδης που εργάζεται ως μπράβος σε ένα κύκλωμα τοκογλύφων στο διήγημα «Κόκκινος λεκές στο πουκάμισο» να μοιράζονται ισότιμα την ιδιότητα του «περιθωριακού».   
          
Αν λοιπόν για να θεωρηθεί κανείς περιθωριακός δεν είναι ζήτημα κοινωνικής τάξης, επαγγέλματος ή ακόμα και νοοτροπίας, ο Προβιάς συνδέοντας τους ήρωές του, πάντα μέσα από την εξέλιξη της ίδιας της ιστορίας, με κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που τους ξεπερνάει και έχει το αντίκρισμά του σε έναν αναποκρυπτογράφητο κόσμο, σε κάνει να αναρωτιέσαι μήπως ακόμη και το ίδιο το Σύμπαν δεν είναι παρά ένα σύμπτωμα καθαρά περιθωριακό. Κατά τον ίδιο τρόπο ακριβώς που το επιχειρεί ο Φεντερίκο Φελίνι στο «Λα Στράντα», όταν βάζει την ηρωίδα του, την Τζελσομίνα, να αναρωτιέται ποιος άραγε ο λόγος για να υπάρχει η ίδια, ενώ με την απάντηση που της δίνει ο πλανόδιος τσιρκολάνος είναι σαν να της αποκρίνεται, ως προς το νόημα της ύπαρξής της, το ίδιο το Σύμπαν.

Ευρηματικότητα
Οσο και αν η αφάνταστη ποικιλία και η δαιμονιώδης ευρηματικότητα των ιστοριών του Βαγγέλη Προβιά σε κάνουν να υποθέτεις πως «κορφολογάει» τον καθημερινό Τύπο με έναν τρόπο που φέρνει μια συνδυαστική σφραγίδα εντελώς προσωπικής κοπής, αδυνατείς να τον μεμφθείς πως έχει βγει στην «αγορά» προς άγραν του εξαιρετικού. Καθώς το στοιχείο της ανατροπής ή έστω της αποκάλυψης και της έκπληξης είτε αναγνωρίζεται στο τέλος ενός διηγήματός του είτε στην αρχή ή στο μέσον ενός άλλου, παραμένει πάντα ένα στοιχείο εξαιρετικά λειτουργικό και επιπλέον χωρίς να το αναγνωρίζεις ως μια κορύφωση. Αφού, έτσι κι αλλιώς, τους ήρωες όλων των διηγημάτων τούς συναντάμε σε μια κρίσιμη, την κορυφαία ίσως στιγμή της ζωής τους. Αν συμβαίνει η στιγμή αυτή να «ολοκληρώνεται» με τον θάνατο, ουδόλως έχουμε την εντύπωση πως ό,τι προηγήθηκε ήταν μια ανακεφαλαίωση των πεπραγμένων τους που άλλωστε συντελούνταν ερήμην ακόμη και για τους ίδιους.
Βεβαίως, καμιά φορά η μέθη ή ο ενθουσιασμός που φαίνεται να δημιουργεί στον ίδιο τον συγγραφέα η ιστορία που έχει επινοήσει και ο τρόπος που τη διεξέρχεται κάνουν να εμφιλοχωρεί μια ηθικολογική διάσταση, που όμως δεν μειώνει στο ελάχιστο την αναγνωστική απόλαυση. Ακόμη σπανιότερα, ή μάλλον για μία και μοναδική φορά, στο εξαίρετο «Καπάκι», αντί του ερωτηματικού ή της αμφιβολίας που πλανάται ακόμη και στις πιο οφθαλμοφανείς σχέσεις των άλλων διηγημάτων, η απερίφραστη παραδοχή του δεκαεννιάχρονου σερβιτόρου ως ερωτευμένου με τον δημοσιογράφο που έχει τα διπλά του ακριβώς χρόνια μοιάζει να υπονομεύει την «τιμή» του διηγήματος. Οχι βέβαια για το ανεπίτρεπτο της σχέσης, αλλά γιατί μεταβάλλει σε ιδιαίτερη περίπτωση μια επαφή που θα μπορούσε να θεωρηθεί αρχετυπικής καταβολής. Μην ξεχνάμε ότι ο Μένης Κουμανταρέας πάνω σε αυτό το ερωτηματικό και πάνω σε αυτή την αμφιβολία στήριξε τη μαγεία ενός μάλιστα μυθιστορήματός του που είναι «Ο ωραίος λοχαγός». Κάτι που σημειώνεται ακριβώς γιατί σε ένα μυθιστόρημα η ομολογία ενός «ανορθόδοξου» έρωτα θα οικονομούνταν φυσιολογικότερα από ό,τι στις σελίδες ενός διηγήματος.

Βαγγέλης Προβιάς
Πλατεία Μεσολογγίου
Εκδ. Ολκός,
σελ. 192
Τιμή: 13 ευρώ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 14/05/2016, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ