
Όταν μου τηλεφώνησε για να μου ζητήσει να έρθει να την εξετάσω η Ε. δεν μου ακούστηκε σαν άνθρωπος που είχε ανάγκη τις υπηρεσίες μου. Μιλούσε με ευγενική απολύτως ελεγχόμενη αποστασιοποίηση, και ο ήχος της φωνής της ήταν σίγουρος και στιβαρός. Μου είπε ότι της είχε μιλήσει για μένα ένας από τους πιο παλιούς ασθενείς μου, τον οποίο είχα χρόνια να δω, και μου ζήτησε να βρεθούμε το συντομότερο δυνατόν. Κανόνισα το ραντεβού μας για την επόμενη μέρα, αφού προηγουμένως την είχα ενημερώσει απαντώντας στην ερώτησή της πως η κάθε επίσκεψη στοίχιζε 50 ευρώ.
Την επόμενη μέρα, όταν ήρθε στο ραντεβού μας, η εντύπωση που πήρα βλέποντάς την ήταν απόλυτα συμβατή με την εντύπωση που είχα από το τηλεφώνημά μας. Παρουσιάστηκε μπροστά μου μία νέα γυναίκα περίπου 35 χρονών, καλοντυμένη και φροντισμένη, αλλά όχι περισσότερο από όσο επέτρεπε η ώρα (ήταν νωρίς το μεσημέρι). Ήταν μελαχρινή, με μαλλιά μέχρι τους ώμους, σχετικά ψηλή και κατά τι υπέρβαρη. Συνηθισμένη θα την έλεγες, αν δεν ήταν τα μάτια της – μεγάλα, σκούρα, εκφραστικά και… θλιμμένα.
Εμείς οι ψυχοθεραπευτές δίνουμε πολύ μεγάλη βάση στην πρώτη εντύπωση που μας δίνει ένας ασθενής. Φροντίζουμε σε κάθε πρώτη συνάντηση με κάποιον να είμαστε σε εγρήγορση για να «ρουφήξουμε» και την παραμικρότερη πληροφορία που θα μπορούσε να μας δώσουν η στάση του σώματος, τα ρούχα που έχει διαλέξει, οι χειρονομίες, οι εκφράσεις, όλα αυτά δηλαδή που όσο η γνωριμία με τον θεραπευτή βαθαίνει επηρεάζονται και διαστρεβλώνονται από αυτήν. Έτσι και εγώ σε εκείνη την πρώτη συνάντηση με την Ε. πρόσεξα κάποια πράγματα που σημείωσα στο μυαλό μου: αυτό που μου τράβηξε περισσότερο την προσοχή ήταν οι κάτασπρες αρθρώσεις των δαχτύλων και των δύο χεριών της που έσφιγγαν την τσάντα της. Υπέθεσα ότι ήταν από νευρικότητα και άγχος για την συνάντησή μας… μέχρι που άφησε την τσάντα.
Εγώ ήμουν αυτός που της ζήτησα να την αφήσει. Για να δω τον λόγο που είχε αποφασίσει να έρθει να την δω, τόσα χρόνια μετά την κουβέντα που της είχε κάνει για μένα ο παλιός μου ασθενής,. Άφησε λοιπόν την τσάντα… και τότε τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν σε βαθμό ασυνήθιστο ακόμα και για ηλικιωμένο άρρωστο με Πάρκινσον. Δυστυχώς δεν κατάφερα να κρύψω την έκπληξη μου, παρά το γεγονός ότι με είχε προετοιμάσει για την ένταση του τρέμουλου, και μου έφυγε ένα επιφώνημα. Η Ε. αμέσως άρπαξε την τσάντα από το πάτωμα και την έσφιξε σφιχτά.
- Ζητώ συγγνώμη, της είπα. Δεν έπρεπε να αφήσω να φανεί η έκπληξή μου… Αφήστε πάλι την τσάντα κάτω, εκτός και αν προτιμάτε να την κρατάτε…
- Θα προτιμούσα να την κρατάω. Είναι δύσκολο για τους ανθρώπους να μην κοιτάζουν συνέχεια τα χέρια μου και αυτό με κάνει να αισθάνομαι πολύ άβολα.
- Όπως θέλετε… πόσο καιρό μου είπατε ότι υπάρχει το πρόβλημα;
- Περίπου 2 μήνες… Ξύπνησα ένα πρωί και τα χέρια μου έτρεμαν πολύ. Πολύ περισσότερο από τώρα. Δεν μπορούσα να κρατήσω το κουτάλι, την κούπα με τα καφέ... Ήταν αδύνατο να κυκλοφορήσω. Πολλές φορές δεν μπορούσα να κρατήσω σταθερό το τηλεκοντρόλ για να αλλάξω κανάλι. Πήγα σε διάφορους γιατρούς, δεν κατάφεραν να μου βρουν τίποτε νευρολογικό ή οργανικό. Και πριν από μερικές μέρες θυμήθηκα αυτόν τον γνωστό μου που μου είχε μιλήσει για σας και αποφάσισα να έρθω να σας δω.
- Γιατί νομίζετε ότι είναι ένα θέμα που χρειάζεται να λύσετε με κάποιον ψυχοθεραπευτή;
- Γιατί θυμήθηκα πότε ξεκίνησε το τρέμουλο.
- Πότε; ρώτησα με μεγάλη περιέργεια…
Και η Ε άρχισε να μου διηγείται την ιστορία της. Ήταν δημοσιογράφος στην αρχή της καριέρας της. Έγραφε σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, με θέμα τα καλλιτεχνικά. Πριν από περίπου 6 μήνες είχε χάσει την δουλειά της όταν μία εφημερίδα στην οποία είχε σχετικά υψηλή θέση είχε αλλάξει ιδιοκτήτη. Βρέθηκε επί ξύλου κρεμάμενη, σε ένα κλάδο που τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Δεν μπορούσε με τίποτε να βρει δουλειά – βέβαια τον πρώτο καιρό, κατά τα λεγόμενά της, ένα λόγος για αυτό ήταν και η άρνηση που είχε, μετά την άδικη απόλυση της από την τελευταία της δουλειά. Όταν κατάφερε να το ξεπεράσει και να αρχίσει να είναι λίγο πιο ενεργή στην διαδικασία αναζήτησης δουλειάς, της συνέβη το εξής (η εξιστόρηση δική της, όπως την θυμάμαι τουλάχιστον):
«Πήγα σε ένα interview για μία θέση που φαινόταν εξαιρετική περίπτωση. Ο άνθρωπος που μου πήρε την συνέντευξη ήταν του γούστου μου, τα χνώτα μας ταιριάζανε, τα βρήκαμε πολύ καλά. Επιπλέον του άρεσε πολύ και η δουλειά μου! Για την ακρίβεια, το έδειξε ότι του άρεσε η δουλειά μου – ξέρετε, πολλοί δεν λένε ότι τους αρέσει ο τρόπος που γράφεις ή οι ιδέες σου για να μην ζητήσεις πολλά λεφτά, αλλά αυτός δεν ήταν έτσι καθόλου. Μου είπε μπράβο για τα κείμενά μου σε τρεις, τέσσερις διαφορετικές περιπτώσεις. Όταν με ρώτησε για τα χρήματα με τα οποία θα ήμουν ικανοποιημένη, λαμβάνοντας υπόψη μου ότι είναι δύσκολες εποχές, οι εφημερίδες τα βγάζουν πέρα δύσκολα και ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος, του είπα ένα ποσό και μάλλον ήταν μικρό γιατί είδα ότι τα μάτια του γούρλωσαν από χαρά! Όπως καταλαβαίνετε, μετά από όλα αυτά, δικαιολογημένα σε όλο τον δρόμο για το σπίτι τηλεφωνούσα στους πολύ δικούς για να τους πω ότι είχα την δουλειά στο τσεπάκι μου!
Οι μέρες όμως περνούσαν και το τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Πέρασε η βδομάδα που είχαν πει ότι θα μου τηλεφωνήσουν, πέρασε ακόμα μία και τελικά αποφάσισα να τηλεφωνήσω εγώ. Όχι για να πιέσω, αλλά για να δείξω ενδιαφέρον, να μην νομίζουν ότι είμαι καμία αφ’ υψηλού ψωνάρα. Και στο τηλεφώνημα μου είπαν ότι θα με έπαιρναν και εκείνοι, για να μου πουν ότι τελικά αποφάσισαν να μην συνεργαστούν μαζί μου. Θυμάμαι την απίστευτη απογοήτευσή που με πλημμύρισε καθώς ανέβαινα την Σταδίου (είχα τηλεφωνήσει από το κινητό). Όταν καταλάγιασε η λύπη μου άρχισα να ανησυχώ πολύ. Μα καλά, αναρωτιόμουν, είναι δυνατόν να έκανα τόσο τεράστιο λάθος στην αξιολόγηση του interview; Να έπεσα τόσο έξω που πίστεψα ότι πήγε καλά; Να αντιλαμβάνομαι τόσο λάθος την πραγματικότητα;
Οι μέρες περάσανε και μαζί και η απογοήτευσή μου. Είχα ξεχάσει την ιστορία με την δουλειά, πήγα σε άλλα interview, άρχισα να σκέπτομαι τι άλλο θα μπορούσα να κάνω με την ζωή μου… μέχρι που μία μέρα συνάντησα τυχαία έναν γνωστό μου που είχε έναν φίλο στην εταιρία που είχα κάνει το interview. Αυτός λοιπόν του είχε πει ότι ήμουν σχεδόν σίγουρη για την θέση – όμως ο ιδιοκτήτης της εταιρίας, αυτός με τον οποίο έκανα την συνέντευξη, αποφάσισε να μην με προσλάβει όταν έμαθε τα χειρότερα για μένα από έναν άνθρωπο με τον οποίο στο παρελθόν είχα συνεργαστεί. Αυτός, ο Χ. ήταν προϊστάμενός μου σε ένα εκδοτικό συγκρότημα που είχα δουλέψει πριν από μερικά χρόνια. Και έλεγε παντού ότι ήμουν αχάριστη, πολύ ταλαντούχα μεν αλλά καθόλου συνεργάσιμη, και ότι καυγάδιζα με το παραμικρό. Αυτό στο χώρο της δημοσιογραφίας είναι χειρότερο από το να λες για κάποιον ότι δεν ξέρει γραφή και ανάγνωση.
Να σας πω την σύμπτωση; Τον γνωστό που μου είπε τα μαντάτα τον συνάντησα και αυτόν στην Σταδίου, τον ίδιο δρόμο που βρισκόμουν όταν έμαθα από την δουλειά ότι δεν θα συνεργαστούμε. Ακύρωσα ένα ραντεβού για το οποίο ήμουν καθοδόν και γύρισα άρον άρον σπίτι μου… τα ξημερώματα της επόμενης μέρας ξύπνησα από το έντονο τρέμουλο στα χέρια μου».Εκεί η ώρα μας τελείωσε και ολοκληρώθηκε η πρώτη συνάντηση μου με την Ε. Την ρώτησα πότε θα ήθελε να ξαναβρεθούμε, μου πέταξε το μπαλάκι λέγοντάς μου ότι εγώ θα έπρεπε να της πω ως γιατρός, και τελικά συμφωνήσαμε να τα πούμε μετά από μία βδομάδα. Θα προτιμούσα να βρισκόμασταν πιο σύντομα και οι συναντήσεις μας να είναι πιο συχνές, αλλά έλαβα υπόψη μου ότι η Ε. ήταν άνεργη, άρα και οικονομικά σφιγμένη.
Τι άλλο θυμάμαι από την πρώτη συνάντησή μας; Την νευρικότητά της, το χιούμορ της, τα άψογα ελληνικά που χρησιμοποιούσε τα οποία ήταν όχι μόνο σωστά αλλά και εξαιρετικά περιεκτικά, και το πώς περιέγραφε καταστάσεις αρκετά δυσάρεστες με όχι δραματικό ύφος. Παρατήρησα επίσης ότι φαινόταν αρκετά κολλημένη στις απόψεις της, αυστηρή με τον εαυτό της αλλά και υπερβολικά επιεικής ταυτόχρονα, και ισχυρογνώμων. Βέβαια, στην ψυχοθεραπεία, δεν έχει σημασία τι βλέπει ο θεραπευτής, αλλά ο θεραπευόμενος. Εγώ μπορεί να καταλάβω από την δέκατη συνάντηση με κάποιον ποιο είναι το καρφί στην πόρτα του ασθενή – αν όμως δεν το δει και εκείνος και δεν αποφασίσει να το βγάλει ώστε να γιατρευτεί, είναι δώρο άδωρον.
Περίμενα με μεγάλη αγωνία την δεύτερη συνάντησή μας. Ήθελα να μάθω τη συνέχεια της ιστορίας, η Ε. θα μου έλεγε τι είχε συμβεί στον παρελθόν με αυτόν που την είχε κακολογήσει. Αυτό που με ενδιέφερε πάρα πολύ είναι να δω αν θα έκανε σύνδεση της ιστορίας αυτής με το τρέμουλο στα χέρια της που την είχε κλείσει στο σπίτι. Ήξερα ότι είχε συνδέσει χρονικά τα δύο γεγονότα, αλλά πώς θα τα ερμήνευε, αναρωτιόμουν;
Ήρθε η Πέμπτη, και η Ε συνέχισε την ιστορία της:
«Ο Χ., αυτός που με κακολόγησε στην δουλειά που τελικά δεν έπιασα, ήταν διευθυντής μου και άμεσα προϊστάμενός μου σε μία εκδοτική εταιρία. Τον είχα βρει εκεί όταν πήγα – και θεώρησα ότι θα ήταν ακόμα ένας λόγος να είμαι πολύ χαρούμενη με την δουλειά αυτή. Η εκδοτική εταιρία ήταν μία από τις μεγαλύτερες στην Ελλάδα και ήταν μεγάλο κατόρθωμα που είχα καταφέρει να χωθώ. Η χαρά μου δεν λεγόταν. Κυριολεκτικά πετούσα! Και αυτό φαινόταν. Μέσα σε λίγες βδομάδες κατάφερα να γίνω σούπερ αγαπητή από τους συναδέλφους μου, χωρίς να κάνω την πραγματική προσπάθεια, απλά διότι ένοιωθα πολύ καλά. Ήμουν χαρούμενη, ευδιάθετη, και τίποτα δεν τραβά τους άλλους ανθρώπους όσο κάποιος που είναι καλά. Φαίνεται όμως ότι αυτό ακριβώς που με έκανε τόσο αγαπητή, ενοχλούσε τον Χ. Ο ίδιος περνούσε μία από τις χειρότερες επαγγελματικά φάσεις του. Για λόγους που δεν είχαν να κάνουν με εκείνον και που δεν αξίζει να αναφέρω, αντιμετώπιζε πόλεμο από τους ανταγωνιστές του στην εταιρία, και η πίεση που ζούσε κάθε μέρα τον έκανε πολύ δυσάρεστο, πολύ κακότροπο, πολύ γκρινιάρη. Το αποτέλεσμα ήταν να μην είναι καθόλου αγαπητός – και πιθανώς λόγω προσωπικής γνωριμίας που είχε μαζί μου, θεωρούσε ότι ήμουν ο καλύτερος στόχος για να βγάζει την κακή του διάθεση.
Μου μιλούσε άσχημα, με υποτιμούσε χωρίς λόγο, με υποβίβαζε… κάποια στιγμή με κάλεσε να με προειδοποιήσει ότι κινδύνευα να απολυθώ επειδή δεν δούλευα αλλά όλο έκανα παρέα με τους υπόλοιπους. Δεν ήταν αλήθεια, η δουλειά μου ήταν τουλάχιστον ικανοποιητική, για να μην πω και περισσότερο. Εγώ προσπαθούσα να κάνω υπομονή, δεν αντιδρούσα, μέχρι που μία μέρα, όταν εις επήκοον όλων μου είπε μία χοντράδα αντέδρασα, του την είπα και έφυγα από το γραφείο του. Δεν ξέρω ακόμα γιατί με είχε βάλει στόχο… ήταν ότι με ήξερε από παλιά και θεωρούσε ότι έχει οικειότητα, ήταν ότι τον ενοχλούσε η καλή σχέση που είχα με τους νέους συναδέλφους μου, ήταν η κακιά στιγμή; Πάντως, λίγο καιρό μετά ο Χ έφυγε από την εταιρία, και συνέχεια δεν δόθηκε στην «διένεξή» μας. Θεωρώ ότι ακόμα και αν φταίγαμε σε αυτήν την φάση 50-50 τα παλιά πράγματα τα παίρνει το ποτάμι, ξεχνιούνται. Εξάλλου τα λάθη για τους ανθρώπους είναι.
Έλα όμως που ο Χ. δεν είχε την ίδια γνώμη. Φαίνεται ότι την «ασέβεια» που είχα κάνει να του πω να μου μιλά καλύτερα την είχε κρατήσει, 5 χρόνια μετά, και με βάση αυτή είχε πει τόσο κακά λόγια για μένα. Με κατηγορούσε για αχαριστία – το θεώρησα πολύ μεγάλη αδικία από μέρους του… μα καλά έλεγα, πόσο μεγάλο κακό του έκανα ώστε να με εμποδίζει να πιάσω μία δουλειά ούσα άνεργη; Και, ακόμα και αν έκανα λάθος τότε που τον αντιμετώπισα χωρίς σεβασμό, δεν μπορούσε να έρθει να μου ζητήσει τα ρέστα; Γιατί θεώρησε δεδομένο ότι είχα κακή πρόθεση απέναντι του; Αυτές τις σκέψεις έκανα το βράδυ πριν κοιμηθώ. Ένοιωθα πολύ πικραμένη και φοβισμένη και αδικημένη. Και όλα αυτά, επιπλέον του υπαρξιακού φόβου τι θα κάνω με την δουλειά, άρα με την ζωή μου. Ε, λίγες ώρες μετά ξύπνησα με τα χέρια μου να πηγαίνουν πέρα δώθε…».Η Ε. τελείωσε την διήγησή της και αναστέναξε. Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσάντα της (που για μεγάλη μου ικανοποίηση την είχε αφήσει στο τραπέζι, σημάδι ότι με εμπιστευόταν αρκετά ώστε να μου επιτρέπει να βλέπω τα τρεμάμενα χέρι της) και σκούπισε τα δάκρυά της. Εγώ σιωπούσα. Την κοιτούσα με τα τεράστια γουρλωμένα μάτια μου και περίμενα. Και τότε το είπε:
- Άρχισα να τρέμω από την οργή για την αδικία, έτσι δεν είναι;
- Γιατί το λέτε;
- Δεν ξέρω. Από ένστικτο. Και γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι σύμπτωση να το έπαθα αυτό την ίδια μέρα που έμαθα όσα λέει ο Χ. για μένα.
- Το ξέρετε όμως ότι δεν υπάρχει τρόπος να το διαπιστώσουμε, έτσι δεν είναι;
- Δηλαδή;
- Ας πούμε ότι αποδεχόμαστε την υπόθεσή σας… και ότι αρχίζουμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτήν Υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να μην σταματήσετε να τρέμετε, ακόμα και αφού την έχουμε διαχειριστεί! Όπως επίσης υπάρχει και η πιθανότητα, ακόμα και αν σταματήσετε να τρέμετε να μην είναι επειδή χειριστήκαμε αυτό το θέμα αλλά γιατί στην διαδικασία μιλήσαμε για άλλα πράγματα.
- Ναι, έχετε δίκιο… αλλά εγώ ξέρω ότι άρχισα να τρέμω από την αδικία. Και είμαι σίγουρη ότι αν κάπως σπάσω το ξόρκι (μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον που χρησιμοποίησε αυτή την φράση) θα μπορέσω να συνέλθω.
Σε εσάς δεν θα πω ψέματα: Είχα την ίδια γνώμη με την Ε για την αιτία του τρέμουλού της. Ο λόγος που δεν της το είπα είναι διότι ήθελα να κρατήσω ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο ερμηνείας, να υπάρχει πάντα η αβεβαιότητα, ώστε να έχει τα μάτια και τα αυτιά και τις κεραίες της ανοιχτά να ερευνά όλα τα πιθανά σενάρια και κάθε εξήγηση.
Συναντηθήκαμε πολλές πολλές φορές με την Ε. Ερευνήσαμε όσο περισσότερο ήταν δυνατόν το γιατί άρχισε να τρέμει. Διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν μόνο η αδικία που την είχε φέρει σε αυτό το σημείο, αλλά και πολλά πολλά άκομα πράγματα τόσο του παρόντος όσο και του παρελθόντος. Για παράδειγμα ένα από αυτά ήταν το βάρος που ένιωθε στην συνείδησή της για τον τρόπο που και η ίδια είχε φερθεί στον Χ. Βγήκαν και άλλα πράγματα στην επιφάνεια, πολλά από τα οποία εξέπληξαν ακόμα και εμένα που έχω δει πολύ μεγάλη ποικιλία στους διαστρεβλωμένους τρόπους με τους οποίους ο εαυτός μας ζητά από μας να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι.
Πάντως, για να κλείσει η ιστορία η Ε., σταμάτησε να τρέμει. Όχι χωρίς να κάνει βήματα. Έστειλε ένα γράμμα στον Χ. πολύ ευγενικό όπου του εξηγούσε την δική της εκδοχή στην ιστορία που τον έκανε να έχει τόσο κακή γνώμη για κείνη. Δεν του ζητούσε τα ρέστα, ούτε του έλεγε τι να κάνει. Απλά έβγαζε στο φως, με αλήθεια και πίστη στην ανθρώπινη αξία και αγάπη, αυτό που είχε μέσα της, ακόμα και αν είχε κάποιες πτυχές που δεν ήταν καλόβολες και θετικές. Ακόμα, άκουσον άκουσον, του ζητούσε συγγνώμη σε ότι έφταιξε - και του έλεγε ότι αν έκανε κάτι που τον προσέβαλε δεν είχε πρόθεση, αλλά ήταν απροσεξία της ηλικίας της.
Το πιο σημαντικό ήταν για μένα ότι την ιδέα να στείλει αυτό το γράμμα ήταν δική της, εντελώς δική της. Αυτό με έκανε πολύ υπερήφανο για την δουλειά που είχαμε κάνει. Όταν μου το είπε την σεβάστηκα ακόμα περισσότερο. Είναι σπουδαίο πράγμα να βλέπεις πονεμένους ανθρώπους όταν λύνουν σιγά σιγά θεματάκια να θέλουν την ίαση να την κάνουν πράξη προς τους άλλους. Σπουδαίο.
Την αγάπησα την Ε. και όταν μετά από λίγα χρόνια έφυγε για το εξωτερικό επειδή δεν έβρισκε άκρη στα επαγγελματικά της μου έλειψε πάρα πολύ. Είχαμε πει ότι θα τηλεφωνιόμαστε, αλλά φυσικά μάτια που δεν βλέπονται… έτσι, χαθήκαμε. Τι να κάνει άραγε τώρα;
Η Ε. δεν το ξέρει αλλά μου έμαθε πολλά. Δεν φαίνονται όλα σε αυτήν την ιστορία αλλά υπάρχουν όλα ολοζώντανα μέσα μου. Μου έδειξε πόσο σημαντικό είναι να αναρωτιέσαι για αυτά που σου συμβαίνουν, να τα εξετάζεις, να αφήνεις ανοιχτά τα ενδεχόμενα και κυρίως να είσαι διατεθιμένος να προχωρήσεις
υποχωρώντας... όμως αυτό το τελευταίο αξίζει τον κόπο να γίνει θέμα μίας άλλης ιστορίας.
Ελπίζω η Ε. να είναι καλά. Είμαι σίγουρός ότι θα είναι καλά. :-)