Το γέρικο σώμα ήταν τόσο αδυνατισμένο, που, παρά την ονειρική του
αδυναμία, το σήκωσε σαν να ήταν από πούπουλο. Κρατώντας το στην
αγκαλιά του και καθισμένος ανακούρκουδα, της έβγαλε πρώτα το παλτό. Το
πέταξε παράμερα, μα αισθάνθηκε τύψεις. Εκείνη ποτέ δε θα πετούσε έτσι
ένα ακριβό, φίνο, καμηλό παλτό. Δεν ήθελε όμως για κανέναν λόγο να την
αφήσει από τα χέρια του, ούτε για δέκα δευτερόλεπτα, για να το
διπλώσει.
Μετά, της ξεκούμπωσε και της έβγαλε το λευκό πουκάμισο με το
δαντελένιο γιακά, την καφεπορφυρή φούστα, το μεσοφόρι, ένα μεταξωτό,
σαν μπλουζάκι, με τιραντάκια, που φορούσε κάτω από το πουκάμισο κ
αυτός δεν ήξερε πως το λένε. Τα κορίτσια, δεκαετίες τώρα δεν φοράνε
τέτοια, όπως δεν φορούνε ούτε και μόνο φούστες, ή βυζοθήκες με
μπαλένες κ δαντέλες.
Από κείνη, όταν ήταν μικρός είχε ακούσει αυτή τη λέξη: βυζοθήκη. Πόσο
είχε γελάσει - κ μετά πόσο είχε ξεκαρδιστεί κ κείνη με το γέλιο του.
Ορίστε: τώρα την είχε σχεδόν γυμνή στην αγκαλιά του. Με την κυλότα κ
με, ναι, τη βυζοθήκη... Δεν δίστασε στιγμή, όπως ίσως θα δίσταζε ένας
γιος να γυμνώσει εντελώς τη μάνα του. Ούτε κ είχε την βραδύτητα των
κινήσεων στα όνειρα. Γρήγορα γρήγορα ξεθηλύκωσε τη βυζοθήκη, την
έβγαλε, τράβηξε κ την κυλότα κ ιδού: ολόγυμνη, ζαρωμένη, ρυτιδιασμένη,
με φλεβίτσες από τα γεράματα, με αμέτρητες ελιές κ σημάδια κ πανάδες,
ολόγυμνη, απόλυτα παραδωμένη στα χέρια του. Προσπάθησε να μην κοιτάξει
τον αριθμό στο χέρι. Σηκώθηκε και με σταθερό βήμα, το βήμα της πιο
αναμφίβολης πραγματικότητας, με το άψυχο κορμί της μάνας του της
ηλικιωμένης στην αγκαλιά, έκανε τα μερικά βήματα ως στην μπανιέρα. Την
απόθεσε, γλυκά, τρυφερά, προσεκτικά, της έβαλε μια διπλωμένη πετσέτα
στο σβέρκο, να ακουμπά, και ύστερα, άνοιξε την βρύση. Όταν το νερό
γέμισε την μπανιέρα, το έκλεισε - η ησυχία απλώθηκε πάλι, γαλήνια,
προστατευτική σαν σε όνειρο, κ αυτός πήρε ένα
σφουγγάρι κ με απαλές, αργές σαν βρέφους που εξερευνά το κόσμο γύρω,
κινήσεις, άρχισε να τρίβει το γέρικο, αποστεωμένο, χτυπημένο κ βρώμικο
κορμί.
Δεν παρέλειψε τίποτε. Τίποτε. Τα οστά που από την ασιτία εξείχαν σαν
λεπίδες στους γοφούς, τα κρεμαστά στήθη, το πληγιασμένο αιδοίο, με
τους κοριούς, τα πέλματα τα σκληρά σαν ζώου από την ξυπολισιά.
Έτριβε, χάιδευε, έκλαιγε κ τραγουδούσε. Έτριβε, χάιδευε, έκλαιγε κ
τραγουδούσε. Έτριβε, χάιδευε, έκλαιγε κ τραγουδούσε.
Ύστερα ξύπνησε. Ήταν Κυριακή. Γιορτή της μητέρας. Η 63η γιορτή της
μητέρας δίχως την μητέρα του.
*****
Τον Απρίλιο του 1943, την είδε για τελευταία φορά, αυτήν την παράξενη
γυναίκα που για να τον κάνει να γελάει του ψυθίριζε "βυζοθήκη" στις
πιο ακατάλληλες κ σοβαρές περιστάσεις. Τότε ήταν 28 κ αυτός 7. Εκείνο
το μεσημέρι φορούσε ένα καμηλό παλτό, καφεπορφυρή φούστα, άσπρο
πουκάμισο με δαντέλες. Την συνέλαβαν κ την ανέβασαν μαζί με πολλούς
άλλους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, σε ένα βρωμερό καμιόνι. Το τελευταίο
που του είπε πριν βγει από το δωμάτιο της παράγκας του γκέτο ήταν
"κρύψου. Κρύψου τώρα, κάνε ησυχία, μετά ζήσε. Ζήσε! Δεν ξέρω πως! Ζήσε
για μένα!"
Υπάκουσε. Έζησε. Από τύχη πιο πολύ, του φαίνεται. Παρά την ενοχή που
την άφησε μόνη, που την υπάκουσε. Μετά τον πόλεμο, όταν τελείωσαν όλα,
άρχισαν όλα: έμαθε. Για το Άουσβιτς, όπου εξοντωθήκαν οι 54 χιλιάδες
από τις 56 των Θεσσαλονικιών Εβραίων - για τους βιασμούς - για την
ασιτία - για τα βασανιστήρια κ τις εκτελέσεις - για τα ξυρισμένα
κεφάλια κ τα σακιά με τις γέφυρες των δοντιών κ τα χρυσά δόντια. Για
τους ομαδικούς τάφους κ τα κρεματόρια. Για τα νούμερα τα σφραγισμένα
στον καρπό. Είδε φωτογραφίες, αργότερα είδε και ντοκυμαντέρ. Άντεξε να
δει. Τα άγνωστα κουφάρια.
Μίλησε για αυτό, έγραψε για αυτό, έκανε ψυχανάλυση για αυτό, έκανε
άτεχνη τέχνη για αυτό, τα πάντα έκανε. Μόνο σε αυτό το παράξενο
όνειρο, (που επανέρχεται, τώρα τελευταία, που έχει την διπλάσια ηλικία
της κ παραπάνω, όλο κ συχνότερα) μόνο σε αυτό το όνειρο καταφέρνει να
κλάψει τη μαμά του. Μα ξυπνά πάντα, όσο και αν έχει χαϊδέψει, όσο και
αν έχει τραγουδήσει, όσο και αν έχει μοιρολογήσει, απαρηγόρητος. 28
ετών. 28.