Δεν είχα καμία δικαιολογία. Ή, για την ακρίβεια, δεν είχα τη μόνη δικαιολογία που θα μπορούσα να επικαλεστώ, η οποία όμως, ακόμη κ αυτή, είναι βέβαιο πως δε θα με έβγαζε από την δύσκολη θέση: δεν έκανε κρύο. Αντίθετα. Η νύχτα που έκανα αυτό που έκανα ήταν ζεστή, καλοκαιρινή, δεν σήκωνε προφάσεις αναζήτησης ζεστασιάς.
Αρχές Αυγούστου ήταν. Φωτεινό βράδυ, καθαρό, δίχως φεγγάρι αλλά με αστέρια, πολλά. Από τα παράθυρα του θαλάμου στο στρατόπεδο του πεζικού όπου υπηρετούσα μπορούσα να δω το στερέωμα. Λήμνος. Ο κοντινότερος οικισμός στη «μαύρη», δύσκολη μονάδα, ήταν ένα απομεινάρι χωριού με λίγες δεκάδες σπίτια, τα περισσότερα από αυτά ήδη τότε, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, ακατοίκητα. Οι κάτοικοί τους αν δεν είχαν μεταναστεύσει σε κάποιο αστικό κέντρο, είχαν μετακινηθεί προς τα παράλια του νησιού. Γύρω από τη μονάδα, ησυχία. Ερημιά. Κακιά γαλήνη. Λίγα σπίτια, λίγα φώτα, λίγη ζωή. Θητεία. ...ναι, αλλά έτσι γινόταν και μπορούσαμε να βλέπουμε τα αστέρια, σκέφτομαι τώρα.
Και θαρρώ έτσι έγινε και εκείνο το Αυγουστιάτικο, φωτεινό βράδυ, αφέθηκα να κάνω αυτό για το οποίο καμία αποδεκτή δικαιολογία δεν υπάρχει. Η γαλήνη, η ησυχία, η ερημιά, οι αυγουστιάτικες άδειες που είχαν αδειάσει το στρατόπεδο κ το θάλαμο της διμοιρίας μου, από τη μία με έκαναν να φοβάμαι λίγο περισσότερο από το πόσο, αυτόματα, αυθόρμητα, εκ της φύσεώς μου φοβόμουν συνεχώς κ τα πάντα... από την άλλη όμως μου επέτρεψαν να αποτολμήσω το ανεξήγητο, το τρελό.
Ήταν περασμένες 1 το βράδυ. Είχα πέσει νωρίς στο κρεβάτι, στις 5 ξημερώματα είχα υπηρεσία, έπρεπε 4 κ 15, 4 και μισή το πολύ να σηκωθώ. Αποκοιμήθηκα αμέσως, για δυο ωρίτσες. Δεν ξέρω τι με ξύπνησε. Άνοιξα τα μάτια, κοίταξα το πλαστικό ρολόι χειρός, είδα πως είχα ακόμα 3 ώρες ύπνου και... και αντί να αλλάξω πλευρό, να βολευτώ καλλίτερα στο κρεβάτι, αντί να πάω να πιω νερό ή να κατουρήσω, σηκώθηκα κ ανεξήγητα, αναίτια κ για μένα τον ίδιο, κυρίως για μένα, προχώρησα, ξυπόλητος, στο μισοΰπνι μου, τα λίγα μέτρα μέχρι το κρεβάτι ενός άλλου φαντάρου όπου, χωρίς δισταγμό, δίχως μια στιγμιαία έστω επιβράδυνση, ξάπλωσα δίπλα του.
Ξάπλωσα δίπλα του. Στο μονό, στενό στρατιωτικό κρεβάτι που οι και οι λίγο έστω εύσωμοι φαντάροι έβρισκαν μικρό. Δεν έκανε κρύο, δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις με τον άνθρωπο... τίποτε, δεν είχα καμία «δικαιολογία». Αλλά εκείνη τη στιγμή, δεν είχα ούτε στο ελάχιστο στο μυαλό μου το γιατί κ το πως. Αργότερα συνέλαβα με το μυαλό το παράξενο του συμβάντος κ άρχισα να σκέφτομαι. Τότε, εκείνο το γαλήνιο αυγουστιάτικο βράδυ, δεν είχα καμία σκέψη. Απλώς υπέκυψα, παρασύρθηκα, σαγηνεύτικα, (πως να το πω; ) από ό,τι ήταν αυτό που με παρακίνησε να πάω κ να κουρνιάσω δίπλα στον κοιμισμένο συνάδελφο.
Δεν θυμάμαι το όνομά του. Μοιάζει απίστευτο αλλά είναι αλήθεια. Δε θυμάμαι καλά καλά πως ήταν (μου άρεσε όμως, με γοήτευε) - αν τον συναντήσω τώρα, σήμερα, στο Παγκράτι, δε θα τον αναγνωρίσω ακόμα κ αν έχει αλλάξει ελάχιστα. Δεν θυμάμαι τον τόπο καταγωγής του, που έμενε, πόσο υπόλοιπο θητείας είχε, ποια ήταν η σειρά κ η ειδικότητά του, πώς μου συμπεριφερόταν, αν μου έκανε καψόνια ή με αγνοούσε ως παιδάκι μαλθακό... μα θυμάμαι πως όταν ξάπλωσα δίπλα του, αυτός ήταν ανάσκελα κ εγώ στο πλάι, η μύτη μου ήρθε κοντά στο μάγουλο κ τον λαιμό του, και μια αγγελική μυρωδιά με γέμισε ευτυχία - το φτηνό άρωμα που είχε βάλει στο πρόσωπο του μετά το βραδυνό ξύρισμα. Θυμάμαι το πόδι μου να ακουμπά το πόδι του στο ύψος του μηρού, για ένα δευτερόλεπτο, να το τραβάω, κ μετά να το πλησιάζω πάλι, να ακουμπάω και να το αφήνω εκεί, να μην το τραβάω ξανά. Θυμάμαι να κάνει μια απότομη κίνηση με το κεφάλι προς τα δεξιά, προς τα μένα δηλαδή, εμένα που ήμουν ξαπλωμένος, κολλημένος πια πάνω του, άφοβα, άντροπα, απελπισμένα, ευτυχισμένα, φοβισμένα, ένοχα, τρυφερά, ακίνητα, λαχανιασμένα, κοιμισμένα, ξυπνητά, χαρούμενα... κ ύστερα να φέρνει ξανά το κεφάλι του σε ίσια θέση κ λίγα δευτερόλεπτα μετά να ακούω τον ρυθμικό του, ελαφρύ ροχαλητό. Θυμάμαι, μετά, μέσα στον ύπνο μου το δεξί του χέρι να βρίσκεται περασμένο κάτω από το λαιμό μου και να ακουμπά την πλάτη μου.
Και ύστερα θυμάμαι να μου λέει ψιθυριστά, ήσυχα, με ένα ίχνος υγρής βραχνάδας στη φωνή «...έλα, πήγαινε σιγά σιγά. Σήκω. ...έλα, πήγαινε. Θα μας δούνε...». Γλυκά, τρυφερά, μειλίχια, σαν διστακτικός, φοβιτσιάρης ακόμη - ακόμη, ήρωας του Τσέχωφ, πιο δειλός κ τρομαγμένος από τον κόσμο και από μένα.
Πήγα. Έκανα όπως είπε. Σηκώθηκα, περπάτησα τα λίγα, ξυπόλητα βήματα ως το κρεβάτι μου, ξάπλωσα κ μισή ώρα μετά, το ξυπνητήρι με τίναξε στην πραγματικότητα.
Αυτό ήταν όλο. Τι έγινε μετά; Δεν έχω ιδέα. Δε θυμάμαι. Έγινε άραγε κάτι; Δε θυμάμαι... όπως δεν θυμάμαι τι πραγματικά έγινε κ πριν από το μετά, πριν εκείνο το δίωρο... ή μήπως ήταν τρίωρο; Τι έπαθα; Τι μου συνέβη; Τι ήθελα; Τι ήθελα πραγματικά; Έχω σκεφτεί διάφορες εκδοχές, από τις πιο αισθηματικές μέχρι τις πιο κυνικές: από το ότι ήμουν ερωτευμένος δίχως να τολμώ να το συνειδητοποιήσω, μέχρι ότι είχα ανάγκη κάποιου είδους προστασίας, και από το ότι είχα καύλες κ έριξα άδεια μην κ πιάσω γεμάτα, μέχρι ότι ήθελα να δημιουργήσω ένα μικρό σκάνδαλο για να με διώξουν από τη θητεία.
Δεν νομίζω πως θα μάθω ποτέ θετικά, επιβεβαιωμένα, τα αληθινά μου κίνητρα. Δεν είναι μόνο πως έχω απομακρυνθεί, σύμπαντα ολόκληρα, από τον δεκαοχτάχρονο εμένα. Είναι πως το ανεξήγητο κ αναίτιο του επεισοδίου, της συμπεριφοράς των προσώπων, με κάποιον εξίσου γοητευτικά αναίτιο, ανεξήγητο τρόπο, καθαγιάζει αυτό που συνέβη. Ό,τι κ να ήταν. Καθαγιάζει όχι με την έννοια της μη-αμαρτίας (ενήλικες, συναίνεση, επιθυμία, κ.λπ κ.λπ.) - καθαγιάζει με την έννοια του κυτταρικά προερχόμενου, του αληθινά αληθινού, αυτού που ανάβλυσε από το ανεξήγητο εντός μας. Από το ανεξήγητό μας.
Αλλά και αυτή η σκέψη ακόμα ενδέχεται να είναι μια αποτυχημένη κ περιττή απόπειρα εκλογίκευσης. Απόλυτα περιττή.