Ήταν ο μεγάλος αδελφός της Λόλας που της δείχνανε ένα μήλο.
Ήταν το παιδί που είχε από φυσικού του την χωρίστρα που όλα τα υπόλοιπα παιδιά ξυπνούσαν μιάμιση ώρα νωρίτερα για να μπορέσουν οι μαμάδες τους να τους τη φτιάξουνε.
Φορούσε πάντα τα πιο περιποιημένα και καθαρά ρούχα, είχε την πιο τακτική σάκα και το άγραφο θρανίο, πήγαινε παρέα με την γιαγιά και τον παππού βόλτα στο πάρκο, έλεγε την προσευχή σε όλα τα γεύματα της οικογένειας, βοηθούσε στα μαθήματά τους τα μικρότερα αδέλφια του, τα καλοκαίρια δούλευε στην δουλειά του πατέρα, έλεγε το ποίημα για τους ήρωες του 21 και του 40!
Αλλά ο μεγάλος προσωπικός του θρίαμβος, εκεί που κατάφερνε να ξεπεράσει και τις πιο μεγάλες προσδοκίες, ήταν στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Αν δεν τον είχες δει να στέκεται μπροστά στην πόρτα ενός σπιτιού του χιονισμένου χωριού μας και να τραγουδά, δεν μπορείς να καταλάβεις τι είναι Χριστούγεννα. Η φωνή του αγγελική, η παρουσία του καθησυχαστική, ήρεμη, ισορροπημένη. Ήταν όλος μία αγαλλίαση. Όταν η ΥΕΝΕΔ έκανε ένα αφιέρωμα στο χωριό μας και τα χριστουγεννιάτικα έθιμά του, αυτόν έβαλαν να τραγουδήσει τα κάλαντα στη μέση της πλατείας με τον κοινοτάρχη πίσω του να τον καμαρώνει.
Ο Θανασάκης όχι μόνο έλεγε τα κάλαντα σε όλα τα σπίτια στο γραφικό χωριό αλλά τα τραγουδούσε και ολοκληρωμένα. Περνούσε τουλάχιστον ένα πεντάλεπτο μπροστά σε κάθε πόρτα, ένα πεντάλεπτο που τελείωνε με την νοικοκυρά του σπιτιού να κλαίει βουτηγμένη μέχρι τα μπούνια στο πνεύμα των Χριστουγέννων και με τον Θανασάκη να έχει τσεπώσει ένα πολύ καλό φιλοδώρημα.
Εμείς τα υπόλοιπα παιδιά που όλοι την χρονιά είχαμε συνηθίσει να ακούμε για το πόσο τέλειο παιδί είναι ο Θανασάκης, εκείνες τις ημέρες τον αντιπαθούσαμε ακόμη περισσότερο. Ο λόγος; Τα φράγκα που μάζευε - πρέπει να ήταν πολλά λεφτά κάθε φορά, ένα ποσό που σίγουρα δε θα συγκρινόταν με τα δικά μας (που εδώ που τα λέμε και πολλά ήταν αν σκεφτείς πόσο βαριεστημένα και με πόσα λάθη λέγαμε τα κάλαντά μας, αλλά και ότι, έχοντας δώσει το χοντρό πακέτο στο Θανασάκη, οι νοικοκυρές δεν είχαν παρά μόνο ψίχουλα για μας. )
Αυτό που μεγάλωνε ακόμη περισσότερο την φήμη του συμμαθητή μας ήταν ότι ποτέ μετά από τις γιορτές δεν τον βλέπαμε με ένα καινούργιο παιχνίδι ή ένα καινούργιο ρούχο, σημάδι ότι τα χρήματα που μάζευε δεν τα σπαταλούσε… προς μεγάλη δυσαρέσκεια μας που έπρεπε να ακούμε ένα φοβερό κήρυγμα από τους γονείς μας που τελείωνε με το κλασικό «καλά, είναι ανάγκη να τρως τα λεφτά σου σε μπιγκ μπάμπολ και μπομπονέλες; δεν μπορείς να τα φυλάς όπως ο Θανασάκης;».
…Τα χρόνια περάσανε. Το χωριό έπαψε να είναι γραφικό. Τα σπιτάκια με την καθαρή ασβεστωμένη αυλή αρχίσανε να καταρρέουν. Η δουλεία του πατέρα έπεσε έξω. Ο ψαρομάλλης γλυκός παππούς με το μπαστούνι, που μας θύμιζε το Γεροστάθη και μας έλεγε τις πιο αστείες ιστορίες, μπήκε στη φυλακή γιατί αποδείχτηκε ότι για χρόνια κακοποιούσε σεξουαλικά μία συμμαθήτρια μας που είχε σύνδρομο Down. Και εμείς σχεδόν όλοι καταλήξαμε στην Αθήνα.
Ως κλασικά επαρχιόπαιδα που μισούν οτιδήποτε τους θυμίζει το μέρος που μεγάλωσαν δεν είχε κανένας από μας κρατήσει επαφή με κάποιον άλλον από το χωριό… Ούτε και μαθαίναμε νέα από τους παλιούς συμμαθητές μας και τις ζωές τους. Εγώ δεν αποτελούσα εξαίρεση. Μαύρη πέτρα είχα ρίξει πίσω μου.
Μία μέρα, καθόμουν σε ένα καφέ, δίπλα σε ένα νοσοκομείο που πήγαινα κάθε περίπου 15 μέρες να πάρω κάτι φάρμακα. Μόλις μου είχαν κάνει μια ένεση και αισθανόμουν το χημικό να απλώνεται στο σώμα μου. Η εξάντληση μου ήταν απερίγραπτη. Αναρωτιόμουν πως θα πάρω τα πόδια μου να πάω μέχρι το ημιυπόγειο που έμενα. Ήμουν άνεργος, τα έβγαζα πέρα με μικροκομπίνες και λεφτά για ταξί δεν είχα – και κάπως τα είχα καταφέρει και δεν μου είχε μείνει κανένας φίλος να έρχεται μαζί μου σε αυτές τις επισκέψεις στο νοσοκομείο.
Τέλος πάντων, μάζεψα τα κουράγια μου και σηκώθηκα. Πήγα αργά αργά προς την πόρτα του καφέ, βγήκα στο θόρυβο του δρόμου, και έφτασα ως την στάση. Δυστυχώς μόλις εκείνη τη στιγμή είχε περάσει το μόνο λεωφορείο που πήγαινε στο σπίτι μου. Άρχισα να ζαλίζομαι. Το παγκάκι της στάσης ήταν πιασμένο από κάτι γριές. Σκέφτηκα να τους πω ότι έχω ανάγκη να κάτσω αλλά δεν θα με πίστευαν. Τα μαλλιά μου ακόμα δεν είχαν αρχίσει να πέφτουν και τα κωλοχημικά αντί να με αδυνατίζουν μου έδιναν ένα πρήξιμο και ένα κοκκινομαγούλιασμα, που με έκαναν σκέτη προσωποποίηση της υγείας.
Και τότε λιποθύμησα.
Δεν ξέρω πόση ώρα μετά συνήλθα. Ήμουν στην ίδια θέση, κανείς δεν είχε έρθει να με βοηθήσει… τι σου κάνουν τα λίγο φθαρμένα ρούχα. Προσπάθησα να σηκωθώ. Τα ψιλοκατάφερα. Και τότε ένα δυνατό χέρι, με μεγάλα χοντρά αντρικά δάχτυλα, αλλά και με μακριά κόκκινα νύχια, με έπιασε από τον αγκώνα και με βοήθησε να σταθώ εντελώς στα πόδια μου.
Ήταν μία τραβεστί. Η ποιο άσχημη και κακόγουστη και κιτς που είχα δει ποτέ. Μου χαμογέλασε. Τα δόντια της ήταν κίτρινα, ένα μπροστινό ήταν σπασμένο. Η ανάσα της μύριζε τσιγαρίλα. Με πήγε μέχρι την στάση.
- Σήκω μωρή – δεν βλέπεις τον άνθρωπο; είπε το τραβεστί μου σε μία γριά.
Το παγκάκι άδειασε αμέσως. Ξάπλωσα και άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες. Η τραβεστί έκατσε στην άκρη και άρχισε να μου χαϊδεύει το μπούτι.
- Που μένεις; Μπορούμε να ειδοποιήσουμε κανέναν να έρθει να σε πάρει;
... … … … … … … … … … …
Να μην τα πολυλογώ, η τραβεστί με πήγε στο σπίτι με ταξί. Μου άφησε και λεφτά φεύγοντας, όχι πολλά, αλλά πλάκα πλάκα την έβγαζα την βδομάδα… Την ευχαρίστησα για την βοήθεια της. Καθώς έφευγε με ρώτησε αν κατάγομαι από το χωριό xxxxxx.
- Ναι, της λέω…
- Καλά μου φάνηκε ότι κάποιον μου θυμίζεις. Πως σε λένε;
- Βαγγέλη Πxxxxx της λέω…
- Σοβαρά; Ξέρεις ποιά είμαι εγώ; Ο Θανάσης, ο γιος του Κxxxxxx.
Έμεινα παξιμάδι… Το κακάσχημο αυτό τραβεστί ήταν ο Θανάσης, ο Θανασάκης, το παιδί πρότυπο, το παιδί για το οποίο, σχεδόν, είχαν γραφτεί τα κάλαντα.
- Σοβαρολογείς, της λέω… εσύ είσαι ο Θανασάκης; … που έλεγες τα κάλαντα τόσο ωραία… και πως σε λένε τώρα;
- Κάρολ, μου λέει. Κάρολ Κρίστμας. Δεν μου πηγαίνει τέλεια;