Κυρίες και κύριοι,
Πιστεύω πως αυτό το βραβείο δεν απονέμεται σε μένα ως άτομο, αλλά στα έργα μου – έργα από μια ζωή βυθισμένη στο μαρτύριο και τον μόχθο του ανθρώπινου πνεύματος. Όχι για τη δόξα και πολύ λιγότερο για το κέρδος, αλλά για τη δημιουργία, με υλικά του ανθρώπινου πνεύματος, ενός έργου που είδε το φως για πρώτη φορά. Το βραβείο λοιπόν αυτό είναι ένα απόθεμα εμπιστοσύνης προς εμένα. Δε θα είναι δύσκολο να βρω έναν αποδέκτη του χρηματικού επάθλου που να είναι ισάξιος με το σκοπό και την σπουδαιότητα της προέλευσής του. Αλλά θα επιθυμούσα να κάνω το ίδιο και με την αναγνώριση που το συνοδεύει, εκμεταλλευόμενος ετούτη την στιγμή ως ένα βήμα, από το οποίο θα ακουστώ από όλους τους νέους άντρες και τις γυναίκες που αφιερώνουν τη ζωή τους στο ίδιο μαρτύριο και στον ίδιο μόχθο, μεταξύ των οποίων βρίσκεται κι εκείνος που κάποια μέρα θα στέκεται εδώ που βρίσκομαι τώρα εγώ.
Η τραγωδία μας σήμερα είναι ένας γενικευμένος, πανανθρώπινος τρόμος για την σωματική μας ακεραιότητα, που διαρκεί ήδη πάρα πολύ καιρό ώστε έστω να τον αντέξουμε. Δεν υπάρχουν πια προβλήματα του πνεύματος. Υπάρχει μία μόνο ερώτηση: Πότε θα μου ρίξουν την βόμβα; Για αυτό, οι νέοι άντρες και γυναίκες που γράφουν σήμερα έχουν ξεχάσει τα προβλήματα της ψυχής, όσα απορρέουν από τις συγκρούσεις με τον εαυτό της, τα οποία από μόνα τους δημιουργούν καλά γραπτά, διότι αυτά είναι το μόνο για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς, μόνο αυτά αξίζουν το μαρτύριο και τον μόχθο.
Πρέπει να τα μάθει εκ νέου αυτά τα προβλήματα όποιος γράφει. Πρέπει να διδάξει τον εαυτό του πως το ουσιαστικότερο όλων είναι να φοβάσαι· και, αφού το διδάξει αυτό στον εαυτό του, μετά να το ξεχάσει δια παντός, και να μην αφήσει χώρο στο εργαστήριό του παρά μόνο για τις παλιές αξίες και αλήθειες της ψυχής, τις παλιές πανανθρώπινες αλήθειες, που όταν μια ιστορία τις στερείται είναι εφήμερη και καταδικασμένη στην λήθη. Μέχρι να το κάνει αυτό, θα μοχθεί με μια κατάρα επάνω του. Θα γράφει όχι για την αγάπη αλλά για την λαγνεία, θα γράφει για απώλειες όπου κανείς δεν χάνει κάτι που να έχει αξία, και το χειρότερο, θα γράφει δίχως έλεος, δίχως συμπόνοια. Οι θλίψεις του δεν θα είναι οικουμενικές, και δεν θα αφήσει ίχνη. Δεν θα γράφει για την καρδιά, αλλά για τους αδένες.
Μέχρι να μάθει εκ νέου αυτά τα προβλήματα, θα γράφει σαν να έγινε μάρτυρας στο τέλος του ανθρώπου, ένας και αυτός ανάμεσά τους. Αρνούμαι όμως να δεχθώ το τέλος του ανθρώπου. Είναι αρκετά απλό να λέμε ότι ο άνθρωπος είναι αθάνατος, απλώς επειδή θα αντέξει: πως όταν θα ακουστεί και ύστερα θα σβήσει η τελευταία κλαγγή της κρίσεως, ο ήχος μιας δίχως αξία πέτρας που θα κυλάει στο τελευταίο κατακόκκινο απόγευμα, πως ακόμα και τότε θα ακουστεί ακόμη ένας ήχος: αυτός της αδύναμης, μα ανεξάντλητης φωνής του ανθρώπου που ακόμα μιλάει.
Αρνούμαι να το δεχτώ αυτό. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος δε θα αντέξει απλώς: θα θριαμβεύσει. Είναι αθάνατος, όχι διότι είναι το μοναδικό ανάμεσα στα πλάσματα με ανεξάντλητη φωνή, αλλά επειδή έχει ψυχή, και πνεύμα ικανό για συμπόνοια, για θυσίες, για εγκαρτέρηση. Του ποιητή, του συγγραφέα το καθήκον είναι να γράφει για αυτά. Είναι προνόμιό του να βοηθήσει τον άνθρωπο να αντέξει, δίνοντάς του κουράγιο, υπενθυμίζοντάς του το θάρρος και την τιμή και την ελπίδα και την αυτοθυσία που υπήρξαν η δόξα του παρελθόντος. Η φωνή του δημιουργού δεν χρειάζεται να είναι απλώς η καταγραφή των ανθρώπινων, μπορεί να είναι από τα στηρίγματα, από τους πυλώνες που θα βοηθήσουν τον άνθρωπο να αντέξει αλλά και να θριαμβεύσει.
(Η ομιλία του William Faulkner κατά την απονομή του βραβείου Nobel, στις 10 Δεκεμβρίου 1950, στην Στοκχόλμη. Συγγνώμη για πιθανά λάθη στην μετάφραση, ευελπιστώ θα είναι μικρά... )