Το πρωί την παρατηρούσε, κρυφά, να ετοιμάζεται για την δουλειά της κ σκεφτόταν
πόσο τυχερός είναι που την αγαπά! πόσο του αρέσει που τα πρωινά είναι γεμάτη όρεξη!
κ ότι θα ήθελε να την πείσει να μην πάει σήμερα στην τράπεζα για δουλειά κ να κάτσουν μαζί στο σπίτι...
"να σου πω" της είπε, τυλιγμένος στο πάπλωμα "δεν γίνεται να μην πας σήμερα στην δουλειά; είναι απεργία, δεν έχει συγκοινωνίες... μην πας, να περάσουμε μαζί τη μέρα..."
Εκείνη τον στραβοκοίταξε - "τρελάθηκες: ούτε να το συζητάς.... δε βλέπεις τι γίνεται γύρω; με τέτοια κρίση... δεν γίνονται αυτά... θα πάω!"
Γέλασε λίγο κ συνέχισε... "άσε που όταν έχεις όρεξη, κ απεργία να μην έχει, τα ίδια μου κάνεις"
Την κοίταξε πονηρά κ ένοχα. Eκείνος δούλευε βράδυα, εκείνη πρωί, είχαν δικό τους μόνο ένα δίωρο το απόγευμα... Κουκουλώθηκε κάτω από το σκέπασμα, δήθεν απογοητευμένος κ θυμωμένος.
Έβαλε την ζακέτα της, του έστειλε ένα φιλί στον αέρα, "σ' αγαπάω", κ βγήκε από το δωμάτιο.
Αυτός πετάχτηκε από το κρεβάτι, την πρόλαβε στην εξώπορτα κ της είπε "στείλε μου μήνυμα όταν φτάσεις στην τράπεζα, ναι;".
Γύρισε στο κρεβάτι. Τον ξαναπήρε ο ύπνος γρήγορα, είχε σχολάσει στις 5 το πρωί - κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι, βαθιά, ληθαργικά, ευτυχισμένα.
...χωρίς να υποψιάζεται ότι αυτός ήταν ο τελευταίος, για πολλά χρόνια, ύπνος που θα έκανε χώρις τον πόνο του χαμού της να κοιμάται παρέα του.
... ... ... ... ... ... ... ...
στο τελευταίο μήνυμα που του έστειλε, λίγες ώρες πριν πεθάνει, έγραψε "μου λείπεις πάλι πάλι πάλι! :-) έφτασα στο Σύνταγμα. Σγπ πλ"
Δεν το έσβησε ποτέ. Δεν το ξέχασε ποτέ