Monday, March 24, 2014

ερωτευμένος πάλι

χαζεύω από το παράθυρο, με ένα φλυτζάνι τσάι στο χέρι κ παίζει στο ραδιόφωνο το ποστ λοβ της πρωτοψάλτη κ ξαφνικά φαντάζομαι ότι περνάς μπροστά από το παράθυρο μου κ μου σκας χαμόγελο πονηρό να πάμε βόλτα. ...ξεχνάω ότι είμαι στον δεύτερο, κ ότι κανένας από τους δύο δεν ήταν πουλί

αισιόδοξο παραλήρημα

το αντίθετο του έρωτα είναι όχι το μίσος αλλά ο θάνατος. Το να καταδικάζεις έναν άνθρωπο εξαιτίας του τρόπου που χαίρεται τον έρωτα είναι κατά της ζωής, όχι απλώς κατά της ισότητας. Σκέφτομαι ένα παιδί, ομοφυλόφιλο, που απόψε βρίσκεται σε ένα δωμάτιο ας πούμε στο Διδυμότειχο, στην Τρίπολη, στην Άρτα, στην Καρδίτσα. Αυτές τις μέρες, άλλη μια φρίκη στο κεφάλι του, επειδή... είναι. Απλώς, είναι.
Αλλά η ζωή, ο έρωτας, νικάει τον θάνατο. Για κάθε κουβέντα μίσους, ακόμα μια αγκαλιά. Για κάθε εχθρική λέξη, ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Για κάθε καταδίκη, δύο χέρια που αγγίζονται. Για κάθε απόρριψη, μια πλήρης αποδοχή από έναν ερωτευμένο σ έναν άλλο. Για κάθε άρνηση, μια κατάφαση - χάδι στα μαλλιά. Για κάθε υποτίμηση, ένα ερωτευμένο ζευγάρι που ανεβαίνει στον λαμπρό ορίζοντα της αλήθειας του έρωτά τους.
Αχ είναι μάταιο το μίσος. Είμαστε εδώ, κ αγαπιόμαστε. Κ πάμε παρακάτω, ελεύθεροι κ σίγουροι για τον εαυτό μας. Κ σίγουροι για τον άλλο που είμαστε κομμάτι της ζωής του.

Friday, March 21, 2014

Flash fiction 2

τις κυριακές μαγειρεύω στο σπίτι. Για να μυρίσουν τα οικιακά πνεύματα φαγητό, να χαρούν, να απολαύσουν. 

Το πρωί πήγα να πάρω εφημερίδα. Στο ασανσέρ συνάντησα μια γειτόνισσα από έναν άλλο, κοντινό όροφο. Με κοιτούσε λυπημένη κ ντροπαλή. Στο σπίτι της καυγαδίζουν συχνά κ εκκωφαντικά. "Συγγνώμη για χθες, ακουγόμασταν πολύ ε;". Πράγματι ακούγονταν. Κλάματα, βρισιές, πόρτες που χτυπούσαν, ένα οργισμένο ουρλιαχτό. "μην το ξαναπείς" της είπα. "άνθρωποι είμαστε, οικογένειες. Αν μ ενοχλούσες θα στο έλεγα". Πάσχισα να φανώ χαλαρός. Τα γερά σπίτια αποτελούνται όχι μόνο από μυρωδιές φαγητών αλλά και από φωνές. Χιλιετίες τώρα. Η γειτόνισσα με κοίταξε παραξενεμένη.

flash fiction 1

Στην Καστοριά, βρέθηκε σε ένα κατάστημα με αναμνηστικά κ τοπικά προϊόντα για να αγοράσει δωράκια για τους δικούς. Καθώς, χαρούμενος, φωτεινός, χάζευε τα ράφια κ έπαιζε με τα μπιχλιμπίδια, μπήκε μια ηλικιωμένη κυρία στο μαγαζί. Φορούσε μαύρα ρούχα, ακριβά έμοιαζαν, αν και είχαν μεγάλη φθορά. Ήταν παλιά γνωστή του ευγενικού ζευγαριού που κρατούσε το κατάστημα. "Πως είσαι;" τη ρώτησαν. "Παλεύω να χειριστώ τον θάνατο, πως να είμαι;" είπε στωικά κ ήρεμα, σαν να μιλούσε για το τι θα μαγειρέψει το μεσημέρι. Κάποιον είχε χάσει πρόσφατα, ο λαθρακουστής δεν έμαθε ποιον.
Πέρασε κάμποση ώρα, αυτός διάλεγε ακόμα τι να αγοράσει, όταν διαπίστωσε ότι στην απόμερη γωνιά του καταστήματος κάθονταν και κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα η γιαγιά κ ο ιδιοκτήτης. Του έδειχνε βιβλία τσέπης, βίπερ, αστυνομικά, ρομαντζάδικα, παλιά, φθαρμένα. Ο κύριος τα κοιτούσε απογοητευμένος "δεν ενδιαφέρουν κανένα, δεν θα τα πουλήσω, δεν μπορώ να τα πάρω". "Καλά, δεν πειράζει, κράτα τα, μην τα κουβαλάω πίσω, κ αν δώσεις κανένα, μου λες" του απάντησε. Εκείνος έκανε πως τα ξανακοιτάζει. Πήγε στο ταμείο, πήρε κ της έδωσε ένα χαρτονόμισμα. "Θα τα βρούμε". Λίγα λεπτά μετά, ο άνθρωπος με τα αναμνηστικά για τους φίλους σε σακούλες, περπατούσε κάτω από τον λαμπρό μακεδονίτικο ήλιο κ επαναλάμβανε: "Θα τα βρούμε. Θα τα βρούμε. Θα τα βρούμε". Δεν μπορεί παρά να τα βρούμε.

Friday, February 14, 2014

Βρωμιάρης έρωτας

Μακάρι να το ήξερα τότε αυτό το μυστικό που σήμερα μου μοιάζει τόσο αυτονόητο. Ίσως είχα ζήσει έναν μεγάλο έρωτα. Αντί για αυτό, ήξερα και ήθελα να κάνω τον άψογο, τον άτρωτο, τον δυνατό. Και έτσι η καρδιά μου απέκτησε μία μεγάλη ραγισματιά. Από αυτές που κανονικά οι σαραντάρηδες δεν πρέπει να αποκτούν, σε αυτή την τόσο επικίνδυνη για εμφράγματα φάση της ζωής τους. Δεν πειράζει. Έμαθα. Με τον πιο «μεταδοτικό» τρόπο. [Ουφ μωρέ… ποιον κοροϊδεύω; Πειράζει. Θα ήθελα να μην είχα μάθει. Θα ήθελα να το είχα αποφύγει το ποτήρι.] 

 εδώ όλη η ιστορία

Thursday, December 26, 2013

Χριστουγεννιάτικο δώρο

... Ξαναβάζει στα πόδια τα τσόκαρά της κάτω από το γραφείο και σηκώνεται. Πηγαίνει βιαστικά στην άλλη άκρη του διαδρόμου, στο θάλαμο 3. Καθώς πλησιάζει την πόρτα, μία φρικτή αποφορά από κόπρανα της κόβει την ανάσα. Φέρνει το χέρι στο στόμα, ζαλισμένη. Στο κρεβάτι δίπλα στο παράθυρο, το μοναδικό κατειλλημένο, η άρρωστη είναι ξεσκέπαστη. Ανάμεσα στα κοκκαλιάρικα πόδια, με το κιτρινωπό χρώμα του τέλους, βρίσκεται μία αφύσικα μεγάλη ποσότητα από υγροποιημένα περιττώματα. Χάος. Ακούγεται κάτι να στάζει στο πάτωμα. ....

εδώ όλο το διήγημα

Monday, December 16, 2013

το ατσαλάκωτό μου

Έχω ένα μικρό ατσαλάκωτο

Το αγαπώ πολύ

Και μου είναι πολύ χρήσιμο

με βοηθά να ζήσω πιο καλά.

Το ατσαλάκωτό μου είναι φταγμένο

από πολλή ήττα, μεγάλες απώλειες

αστοχία υλικών και αισθημάτων τρομερή

και βαθιές πληγές.

Είναι το καλλίτερο ατσαλάκωτο του κόσμου

Γεμάτο ατέλειες και τρύπες

Στις οποίες πατάνε

βαθιά ριζωμένα, σταθερά, ακλόνητα

τα θεμέλια πάνω στα οποία είναι χτισμένη η ζωή μου 

Wednesday, December 11, 2013

Αυτό που δεν εξηγείται, αυτό που όλα τα κάνει σαφή

Λίγα χρόνια μένουν ακόμα και θα πατήσει τα 80 της. Ξέρει ότι θα ανοιγοκλείσει τα μάτια και θα τα έχει φτάσει, όπως ακριβώς και η απόσταση από τα 20, τα 30 της χρόνια μοιάζει πια σαν ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων της. Αισθάνεται ηλικιωμένη, «φθαρμένη» αλλά της αρέσει. Τα άσπρα μαλλιά βρίσκει πως της ταιριάζουν και νιώθει πραγματικά ευλογημένη που έφτασε τόσο μακριά στον ωκεανό της ζωής που κάποιους τους πνίγει νωρίς. Ναι, έχει αντιμετωπίσει πολλά… αλλά έχει απολαύσει και πολλά. Την έχουν λοιδορήσει για το στιλ και την θεματολογία της και η αλήθεια είναι πως δεν ανήκει σε εκείνους που έχουν πετύχει έστω και ένα bestseller. Ωστόσο, στο τέλος της καριέρας της, και ας μην το υποψιάζεται ακόμα, θα κατακτήσει την μεγαλύτερη παγκόσμια αναγνώριση που μπορεί να κερδίσει κάποιος του "σιναφιού" της. 

Επιπλέον, ακόμα αναρωτιέται πώς τα κατάφερε να διαχειριστεί την απίστευτη έλλειψη χρόνου που την τρέλαινε και την περιόριζε σε όλη την ζωή της κατά την οποία εκτός από το να γράφει μεγάλωσε παιδιά, είχε αποτυχημένες επιχειρήσεις, άλλαζε δουλειές. Γνωρίζει, από την άλλη, και περηφανεύεται που παρά τον μικρό όγκο του έργου της, η επίδραση της στους συναδέλφους της και η αναγνώρισή της από τους φανατικούς της υψηλής λογοτεχνίας είναι ενθουσιώδεις, ομόφωνες, συγκινητικές. Ναι. Είναι χαρούμενη αν και πολύ κουρασμένη.

Έχει αποφασίσει ότι στο τελευταίο της βιβλίο, την συλλογή διηγημάτων που θα εκδοθεί λίγο πριν ανακοινώσει την συνταξιοδότησή της, θα συμπεριλάβει, αυτή η κρυψίνους και ψυχρή Καναδέζα, και κάποια αυτοβιογραφικά κείμενα. Όχι από εξομολογητική διάθεση, όχι επειδή ο κόσμος θέλει όλο και περισσότερο να μαθαίνει για την ζωή και την σκέψη της… αλλά διότι αυτές οι ιστορίες που κρύβονται στις εμπειρίες της από τα παιδικά της χρόνια, έτσι χρειάζεται να ειπωθούν, σαν αυτοβιογραφικά κείμενα. Δεν μπορούν να μεταφέρουν αυτό που είναι αν τις «δανείσει» σε έναν άλλο ήρωα. Όχι, πρέπει η ίδια να τις διηγηθει, δηλώνοντας τίμια στους αναγνώστες πως είναι δικές της εμπειρίες. 

Κάθεται στο τραπέζι της, αφού έχει ψάξει τις σημειώσεις και τα χαρτιά που καταγράφει ιδέες, σκέψεις, στιγμιαίες εμπνεύσεις. Και ξεκινά να μας εξιστορεί την αϋπνία της. Μία αϋπνία εντυπωσιακή, που την βασάνισε όταν ήταν ούτε καν 14 ετών… 

Ποιο κορίτσι 13 ετών βασανίζεται από αϋπνία αν δεν συμβαίνει κάτι σοβαρό, κάτι αφύσικο; Και όντως, συμβαίνει κάτι, σοβαρό, σχεδόν αδιανόητο. Το κορίτσι δεν μπορεί να κοιμηθεί όχι διότι δεν κουράζεται αρκετά μέσα στην ημέρα της, όχι. Δεν μπορεί διότι… (πώς να το γράψεις τώρα αυτό, παρά μόνο πάρα πολύ ξερά, όπως ξερά συμβαίνει) …διότι κάνει ανεξέλεγκτες σκέψεις ότι στραγγαλίζει την μικρή του, μόλις 9 ετών, αδελφή. Ένα γλυκό, τρυφερό παιδί που κοιμάται στην από κάτω κουκέτα, σε εκείνο το μικρό, Καναδέζικο αγροτικό σπίτι όπου μεγαλώνει μία γυναίκα που κάποτε θα την πουν την μεγαλύτερη συγγραφέα του καιρού μας. 

Σηκώνεται κάθε βράδυ το κορίτσι στην ιστορία – αυτή που το ίδιο την γράφει περίπου 70 χρόνια μετά - και προσέχοντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο, σε απόλυτη ησυχία, ξεγλιστρά από το δωμάτιο του. Νυχοπατώντας, φτάνει μέχρι την κουζίνα, ανοίγει την εξωτερική πόρτα της, βγαίνει από το σπίτι και κάθεται να παρατηρεί τον κόσμο. Τον απόηχο της μικρής πόλης στο βάθος. Τις σιλουέτες των δέντρων κοντά στο σπίτι. Τα άπειρα αστέρια στον ουρανό. Τα σκοτεινά σπίτια πέρα μακριά. Το ίχνος του ποταμού στο βάθος. 

Η νύχτα περνά. Το κορίτσι δεν λέει κουβέντα, προσέχει μέχρι και να αναπνέει αθόρυβα. Η ηλικιωμένη γυναίκα που γράφει την ιστορία αφήνει το στυλό της για λίγο, και οι δύο τους, μικρή και μεγάλη, μένουν να σκέφτονται. 

Και ύστερα… τα πουλιά αισθάνονται το ξημέρωμα που πλησιάζει και αρχίζουν να κελαηδάνε, ενώ ταυτόχρονα, 7 δεκαετίες μετά, το στυλό ακουμπά πάλι στο χαρτί. Η γιαγιά συνεχίζει το γράψιμο και το 13χρονο κορίτσι νυστάζει επιτέλους, επιτέλους! Το ίδιο αθόρυβα και προσεκτικά επιστρέφει στο κρεβάτι του, στην κουκέτα πάνω από την αδελφή που σκέφτεται ότι στραγγαλίζει. Και ύστερα… η ανατροπή. Μία βραδιά το κορίτσι ανοίγει την πόρτα για να βγει στο κατώφλι της κουζίνας και βρίσκει εκεί καθισμένο τον πατέρα του, να καπνίζει ήρεμος ένα στριφτό τσιγάρο. Είναι ντυμένος με τα κανονικά του, τα σοβαρά ρούχα, αυτά τα οποία θα φορούσε αν πήγαινε σε κάποια δουλειά του στην πόλη, γεγονός απολύτως αταίριαστο, αφύσικο για την ώρα και την περίσταση. Εκείνος, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία σε περιστάσεις και ώρα και φυσικότητες, ρωτά την κόρη του: “Δεν μπορείς να κοιμηθείς ε;». «Ναι…» απαντά εκείνη. Και ύστερα, στην ερώτηση του «γιατί, βλέπεις όνειρα;» το τρομαγμένο κορίτσι - που ούτε για μία στιγμή δεν μας είπε πως είναι τρομαγμένο αλλά τώρα εμείς οι αναγνώστες το καταλαβαίνουμε πόσο απίστευτα τρομαγμένο ήταν, πόσο στα όρια του έφτασε και συγκλονιζόμαστε – δίνει την τρομερή απάντηση «δεν κοιμάμαι γιατί φοβάμαι ότι θα κάνω κακό στην αδελφή μου, ότι θα την στραγγαλίσω». 

 Και μετά… δεν συμβαίνει τίποτε. Τίποτε. Ο πατέρας δεν θυμώνει. Δεν εκπλήσσεται καν, δεν προσπαθεί να μάθει περισσότερα, δεν κάνει φασαρία, δεν πετά τρομαγμένος το τσιγάρο. Και είναι ακριβώς με αυτήν του την αντίδραση που σώζει την 13χρονη κόρη του. Η οποία αντιλαμβάνεται με αυτόν τον τρόπο πως όσο και αν ακούγεται τρομερό και αρρωστημένο, αυτά γίνονται, ότι οι άνθρωποι έχουμε τέτοιους λογισμούς πότε – πότε, ότι η σκέψη είναι τρομερή και ανεξήγητη και φοβιστική. 

Ωστόσο αυτό που αντιλαμβάνεται το 13χρονο κορίτσι, η 80χρονη γυναίκα ακόμα δεν έχει καταλάβει πως ακριβώς συντελέστηκε εκείνο τα ξημέρωμα. Και ας είναι σοφή και σπουδαία συγγραφέας. Ναι, αισθάνεται ευγνωμοσύνη για τον πατέρα, ναι, ξέρει ότι σώθηκε, ναι, μας το λέει και μας λυτρώνει ότι από κείνη την νύχτα ποτέ ξανά δεν ξαγρύπνησε. Αλλά πως έγιναν αυτά, δεν μπορεί να το αποτυπώσει με την ανύπαρκτη στην φύση και την τέχνη χειρουργική ακρίβεια. Και είναι λες και γίνεται πιο ικανή να μας μεταφέρει την μαγεία της στιγμής, την θεία χάρη της γονικής παρέμβασης, την σωτηρία μέσω της απλότητας, ακριβώς επειδή δεν έχει καταφέρει να εξηγήσει, επειδή δεν προσπαθεί καν να αναλύσει.


Η Alice Munro είναι σήμερα 82 ετών. Πριν από μερικές εβδομάδες της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ, το πιο άξιο Νόμπελ που δόθηκε ποτέ, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας των πιο σπουδαίων συγγραφέων της εποχής μας. Στην τελευταία της συλλογή, Dear Life είναι ο τίτλος της, η οποία εκδόθηκε πέρυσι τέτοιο καιρό, μισό χρόνο πριν η μεγάλη συγγραφέας ανακοινώσει πως δεν θα ξαναγράψει ποτέ, υπάρχουν 10 διηγήματα σύντομα, αλλά πυκνά και με το ειδικό βάρος πολυσέλιδων μυθιστορημάτων και 4 αυτοβιογραφικά κείμενα. Όπως το «Night», η ιστορία ενός 14χρονου κοριτσιού που δεν μπορούσε να κοιμηθεί διότι σκεφτόταν πως στραγγαλίζει την 9χρονη αδελφή του. Την φαντάζομαι την Alice να τα γράφει αυτά τα σπουδαία κείμενα, και είναι αυτές οι φαντασιώσεις μου ένα ακόμα ταξίδι ανάμεσα στα τόσα άλλα τα υπέροχα που κάνει το μυαλό μου κάθε φορά που τελειώνω ένα γραπτό της. 

Αυτό ακριβώς είναι η Alice Munro. Όχι τα λίγα και οικονομημένα που γράφει, αλλά εκείνα τα οποία η αγαπημένη γιαγιά της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε κάνει να σκέφτεσαι και να υποθέτεις. Τα ατέλειωτα και (συμπαθάτε με για την πολυλογία...) ίσως φλύαρα, αλλά πάντα εκπαιδευτικά - με τον πιο πολύτιμο, τον μαγικό, ανακριβή τρόπο της αυθεντικής λογοτεχνίας. 
Dear Life Της Alice Munro 
Εκδόσεις Vintage 
Σελίδες 336 

από εδώ

Monday, November 11, 2013

καιρός να πάμε παρακάτω!


την ημέρα που κλείνω τα 40, στις 2 Δεκεμβρίου 2013, την πρώτη μέρα της 5ης δεκαετίας της ζωής μου, ξεκινά ένα καινούργιο, δύσκολο αλλά ζουμερό ταξίδι!

Ξεκινώ την επόμενη δεκαετία ως Εισηγητής σε εργαστήριο Δημιουργικής Γραφής στο κρησφύγετο των λέξεων και των σελίδων, το Lexikopoleio, στην Πλατεία Προσκόπων. Στο Παγκράτι, μεσοτοιχία με τον Μαγεμένο Αυλό, όπου διασκέδαζε και έτρωγε ο Μάνος Χατζιδάκις. 

Πολλοί καλοί οιονοί, ακόμα καλλίτερος ο ενθουσιασμός για το νέο εγχείρημα.

περισσότερες λεπτομέρεις εδώ:

https://www.facebook.com/events/761622453852485/

δύσκολες οι εποχές, αλλά θέλουν πείσματα. Μία νέα σελίδα - με την ευχή να μπούμε και στο επόμενο κεφάλαιο!

:-)

Friday, October 11, 2013

Μάνα μου, Ελλάς

Ντρέπομαι που το λέω, αλλά υπήρχε ένα (μεγάλο) κομμάτι μέσα μου που προτιμούσε να λείπει (...η μάνα μου...), ειδικά όταν ήμουν στην εφηβεία μου. Η ζωή της ήταν πολύ δύσκολη, ακόμα και για τα δεδομένα μίας φτωχής χώρας, ακόμα και για τις σκληρές δεκαετίες του '50 και του '60 που μεγάλωσε. Οι δυσκολίες την έκαναν ένα δύσκολο άνθρωπο να αντιμετωπιστεί – ειδικά αν ήσουν ένα ευαίσθητο, μοναχικό αγόρι, καχύποπτο και μπερδεμένο. Είχε διαταραχές στην διάθεσή της (αυτό που λέμε σήμερα στα Αγγλικά mood disorders – τότε βέβαια δεν το λέγαμε έτσι), εκνευριζόταν πολύ και πολύ εύκολα, ήταν οξύθυμη. Επιπλέον, ανήσυχη μάλλον για το γεγονός ότι μεγαλώναμε χωρίς άμεση επίβλεψη, ήταν αυστηρή και καταπιεστική όταν είχε την δυνατότητα.

εδώ το υπόλοιπο κείμενο στο www.toportal.gr