Για να πω την αλήθεια, δεν θυμάμαι που και πως γνωριστήκαμε με τον Φ. Προφανώς η γνωριμία μας ήταν τόσο μελανζέ και αδιάφορη όσο και το νταραβέρι μας. Ήμασταν 6 μήνες περίπου "μαζί" (ο Θεός να το κάνει... χμφ χμφ χμφ...) και δεν ήταν τίποτε σπουδαίο. Επιπλέον δεν θυμάμαι ούτε και τι έγινε και το διαλύσαμε. Μάλλον θα βρήκαμε κάτι καλύτερο να ασχοληθούμε, πράγμα που δεν ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο, εδώ που τα λέμε... κοντολογίς ούτε ιδιαίτερα ερωτευμένοι υπήρξαμε, ούτε ιδιαίτερα καυλωμένοι.
Αφού το διαλύσαμε, κάναμε αρκετά χρόνια να ξαναπούμε. Αλλά όταν ξαναβρεθήκαμε, τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
Ο Φ. ασθενούσε με AIDS. Και ήταν στα τελευταία του. Όταν ήρθε σε επαφή μαζί μου, μου τηλεφώνησε δηλαδή για να μου το πει, έμεινα μαλάκας από το βάθος της μελαγχολίας και της θλίψης του μπροστά στον θάνατο που ο ίδιος ο Φ. θεωρούσε δεδομένο ότι τον περίμενε λίγο πιο κάτω στον δρόμο.
Για κάποιο λόγο, που μάλλον έχει να κάνει με την ψυχολογική αλλά και πρακτική φάση που βρισκόμουν εκείνο το διάστημα, η περίπτωσή του με συγκίνησε πολύ. Καθώς είχα πολύ ελεύθερο χρόνο, αποφάσισα να ασχοληθώ μαζί του όσο περισσότερο μπορούσα. Σχεδόν καθημερινά λοιπόν πήγαινα στο σπίτι του και κάναμε παρέα.
Είχα και μία "αποστολή". Ήθελα να τον κάνω να καταλάβει ότι ο παράγοντας ψυχολογία είναι σούπερ σημαντικός σε περιστάσεις σαν την δική του και ότι έπρεπε να μην θεωρεί την κακή κατάληξη κάτι δεδομένο. Όταν μου έλεγε τα χαζά του περί "του σίγουρου θανάτου του", του έβαζα τις φωνές και του έριχνα και καμία μπούφλα πότε πότε. Μάταια όμως, φοβάμαι. Ο μακαρίτης ήταν drama queen - και αυτό δεν του βγήκε σε καλό.
Ο Φ. καταγόταν από μία πόλη της Μακεδονίας. Η οικογενειακή του κατάσταση και ιστορία, κλασική για την εποχή και την χώρα μας δυστυχώς: Έφυγε από την πόλη του για να έρθει στην Αθήνα να σπουδάσει και να ζήσει ελεύθερος την gay ζωή, μετά κάπως έγινε και οι δικοί του έμαθαν ότι ο γιος τους τον ψιλοπαίρνει και έκτοτε δεν είχε καμία επαφή μαζί τους. Απολύτως καμία. Δεν υπήρχε καν αυτό το κλασικό "σχήμα" όπου κάποιος από το σόι, κρυφά και λαθραία από τους υπόλοιπους, διατηρεί επαφή με το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Ο φίλος μου ήταν ξεχασμένος από όλους και ξεγραμμένος.
Όταν όμως ήρθε αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο του θανάτου του, αποφάσισε να κάνει μία απόπειρα επικοινωνίας με την αδελφή του και τον μπαμπά του που τους αγαπούσε πολύ. Δεν είχε το κουράγιο να τους τηλεφωνήσει, γι' αυτό αποφάσισε να τους στείλει ένα γράμμα.
Η ιδέα να γράψει γράμμα ήταν για να πω την αλήθεια δική μου - ο Φ. είχε αποφασίσει να προσεγγίσει τους δικούς του λίγο καιρό μετά που εγώ και αυτός είχαμε ξαναβρεθεί. Όταν στα δύο τηλεφωνήματα που τους έκανε απάντησαν κλεινοντάς του το στην μούρη, του πρότεινα να τους πει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η υγεία του με ένα γράμμα! Όταν του το είπα πρώτη φορά ο Φ. μου έβαλε τις φωνές που τόλμησα, αλλά σιγά σιγά και με πολύ μπίρι μπίρι (με ξέρεις τι ανελέητος είμαι στο μπίρι μπίρι...) τον έψησα ότι η ιδέα μου είναι καλή.
Να σου πω κάτι; Ξέρεις γιατί ήθελα να τους ενημερώσει πάση θυσία για την κατάστασή του; Όχι για τον Φ. - όχι! Για εκείνους. Φαντάσου, σκεφτόμουν, να πεθάνει ο Φ. και η οικογένειά του να το μάθαινε κατόπιν εορτής (... ... ...). Θα τους διέλυε αυτό, θα ήταν ένα από τα πράγματα που ποτέ κανένας δεν μπορεί να ξεπεράσει.
Και έτσι λοιπόν, ένα ωραίο απόγευμα καθήσαμε με τον Φ. και ξεκινήσαμε να γράφουμε το περιβόητο γράμμα. Έβαλα όλη την τέχνη του κειμενογράφου να είναι έτσι διατυπωμένο ώστε και ο Φ. να μην αισθάνεται ότι είναι μελό και εκβιάζει συναισθήματα, αλλά και να εξηγεί με σαφήνεια την σοβαρότητα της κατάστασής του στους δικούς του. Το γράψαμε μία φορά, το πετάξαμε, το γράψαμε δεύτερη φορά, το ξαναπετάξαμε, γραψ γραψ εντατίκ, σβησ σβησ εντατίκ, γραψ μανιώδ γραψ μανιώδ... να μην τα πολυλογώ, καμία βδομάδα μετά που βάλαμε την πρώτη αράδα στο χαρτί, το γράμμα ήταν έτοιμο και ικανοποιητικό.
Αν και ο Φ. δεν ήταν καθόλου στα καλά του, πήγαμε παρεϊτσα στο ταχυδρομείο για να ρίξουμε το γράμμα. Τα ΕΛΤΑ ήταν τρία τετράγωνα δρόμος από το σπίτι του, αλλά για να φτάσουμε χρειαστήκαμε ίσως περισσότερο από μισή ώρα! Τον έβαλα να κάτσει, ενώ εγώ στήθηκα στην ουρά για να πάρω γραμματόσημα.
Και μετά έζησα μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές που έχω ποτέ ζήσει. Ο Φ. έκανε κάτι που υπό Κ.Σ. θα μου φαινόταν ανόητο και τόσο μελό και τόσο αμερικανιά... αλλά εκείνες δεν ήταν Κανονικές Συνθήκες (...ακόμα, δεν ξέρω κλαψ λυγμ, αν το έχεις πάρει πρέφα αλλά στην ζωή κανονικές συνθήκες δεν υπάρχουν...) και έτσι κάθε φορά που τον θυμάμαι να ακουμπά το φάκελο στο στήθος, να τον φιλάει και ύστερα να τον σταυρώνει πριν τον ρίξει στο κουτί, μαύρα πικρά δάκρυα τρέχουν από τα μάτια μου, από μόνα τους. σομπ σομπ - κλαψ λυγμ.
Περίπου 10 μέρες αφού είχαμε ταχυδρομήσει το γράμμα, μας ήρθε η απάντηση από τους δικούς του. Είχα βγει να πάρω γάλα και επιστρέφοντας τη βρήκα στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Αμέσως κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Θέλω να πω, η κοινή λογική το λέει ότι αν οι οικείοι του Φ. είχαν ψαρώσει από τα νέα που τους έφερε το γράμμα που είχαν λάβει δεν θα του απαντούσαν με γράμμα. Θα τηλεφωνούσαν ή θα έπαιρναν το πρώτο αεροπλάνο για να έρθουν να τον δουν!
Υποκύπτωντας σε μία παρόρμηση της στιγμής, αποφάσισα να ανοίξω το φάκελο και να διαβάσω την απάντηση των δικών του Φ. 10 γραμμές ήταν όλη και όλη. Του έλεγαν ότι δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση μαζί του, πως αρκετό κακό τους είχε κάνει και νομίζω πως σε κάποιο σημείο υπαινίσσονταν πως η αρρώστια του ήταν η τιμωρία του... μαύρο γράμμα, πικρό, να λυπάσαι τον άνθρωπο και την σκληράδα του.
Ήταν γραμμένο από την αδελφή του, με αυστηρότητα, και πολύ πίκρα. Και αποκάλυπτε ακόμα μία πτυχή του δράματος. Ο πατέρας του Φ. είχε πάθει ένα αρκετά σοβαρό εγκεφαλικό και η αδελφή του του έγραφε ότι η ταραχή του που ο γιος του ήταν "αυτό που ήταν" ήταν αιτία.
Δεν χρειάζεται να σου γράψω ότι δεν είπα απολύτως τίποτα στον Φ. για το γράμμα από τους δικούς του. Σκατοκατάσταση. Ούτε και σκόπευα να του πω. Φαντάσου να έπρεπε να έρθει αντιμέτωπος με όλη αυτή την σκληρότητα από την μεριά της οικογένειάς του, αλλά και με το νέο του εγκεφαλικού του πατέρα του (για να μην αναφέρω και την δική μου προδοσία που άνοιξα το γράμμα...). Σκεφτόμουν πως το πολύ πολύ να έκανα τον ανήξερο. Θεωρούσα ότι ήταν προτιμότερο να πιστεύει ότι τον αγνόησαν παρά να διαβάσει τι του έγραφαν.
Λίγε μέρες μετά ο φιλαράκος μου πέθανε. Δυστυχώς μόνος του. Ήμουν σπίτι του εκείνο το βράδυ, αλλά πέθανε μόνος. Η κατάστασή του πήγαινε όλο και πιο άσχημα μέρα την μέρα και σκοπέυαμε την επαύριο να πάμε στο νοσοκομείο. Αλλά δεν προλάβαμε. Ξεψύχησε. Τον καληνύχτησα και πήγα να χαζέψω λίγο τηλεόραση. Με πήρε ο ύπνος στον καναπέ - όταν ξύπνησα μετά από κανένα δύωρο πήγα, όπως το συνήθιζα τα βράδια που κοιμόμουν εκεί, να ξαπλώσω δίπλα στον Φ.
Μπήκα στο δωμάτιο και είδα - μισάνοιχτο στόμα, το κεφάλι πεσμένο στο πλάι, σάλια είχαν τρέξει από την άκρη των χειλιών στο πηγούνι. Κατάλαβα και συγκλονίστηκα. Φοβήθηκα στην αρχή και φρίκαρα. Μετά έκανα το πιο ανεξήγητο πράγμα που έχω κάνει ποτέ στην ζωή μου. Άνοιξα τα παράθυρα, το παντζούρι και τις κουρτίνες να μπει ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας στο δωμάτιο, ξεσκέπασα τον Φ., του σήκωσα το t-shirt και ξάπλωσα με το κεφάλι πάνω στην κοιλιά του.
Έμεινα έτσι πολλές ώρες. Και σκεφτόμουν διάφορα παλαβά, ότι ο φίλος μου αφέθηκε να πεθάνει την μέρα που έφτασε το γράμμα από τους δικούς του επειδή αισθάνθηκε ότι δεν ήρθε αγάπη και φροντίδα από εκεί.... ιδεοληψίες, χαζές ιδεοληψίες μου.
Τι με συνέφερε; Είναι αστείο σχεδόν. ...είμαι με το κεφάλι ξαπλωμένο πάνω στο στομάχι του Φ. και σκέφτομαι και λυπάμαι και όλα και ξαφνικά ακούω από την κοιλιά του έναν ήχο. Πως κάνει το στομάχι μας όταν πεινάμε; ...ε, κάτι τέτοια άκουσα! Πετάχτηκα από τον τρόμο.

... ... ... ... ... .... ... ... .... ...
Η ιστορία του Φ. σχεδόν έσπασε την καρδιά μου. Αλλά η ζωή στεγνώνει τα δάκρυα. Ακόμα και τα πιο μαύρα. Την θλίψη μου για το χαμό του φίλου μου την ξεπέρασα και ήρθαν χαρές, αυτές έφυγαν και ήρθαν άλλες λύπες, και τις ξεπέρασα και αυτές και μετά ξαναχάρηκα και πάλι... τα ξέρεις τα αέναα της ζωής.
Και αν τα θυμήθηκα πάλι όλα αυτά είναι γιατί πριν από μερικές μέρες, σε ένα συρτάρι, βρήκα το γράμμα από την οικογένεια του Φ. Το ξαναδιάβασα και πήγα να θυμώσω και να οργιστώ. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι αυτό δεν είναι δική μου δουλειά. Εμένα δική μου δουλειά είναι να θυμούμαι τον φίλο μου, να τον αγαπάω. Εμένα δική μου δουλειά είναι να υπερασπίζομαι την ακεραιότητα της ανάμνησής του, όχι να είμαι θυμωμένος και να επιτίθεμαι.
Έτσι το πέταξα το γράμμα. Χίλια κομμάτια. Και το ξεφορτώθηκα. Όσο πιο γρήγορα ξεχαστεί, τόσο καλύτερο.
... ... ... .... ... ... .... ... ... ... ... ... ... .... ... ... ...
Πριν από μερικές μέρες είνα πάει με τον μπε μου να δούμε την έκθεση του Πραξιτέλη στο αρχαιολογικό. Βγαίνοντας από το μουσείο, μάτωσε η καρδιά μου. Ένας 40χρονος μπαμπάς με το μικρό του γιο στους ώμους έμπαινε στο κτίριο. Ήταν ολόιδιος, ολόιδιος σου λέω ο Φ. Ολόιδιος! Δεν ξέρω πως γίνεται αυτό, ίσως να φταίει ότι έχω ξεχάσει τις λεπτομέρειες της εξωτερικής του εμφάνισης τόσα χρόνια που έχουν περάσει από τότε που πέθανε, και για αυτό να μου φάνηκε ότι του έμοιαζε ο μπαμπάς.
Πάντως με το που είδα τον άνθρωπο αυτό που τόσο έμοιαζε στον Φ. μία λύπη έσκασε σαν χημικό πυροτέχνημα μέσα μου - ..όμως λύπη που γρήγορα μετατράπηκε σε βαθιά χαρά και αγάπη ζωής.
Φαντάστηκα ότι αυτός ο όμορφος άντρας με το χαρούμενο χαμόγελο και τα πυκνά μαύρα μαλλιά (ο Φ. είχε χάσει όλα του τα μαλλιά πριν πεθάνει, και μερικά δόντια), αυτός ο άντρας που ζούσε την super ευτυχισμένη στιγμή να πηγαίνει τον γιο του να δει τα γλυπτά του Πραξιτέλη ένα κυριακάτικο απόγευμα... ΗΤΑΝ, πραγματικά ΗΤΑΝ ο νεκρός φίλος μου.
Φαντάστηκα πως ο Φ. δεν πέθανε εκείνο το βράδυ, δεν χάθηκε στην καλύτερη του ηλικία αλλά πως απλά είχε ρουφηχτεί από μία άλλη ζωή. Μία ζωή στην οποία θα πέθαινε σε βαθιά γεράματα, παππούς ευτυχισμένος με τον όμορφο γιο, που τώρα πήγαινε στο μουσείο, δίπλα του.
Φαντάστηκα πως όλοι οι άνθρωποι που μας αφήνουν, όλοι όσοι χάνονται γιατί πεθαίνουν... λοιπόν, όλοι αυτοί δεν χάνονται πραγματικά αλλά πως ζουν σε ένα άλλο σύμπαν ευτυχισμένοι, με μεγάλες αγαπησιάρικες οικογένειες, με κυριακάτικα τραπέζια με γιουβέτσι...
Φαντάστηκα ότι η λύπη είναι μόνο για αυτούς που μένουν εδώ.
Που είναι.
...έτσι δεν είναι;
Από το βάθος του κήπου του μουσείου, ένας μεγάλος μουργόσκυλος μας κουνούσε την ουρά εμένα και του μπε μου. έμοιαζε να μας λέει "μην σκέφτεσαι άλλο... ό,τι είναι, είναι - τι σημασία έχει για το εδώ και το τώρα σου;" (μλκ!!! σε αυτό το μπλογκ, μέχρι και τα σκυλιά φιλοσοφούν!!! χαχαχαχα!)