Sunday, May 17, 2020

Γιορτή της μητέρας

Το γέρικο σώμα ήταν τόσο αδυνατισμένο, που, παρά την ονειρική του αδυναμία, το σήκωσε σαν να ήταν από πούπουλο. Κρατώντας το στην αγκαλιά του και καθισμένος ανακούρκουδα, της έβγαλε πρώτα το παλτό. Το πέταξε παράμερα, μα αισθάνθηκε τύψεις. Εκείνη ποτέ δε θα πετούσε έτσι ένα ακριβό, φίνο, καμηλό παλτό. Δεν ήθελε όμως για κανέναν λόγο να την αφήσει από τα χέρια του, ούτε για δέκα δευτερόλεπτα, για να το διπλώσει. 

Μετά, της ξεκούμπωσε και της έβγαλε το λευκό πουκάμισο με το δαντελένιο γιακά, την καφεπορφυρή φούστα, το μεσοφόρι, ένα μεταξωτό, σαν μπλουζάκι, με τιραντάκια, που φορούσε κάτω από το πουκάμισο κ αυτός δεν ήξερε πως το λένε. Τα κορίτσια, δεκαετίες τώρα δεν φοράνε τέτοια, όπως δεν φορούνε ούτε και μόνο φούστες, ή βυζοθήκες με μπαλένες κ δαντέλες. Από κείνη, όταν ήταν μικρός είχε ακούσει αυτή τη λέξη: βυζοθήκη. Πόσο είχε γελάσει - κ μετά πόσο είχε ξεκαρδιστεί κ κείνη με το γέλιο του. 

Ορίστε: τώρα την είχε σχεδόν γυμνή στην αγκαλιά του. Με την κυλότα κ με, ναι, τη βυζοθήκη... Δεν δίστασε στιγμή, όπως ίσως θα δίσταζε ένας γιος να γυμνώσει εντελώς τη μάνα του. Ούτε κ είχε την βραδύτητα των κινήσεων στα όνειρα. Γρήγορα γρήγορα ξεθηλύκωσε τη βυζοθήκη, την έβγαλε, τράβηξε κ την κυλότα κ ιδού: ολόγυμνη, ζαρωμένη, ρυτιδιασμένη, με φλεβίτσες από τα γεράματα, με αμέτρητες ελιές κ σημάδια κ πανάδες, ολόγυμνη, απόλυτα παραδωμένη στα χέρια του. Προσπάθησε να μην κοιτάξει τον αριθμό στο χέρι. Σηκώθηκε και με σταθερό βήμα, το βήμα της πιο αναμφίβολης πραγματικότητας, με το άψυχο κορμί της μάνας του της ηλικιωμένης στην αγκαλιά, έκανε τα μερικά βήματα ως στην μπανιέρα. Την απόθεσε, γλυκά, τρυφερά, προσεκτικά, της έβαλε μια διπλωμένη πετσέτα στο σβέρκο, να ακουμπά, και ύστερα, άνοιξε την βρύση. Όταν το νερό γέμισε την μπανιέρα, το έκλεισε - η ησυχία απλώθηκε πάλι, γαλήνια, προστατευτική σαν σε όνειρο, κ αυτός πήρε ένα σφουγγάρι κ με απαλές, αργές σαν βρέφους που εξερευνά το κόσμο γύρω, κινήσεις, άρχισε να τρίβει το γέρικο, αποστεωμένο, χτυπημένο κ βρώμικο κορμί. 

Δεν παρέλειψε τίποτε. Τίποτε. Τα οστά που από την ασιτία εξείχαν σαν λεπίδες στους γοφούς, τα κρεμαστά στήθη, το πληγιασμένο αιδοίο, με τους κοριούς, τα πέλματα τα σκληρά σαν ζώου από την ξυπολισιά. Έτριβε, χάιδευε, έκλαιγε κ τραγουδούσε. Έτριβε, χάιδευε, έκλαιγε κ τραγουδούσε. Έτριβε, χάιδευε, έκλαιγε κ τραγουδούσε. 

Ύστερα ξύπνησε. Ήταν Κυριακή. Γιορτή της μητέρας. Η 63η γιορτή της μητέρας δίχως την μητέρα του. 
***** 
Τον Απρίλιο του 1943, την είδε για τελευταία φορά, αυτήν την παράξενη γυναίκα που για να τον κάνει να γελάει του ψυθίριζε "βυζοθήκη" στις πιο ακατάλληλες κ σοβαρές περιστάσεις. Τότε ήταν 28 κ αυτός 7. Εκείνο το μεσημέρι φορούσε ένα καμηλό παλτό, καφεπορφυρή φούστα, άσπρο πουκάμισο με δαντέλες. Την συνέλαβαν κ την ανέβασαν μαζί με πολλούς άλλους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, σε ένα βρωμερό καμιόνι. Το τελευταίο που του είπε πριν βγει από το δωμάτιο της παράγκας του γκέτο ήταν "κρύψου. Κρύψου τώρα, κάνε ησυχία, μετά ζήσε. Ζήσε! Δεν ξέρω πως! Ζήσε για μένα!" 

Υπάκουσε. Έζησε. Από τύχη πιο πολύ, του φαίνεται. Παρά την ενοχή που την άφησε μόνη, που την υπάκουσε. Μετά τον πόλεμο, όταν τελείωσαν όλα, άρχισαν όλα: έμαθε. Για το Άουσβιτς, όπου εξοντωθήκαν οι 54 χιλιάδες από τις 56 των Θεσσαλονικιών Εβραίων - για τους βιασμούς - για την ασιτία - για τα βασανιστήρια κ τις εκτελέσεις - για τα ξυρισμένα κεφάλια κ τα σακιά με τις γέφυρες των δοντιών κ τα χρυσά δόντια. Για τους ομαδικούς τάφους κ τα κρεματόρια. Για τα νούμερα τα σφραγισμένα στον καρπό. Είδε φωτογραφίες, αργότερα είδε και ντοκυμαντέρ. Άντεξε να δει. Τα άγνωστα κουφάρια. 

Μίλησε για αυτό, έγραψε για αυτό, έκανε ψυχανάλυση για αυτό, έκανε άτεχνη τέχνη για αυτό, τα πάντα έκανε. Μόνο σε αυτό το παράξενο όνειρο, (που επανέρχεται, τώρα τελευταία, που έχει την διπλάσια ηλικία της κ παραπάνω, όλο κ συχνότερα) μόνο σε αυτό το όνειρο καταφέρνει να κλάψει τη μαμά του. Μα ξυπνά πάντα, όσο και αν έχει χαϊδέψει, όσο και αν έχει τραγουδήσει, όσο και αν έχει μοιρολογήσει, απαρηγόρητος. 28 ετών. 28.

Tuesday, April 21, 2020

Πάσχα, κάποτε

Τώρα που τα σκέφτομαι καλλίτερα, που τα θυμάμαι πάλι, αυτό που με εκπλήσσει πιο πολύ δεν είναι το γεγονός πως δεν είχαμε καθόλου χρήματα, τίποτε, για να κάνουμε γιορτές, Πάσχα. Είναι ότι, τότε, εκείνη την εποχή, στα παιδικάτα μου, η αφραγκία δεν μου έκανε καμία απολύτως αίσθηση. Το ότι συχνά δεν είχαμε καθόλου χρήματα, ήταν αυτό ακριβώς... συχνό, συνηθισμένο, καθόλου εντυπωσιακό φαινόμενο. Ήταν φυσικό και ανθρώπινο, όπως η καταιγίδα, ή το κρύο. Συμβαίνουν πότε πότε, σε ταλαιπωρούν, περνάνε. Ποιός είπε ότι δεν έχουν και τα δεκάχρονα στωικότητα;

Ενδέχεται βέβαια να έχω απωθήσει αναμνήσεις και συναισθήματα, (το άγχος, την αγωνία) από τότε. Υπάρχουν σκοτεινά χάσματα στο πως τα θυμάμαι τα πράγματα. Πάντως, αν εγώ ήμουν στωικός, άβουλος, ή απλώς παιδικά ανήμπορος να αντιδράσω στην αφραγκία μας, η μητέρα μου, το αντιλαμβάνομαι, δεν μπορούσε να είναι έτσι: Κόντευε τα 40, μόλις, και είχε δύο παιδιά που τα μεγάλωνε μονάχη, δίχως σύντροφο, τραγουδώντας σε μπουζούκια - όπου προσπαθούσε ανάμεσα στα σκυλάδικα σουξέ της εποχής να τραγουδάει και Αλεξίου, Γαλάνη, Σπανό, Λοϊζο, και ας υπήρχε ελάχιστη πιθανότητα να το προσέξει κάποιος από τους θαμώνες.

Ήταν κουρασμένη, μόνη, δίχως κανένα στήριγμα από ανθρώπους ή την "κοινωνία". Και, κυρίως, δίχως την γνώση ότι, ναι, υπάρχουν στηρίγματα γύρω μας, στους ανθρώπους ή στον κόσμο. (Αυτή η απόγνωσή της, καθόλου συναισθηματική, νοητική εκατό τοις εκατό, παγιωμένη, δομική δική της, είναι κάτι που ακόμη με πληγώνει, ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο). Πάντα μόνη, πάντα φοβισμένη, πάντα δυνατή.

Ήμασταν δυο τρεις μέρες πριν από το Πάσχα, λοιπόν, χωρίς χρήματα, η μαμά δίχως δουλειά, προφανώς απελπισμένη (και ας μην θυμάμαι την μυρωδιά εκείνης της απελπισίας, ας την έχω αποσπρώξει βαθιά κάτω και πίσω). Και τότε, έγινε ένα θαύμα. Κάπως, με έναν τρόπο που δεν γνωρίζω, βρέθηκε ένα μεροκάματο, και μάλιστα πολύ καλό! Να τραγουδήσει στο Πασχαλινό γλέντι σε ένα στρατόπεδο κοντά στην Αθήνα. Σε ένα από αυτά τα γλέντια όπου κάθιδροι, άϋπνοι φαντάροι γυρνάνε δεκάδες σούβλες, τραγουδάνε και εμβατήρια ανάμεσα στα λαϊκά, και τσουγκρίζουν αυγά με πολιτικούς που έχουν αφήσει μόνη την οικογένειά στο σπίτι, αλλά τι να κάνουν. Τα βλέπαμε συχνά τα ρεπορτάζ από τα εκείνα τα Πασχαλινά γλέντια στην τηλεόραση, μέχρι πριν καμία εικοσαριά χρόνια. Μετά αρχίσαμε να πηγαίνουμε για Πάσχα τριήμερο στην Μύκονο ή στην Σκιάθο... έπαψαν να είναι εντυπωσιακά.

Πήγα και εγώ μαζί με τη μαμά στο γλέντι στο στρατόπεδο. Δεν θυμάμαι καμία λεπτομέρεια, πώς πέρασα, πόσο και που έφαγα, αν ήμουν μόνος τόσες ώρες ανάμεσα σε αγνώστους, (επ, και άλλη απώθηση) εκτός από δύο σκηνές: Στο τέλος του γλεντιού, απόγευμα, κάπου απόμερα, ένας όμορφος, ευθυτενής, υψηλόβαθμος αξιωματικός, με στολή με πολλά εμβλήματα και αστέρια να της μετράει και να της δίνει από έναν πάκο (μεγάλο!) πολλά χαρτονομίσματα, χωρίς αποδείξεις, χωρίς διαδικαστικά. Προφανώς από κάποιο κονδύλι του στρατοπέδου, ποιος ξέρει... Και, κυρίως, θυμάμαι, την μητέρα μου να τραγουδά χαρούμενη και λυτρωμένη, προσωρινά ανέμελη, στο αυτοκίνητο με το οποίο επιστρέφαμε στο σπίτι μας στο κέντρο της Αθήνας. Θα τελείωναν πάλι τα χρήματα, αλλά εντάξει, είχε ο Θεός. Εκείνη την στιγμή, μόνο χαρά και αγαλλίαση.

Φέτος, έχω την ηλικία που είχε η μητέρα μου όταν πέρασε στην άλλη πλευρά. Την σκέφτομαι, για αυτό, ακόμη περισσότερο - (και τι ανεξάντλητο θαύμα, κάθε φορά με άλλο τρόπο, με περισσότερες συνειδητοποιήσεις...). Κάνω συγκρίσεις, αναπόφευκτα: Δεν έχω δύο παιδιά, δεν είμαι όπως εκείνη, μόνος και απεγνωσμένος , έχω την γνώση πως οι άνθρωποι μπορούμε να αλληλοστηριζόμαστε, πως υπάρχουν "κοινωνικές" δομές που μπορεί να στραφεί κανείς. Δεν φοβάμαι συνέχεια. Δεν έχω κανενός την ευθύνη. Βέβαια, δεν είμαι και εξίσου δυνατός.

Δεν μου λείπει πια - μη με παρεξηγείς, δεν είναι σκληράδα, δεν είναι λησμονιά, είναι ζωή και ο χρόνος που περνά. Δεν μου λείπει... αλλά στενοχωριέμαι ακόμη, και μάλιστα πολύ, που δεν έζησε, εκείνη για εκείνη, περισσότερο - για να χαρεί την θάλασσα, που της άρεσε να κάνει γυμνισμό, τα δράματα, που ήταν ιέρεια του μελοδράματος, τα σαμπουάν στα σουπερμάρκετ, που τα άνοιγε όλα και τα μύριζε με τις ώρες. Αλλά η ζωή είχε άλλα σχέδια..

...Και σήμερα, εγώ, τρυφερά προστατευμένος σε ένα σπίτι ζεστό, θυμάμαι εκείνο το Πάσχα, των αρχών της δεκαετίας του 1980. Μια γιορτινή θλίψη πλημμυρίζει την καρδιά μου. Την απολαμβάνω, ω ναι, σαράντα σχεδόν χρόνια μετά. Ακόμη, κάνω διασκεδαστικές ερωτήσεις: Τι να απέγινε ο αξιωματικός εκείνος; Τι να κάνουν τα φαντάρια που άκουσαν την μητέρα μου να τραγουδά στην ομορφότερη και λαμπερότερη ακμή της; Πως έγινε αυτό το αναπάντεχο θαύμα και βρέθηκε δουλειά;

Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι κάποτε θα αναστηθούμε, και αν πρέπει να το προσδοκούμε. Πολλά πράγματα είναι οριστικά στην ζωή μας, και αφόρητα, όμως πολλά δεν είναι. Απλώς, μας δυσκολεύουν, μας χαλάνε την βολή, το κέφι, το όνειρο. Θα ήθελα να έχω την δύναμη να με πονάνε μόνο τα μεγάλα και οριστικά. Τα άλλα, αλάτι στο νερό. Είναι ωραία τακτική να θυμόμαστε τις χαρές, και τις αγαλλιάσεις, και να μην φοβόμαστε να διηγούμαστε όσα μας πόνεσαν, για να λιώσουν γρηγορότερα στο νερό.

Friday, January 24, 2020

Ένα όνειρο


Βρισκόμουν πάνω από τη θάλασσα εκείνου του νησιού, εκεί όπου πνίγηκαν η ανθρωπιά μας, ο πολιτισμός, η τέχνη, τα μυθιστορήματα, τα επιτεύγματά μας, όλη η πορεία από τη σπηλιά εώς εδώ. 

Μέσα στα νερά, οι πρόσφυγες, τρεμάμενοι, παραιτημένοι, περίμεναν την ανακούφιση του θανάτου. 
Και ξαφνικά... ένας από αυτούς, αναδύθηκε αργά αργά από το νερό και άρχισε να περπατά πάνω στα κύματα. Ήταν χαμογελαστός, χαρούμενος, τρυφερός, σαν να έκανε βόλτα χέρι χέρι με τη μητέρα του στον ηλιόλουστο κήπο του πατρικού του σπιτιού. 

Μετά, αναδύθηκε και άλλος, και άλλος... και ένας ακόμα... παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, πεινασμένοι, λερωμένοι, αδύνατοι, περπατούσαν γαλήνια πάνω στα νερά. Δεκάδες Χριστοί, στα ανοιχτά ενός ξερόνησου.

Οι άντρες στο σκάφος, εκείνοι με τ
η στολή και τη σκληράδα, τους κοιτούσαν αμίλητοι. Έκλαψαν με συντριβή και ύστερα έπεσαν και τους προσκύνησαν. Να ζητήσουν συγχώρεση από αυτούς τους δεκάδες ξαφνικούς Χριστούς, εκεί στα ανοιχτά ενός ξερόνησου.

Saturday, January 11, 2020

Δεν θυμάμαι

Δεν είχα καμία δικαιολογία. Ή, για την ακρίβεια, δεν είχα τη μόνη δικαιολογία που θα μπορούσα να επικαλεστώ, η οποία όμως, ακόμη κ αυτή, είναι βέβαιο πως δε θα με έβγαζε από την δύσκολη θέση: δεν έκανε κρύο. Αντίθετα. Η νύχτα που έκανα αυτό που έκανα ήταν ζεστή, καλοκαιρινή, δεν σήκωνε προφάσεις αναζήτησης ζεστασιάς.

Αρχές Αυγούστου ήταν. Φωτεινό βράδυ, καθαρό, δίχως φεγγάρι αλλά με αστέρια, πολλά. Από τα παράθυρα του θαλάμου στο στρατόπεδο του πεζικού όπου υπηρετούσα μπορούσα να δω το στερέωμα. Λήμνος. Ο κοντινότερος οικισμός στη «μαύρη», δύσκολη μονάδα, ήταν ένα απομεινάρι χωριού με λίγες δεκάδες σπίτια, τα περισσότερα από αυτά ήδη τότε, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, ακατοίκητα. Οι κάτοικοί τους αν δεν είχαν μεταναστεύσει σε κάποιο αστικό κέντρο, είχαν μετακινηθεί προς τα παράλια του νησιού. Γύρω από τη μονάδα, ησυχία. Ερημιά. Κακιά γαλήνη. Λίγα σπίτια, λίγα φώτα, λίγη ζωή. Θητεία. ...ναι, αλλά έτσι γινόταν και μπορούσαμε να βλέπουμε τα αστέρια, σκέφτομαι τώρα.

Και θαρρώ έτσι έγινε και εκείνο το Αυγουστιάτικο, φωτεινό βράδυ, αφέθηκα να κάνω αυτό για το οποίο καμία αποδεκτή δικαιολογία δεν υπάρχει. Η γαλήνη, η ησυχία, η ερημιά, οι αυγουστιάτικες άδειες που είχαν αδειάσει το στρατόπεδο κ το θάλαμο της διμοιρίας μου, από τη μία με έκαναν να φοβάμαι λίγο περισσότερο από το πόσο, αυτόματα, αυθόρμητα, εκ της φύσεώς μου φοβόμουν συνεχώς κ τα πάντα... από την άλλη όμως μου επέτρεψαν να αποτολμήσω το ανεξήγητο, το τρελό.

Ήταν περασμένες 1 το βράδυ. Είχα πέσει νωρίς στο κρεβάτι, στις 5 ξημερώματα είχα υπηρεσία, έπρεπε 4 κ 15, 4 και μισή το πολύ να σηκωθώ. Αποκοιμήθηκα αμέσως, για δυο ωρίτσες. Δεν ξέρω τι με ξύπνησε. Άνοιξα τα μάτια, κοίταξα το πλαστικό ρολόι χειρός, είδα πως είχα ακόμα 3 ώρες ύπνου και... και αντί να αλλάξω πλευρό, να βολευτώ καλλίτερα στο κρεβάτι, αντί να πάω να πιω νερό ή να κατουρήσω, σηκώθηκα κ ανεξήγητα, αναίτια κ για μένα τον ίδιο, κυρίως για μένα, προχώρησα, ξυπόλητος, στο μισοΰπνι μου, τα λίγα μέτρα μέχρι το κρεβάτι ενός άλλου φαντάρου όπου, χωρίς δισταγμό, δίχως μια στιγμιαία έστω επιβράδυνση, ξάπλωσα δίπλα του.

Ξάπλωσα δίπλα του. Στο μονό, στενό στρατιωτικό κρεβάτι που οι και οι λίγο έστω εύσωμοι φαντάροι έβρισκαν μικρό. Δεν έκανε κρύο, δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις με τον άνθρωπο... τίποτε, δεν είχα καμία «δικαιολογία». Αλλά εκείνη τη στιγμή, δεν είχα ούτε στο ελάχιστο στο μυαλό μου το γιατί κ το πως. Αργότερα συνέλαβα με το μυαλό το παράξενο του συμβάντος κ άρχισα να σκέφτομαι. Τότε, εκείνο το γαλήνιο αυγουστιάτικο βράδυ, δεν είχα καμία σκέψη. Απλώς υπέκυψα, παρασύρθηκα, σαγηνεύτικα, (πως να το πω; ) από ό,τι ήταν αυτό που με παρακίνησε να πάω κ να κουρνιάσω δίπλα στον κοιμισμένο συνάδελφο.

Δεν θυμάμαι το όνομά του. Μοιάζει απίστευτο αλλά είναι αλήθεια. Δε θυμάμαι καλά καλά πως ήταν (μου άρεσε όμως, με γοήτευε) - αν τον συναντήσω τώρα, σήμερα, στο Παγκράτι, δε θα τον αναγνωρίσω ακόμα κ αν έχει αλλάξει ελάχιστα. Δεν θυμάμαι τον τόπο καταγωγής του, που έμενε, πόσο υπόλοιπο θητείας είχε, ποια ήταν η σειρά κ η ειδικότητά του, πώς μου συμπεριφερόταν, αν μου έκανε καψόνια ή με αγνοούσε ως παιδάκι μαλθακό... μα θυμάμαι πως όταν ξάπλωσα δίπλα του, αυτός ήταν ανάσκελα κ εγώ στο πλάι, η μύτη μου ήρθε κοντά στο μάγουλο κ τον λαιμό του, και μια αγγελική μυρωδιά με γέμισε ευτυχία - το φτηνό άρωμα που είχε βάλει στο πρόσωπο του μετά το βραδυνό ξύρισμα. Θυμάμαι το πόδι μου να ακουμπά το πόδι του στο ύψος του μηρού, για ένα δευτερόλεπτο, να το τραβάω, κ μετά να το πλησιάζω πάλι, να ακουμπάω και να το αφήνω εκεί, να μην το τραβάω ξανά. Θυμάμαι να κάνει μια απότομη κίνηση με το κεφάλι προς τα δεξιά, προς τα μένα δηλαδή, εμένα που ήμουν ξαπλωμένος, κολλημένος πια πάνω του, άφοβα, άντροπα, απελπισμένα, ευτυχισμένα, φοβισμένα, ένοχα, τρυφερά, ακίνητα, λαχανιασμένα, κοιμισμένα, ξυπνητά, χαρούμενα... κ ύστερα να φέρνει ξανά το κεφάλι του σε ίσια θέση κ λίγα δευτερόλεπτα μετά να ακούω τον ρυθμικό του, ελαφρύ ροχαλητό. Θυμάμαι, μετά, μέσα στον ύπνο μου το δεξί του χέρι να βρίσκεται περασμένο κάτω από το λαιμό μου και να ακουμπά την πλάτη μου.

Και ύστερα θυμάμαι να μου λέει ψιθυριστά, ήσυχα, με ένα ίχνος υγρής βραχνάδας στη φωνή «...έλα, πήγαινε σιγά σιγά. Σήκω. ...έλα, πήγαινε. Θα μας δούνε...». Γλυκά, τρυφερά, μειλίχια, σαν διστακτικός, φοβιτσιάρης ακόμη - ακόμη, ήρωας του Τσέχωφ, πιο δειλός κ τρομαγμένος από τον κόσμο και από μένα.

Πήγα. Έκανα όπως είπε. Σηκώθηκα, περπάτησα τα λίγα, ξυπόλητα βήματα ως το κρεβάτι μου, ξάπλωσα κ μισή ώρα μετά, το ξυπνητήρι με τίναξε στην πραγματικότητα.

Αυτό ήταν όλο. Τι έγινε μετά; Δεν έχω ιδέα. Δε θυμάμαι. Έγινε άραγε κάτι; Δε θυμάμαι... όπως δεν θυμάμαι τι πραγματικά έγινε κ πριν από το μετά, πριν εκείνο το δίωρο... ή μήπως ήταν τρίωρο; Τι έπαθα; Τι μου συνέβη; Τι ήθελα; Τι ήθελα πραγματικά; Έχω σκεφτεί διάφορες εκδοχές, από τις πιο αισθηματικές μέχρι τις πιο κυνικές: από το ότι ήμουν ερωτευμένος δίχως να τολμώ να το συνειδητοποιήσω, μέχρι ότι είχα ανάγκη κάποιου είδους προστασίας, και από το ότι είχα καύλες κ έριξα άδεια μην κ πιάσω γεμάτα, μέχρι ότι ήθελα να δημιουργήσω ένα μικρό σκάνδαλο για να με διώξουν από τη θητεία.

Δεν νομίζω πως θα μάθω ποτέ θετικά, επιβεβαιωμένα, τα αληθινά μου κίνητρα. Δεν είναι μόνο πως έχω απομακρυνθεί, σύμπαντα ολόκληρα, από τον δεκαοχτάχρονο εμένα. Είναι πως το ανεξήγητο κ αναίτιο του επεισοδίου, της συμπεριφοράς των προσώπων, με κάποιον εξίσου γοητευτικά αναίτιο, ανεξήγητο τρόπο, καθαγιάζει αυτό που συνέβη. Ό,τι κ να ήταν. Καθαγιάζει όχι με την έννοια της μη-αμαρτίας (ενήλικες, συναίνεση, επιθυμία, κ.λπ κ.λπ.) - καθαγιάζει με την έννοια του κυτταρικά προερχόμενου, του αληθινά αληθινού, αυτού που ανάβλυσε από το ανεξήγητο εντός μας. Από το ανεξήγητό μας.

Αλλά και αυτή η σκέψη ακόμα ενδέχεται να είναι μια αποτυχημένη κ περιττή απόπειρα εκλογίκευσης. Απόλυτα περιττή.

Thursday, December 26, 2019

ευχές εκ της παρακμής

Σε αυτόν τον κινηματογράφο, Κηφισίας κ Αλεξάνδρας, πριν από κάμποσο καιρό, έζησα μια από τις πιο παράξενες κ αξέχαστες στιγμές της ζωής μου... είδα ταινία, μπλοκμπάστερ, του Χόλυγουντ παρακαλώ, κ όμως, ήμουν ο μόνος θεατής στην προβολή. Η οποία έγινε κανονικά, δεν εμφανίστηκε, όπως ήμουν σίγουρος όσο πλησίαζε η ώρα της έναρξης ότι θα γίνει, κάποιος να μου πει "άσε μας κουκλίτσε μας, που θες ένα σινεμά μόνο για σένα" (ήμουν κουκλίτσος τότε, όντως).

Η προβολή λοιπόν του Bicentennial Man, έγινε, κανονικά, μόνο για έναν. Εμένα. Κανείς άλλος θεατής δεν εμφανίστηκε. Ω ναι. Ό,τι πλησιέστερο έζησα ποτέ σε "βαθύπλουτος ζάμπλουτος κροίσος μεγιστάνας του κεφαλαίου που έχει ιδιωτικό σινεμά" κ σε "πολίτης Κέην". Έτσι θυμάμαι την προβολή - ως εμπειρία πολυτέλειας, αστεία, παράξενη. Την ενοχή κ τις τύψεις που με βασάνιζαν, τις ξέχασα, - που κούραζα τους υπαλλήλους κ που έκαιγα ρεύμα...

Τι τα θες. Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε. Έτσι λέει το ίντερνετ, όταν το ρωτάς πότε βγήκε αυτή η ταινία. Το σινεμά έκλεισε, χρόνια τώρα, (γιατί; ήταν τόσο σφιχτά τα πράγματα; ), αλλά αυτό δεν είναι ό,τι χειρότερο έφερε ο χρόνος... θυμηθείτε το τέλος του πρωταγωνιστή της ταινίας, του Ρόμπιν Βήληαμς (γερμανική προφορά, διότι μπορώ!).

Εγώ δε, ακόμα ενοχικός, ακόμη τυψιάρης όπως τότε που ήμουν 27, χαίρομαι που έχω μνήμη πειραχτήρι, που αλλάζει τα πράγματα όπως αγαπά κ όπως διασκεδάζει.

Να λοιπόν μια ωραία ευχή φίλοι μου, που σας την απευθύνω με όλη μου τη μελό αγάπη: το 2020, να χαλάνε μόνο κτήρια, όχι άνθρωποι. Κ να πειράζουμε την ζωή, τις αναμνήσεις, τις διαδρομές κ τους στόχους μας με αγάπη κ με κέφι.

Χρόνια πολλά! Καλές γιορτές!

Sunday, December 22, 2019

Αγίου Νικολάου

Μέναμε ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα στο κρεβάτι, κ όταν ηρεμούσαν οι ανάσες μας, μου έλεγε ιστορίες για το σπίτι του. Η αποθέωση των στερεότυπων.

Ο πατέρας του ναυτικός, η μάνα του μοδίστρα. Αδέλφια οικοδόμοι. Αυτός ο μικρότερος, πολλά χρόνια διαφορα από τους άλλους, ο πιο αγαπημένος τους. Το πρώτο ευκατάστατο μέλος της οικογένειας, ούτε να δουλέψει χρειάστηκε, ούτε τίποτε να στερηθεί. Ο πρώτος της πρώτης πλούσιας γενιάς της φαμίλιας του.

Εγώ εντυπωσιαζόμουν πολύ. Κ επειδή, παρότι ήταν πολύ χαϊδεμένος δεν ήταν καθόλου κακομαθημένος, κ επειδή ο λαιμός του μύριζε την πιο καυλωτική ανθρωπίλα που έχω μυρίσει ποτέ... Συναντιόμασταν σπάνια, αυτός είχε πολλά διαβάσματα για τη σχολή, εγώ τραβιόμουν με την επιβίωση κ τα μεροκάματα στα μπαρ, άλλα ήμασταν νέοι, δεκαεννιά, είκοσι, κ πιάναμε το νήμα αμέσως μόλις συναντιόμασταν πάλι, και ας είχαν περάσει μήνες.

Γύρω μας η Αθήνα (και η γενιά μας) ετοιμάζονταν για τις χειραφετήσεις κ τις προόδους που τώρα, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά, αποκαλύπτονται ως σκλαβιές κ ως βαρύδια.

Εγώ για μένα δεν του έλεγα τίποτε, όταν ξελαχανιάζαμε. Τι να πω; Για τη μάνα την μπουζουξού; Για τον άγνωστο πατέρα; Για κάτι θλίψεις ανεξήγητες που δε με αφήναν να σηκωθώ από το κρεβάτι, είκοσι χρονών άντρα. Για τα άδεια σπίτια κ τις μοναχικές βόλτες; Ή που προσπαθούσα να παρηγορηθώ με πράγματα που με πληγώνανε πιο πολύ;

Σταμάτησα να του απαντάω στα τηλέφωνα. Εξαφανίστηκα. ...αργότερα, κατάλαβα: Φοβόμουν πως κείνος δε θα μπορούσε να σηκώσει την μιζέρια μου, αλλά τελικά εγώ δε μπορούσα να σηκώσω την ευτυχία του.

Νίκο τον έλεγαν. Τον είδα πριν μερικά χρόνια στην Γλυφάδα, μιλούσε στο τηλέφωνο κ γελούσε. Ο λαιμός του μοσχοβολούσε, η μυρωδιά μου έσπασε τη μύτη, και ας ήμουν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Τη μύτη μου έσπασε. Κ την καρδιά.

Tuesday, December 10, 2019

Πασχαλινό μη-θαύμα

Το γραφικό σπίτι είναι παρατημένο. Αλλά κατοικείται. Όποτε έρχομαι στο νησί, τρεις φορές τα τελευταία χρόνια, το κατασκοπεύω. Και φέτος, αμέσως μόλις έφτασα, παραμονές Πάσχα, έτρεξα στο καλντερίμι με τα μπαρ, κλειστά μέχρι να ξεκινήσει η σεζόν, στάθηκα και το παρατηρούσα. 
Η μικρή αυλή παραμελημένη: παλιοί κουβάδες και μπιτόνια άδεια, κοντάρια από σκούπες ορφανά, φύλλα ξερά και πολλοί φάκελοι. Νερό, ρεύμα, τράπεζες, λογαριασμοί. Παρατημένοι όπου τους έριξε ο ταχυδρόμος. Κλειστοί. Βρεγμένοι από πολλές βροχές, στεγνωμένοι από πολλούς ήλιους. Τοίχοι ξεφλουδισμένοι, με μούχλα, παραθυρόφυλλα άβαφτα. Όμως, όταν κατασκοπεύσω βράδυ, βλέπω φως. Όταν ρώτησα μια γειτόνισσα, επιβεβαίωσε. Το σπίτι δεν είναι έρημο. Παρατημένο είναι. 
Με γοητεύει, όχι λόγω γραφικότητας, ούτε λόγω της σαγηνευτικά παρακμιακής μυρωδιάς μούχλας και εγκατάλειψης. Με συγκινεί διότι ίσως είναι ένα από τα σπίτια όπου μείναμε με τη μητέρα μου τα πρώτα δέκα χρόνια μου. Δεκαετία του 1970. Το νησί μόλις έμπαινε στη λεωφόρο της μαζικής τουριστικής ευημερίας, τότε ακόμα ήταν γνωστότερο ως η γενέτειρα του σπουδαιότερού μας διηγηματογράφου. Λίγοι υποψιασμένοι το γνώριζαν ως παράδεισο. Ανάμεσά τους η μητέρα μου, που πήγε στο νησί για να δουλέψει, και έμεινε για έναν έρωτα και να μεγαλώσει τα δύο παιδιά της σε ήσυχο τόπο. Αλλά η ζωή σχεδιάζει αλλιώς: το μεροκάματο δύσκολο τον χειμώνα, ο έρωτας έσβησε, η ανύπαντρη μητέρα με τα δύο παιδιά δεν τα βρήκε όλα βολικά. Ό,τι και να συνέβη, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 φύγαμε στην Αθήνα.
Την Κυριακή του Πάσχα του 2019, 38 χρόνια από την αναχώρησή μας, 26 από τον θάνατο της μητέρας μου, τα βήματα του χωνευτικού περιπάτου με έφεραν πάλι στο σπίτι όπου ίσως ζούσαμε τότε. Και να, θαύμα αναστάσιμο! Μια γυναικα σκούπιζε την αυλή με τους φακέλους, γύρω στα 60, παχύσαρκη, με βρόμικα μαλλιά, έντονους μαύρους κύκλους, απεριποίητη, με λεκιασμένα ρούχα. Επιτέλους! Κάποιος να ρωτήσω, να μάθω. Αλλά... το θαύμα δεν έγινε. Μου έδωσε την εντύπωση πως είναι υπό την επήρεια φαρμάκων και ότι κάτι δεν μου λέει. 
Ναι, το σπίτι τής ανήκει, από τότε. Ερχόταν μόνο καλοκαίρια, αλλά δεν το νοίκιαζε. Σίγουρα; Σίγουρα. Μήπως μείναμε κάποιον χειμώνα; Δεν θυμάται, δεν έδινε σημασία σε τέτοια τότε. Μήπως θυμάστε τη μητέρα μου – είχε ένα μαγαζί εκεί και... Δεν θυμάται, δεν πρόσεχε τότε. Μάλιστα. Ευχαριστώ. Έφυγα. Στενοχωρημένος. Θα βρω ποτέ άκρη; 
Ίσως όντως η γυναίκα να μη θυμάται· εδώ δεν θυμάμαι εγώ. Ίσως να είναι πολύ άσχημα για να συντάξει, να αφηγηθεί ό,τι θυμάται, όπως και για να ανοίξει τους φακέλους, να βάλει να βάψουν. Χάνει καμιά φορά ο άνθρωπος τις δεδομένες ικανότητες. 
Λίγες μέρες μετά, ξαναπέρασα. Παρά το σκούπισμα, οι φάκελοι ακόμη εκεί. Τη γυναίκα που την έφτιαξα τρελή και αλλοπαρμένη στο μυαλό μου την είδα να οδηγεί, να κάνει δύσκολες μανούβρες να παρκάρει σε ένα άλλο καλντερίμι. Μα κάνουν μανούβρες με τζιπ οι τρελοί; Πώς; Μήπως δεν τα σκέφτομαι καλά; Ωστόσο, φορούσε την ίδια μπλε, γεμάτη λεκέδες, μπλούζα. 
Και εγώ; Εγώ νομίζω πως αρχίζω να αισθάνομαι λίγο περιττή αυτή την αναζήτηση. Το ξέσπασα ό,τι ήταν να ξεσπάσει, το ψαχούλεψα, το βρήκα κλεισμένο το τραύμα. Ό,τι έγινε, έγινε. Όπου έμεινα, έμεινα. Καλώς έγιναν όλα. Μα δυο σκέψεις με ερεθίζουν: Mήπως τα βλέπω τώρα γιατρεμένα επειδή τα αφηγήθηκα; Kαι μήπως η μνήμη είναι μια παράξενη γυναίκα, που δεν θέλει, δεν μπορεί να μιλήσει συχνά, και που θα σου πει μόνο αν θέλει εκείνη; 

Saturday, December 07, 2019

Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία για ενήλικες



Μια φορά κ ένα καιρό ήταν ένα αστεράκι, διαφορετικό πολύ από τα άλλα. Δεν γεννήθηκε στο ουράνιο στερέωμα αλλά σε ένα κωλάδικο στον νομό Ημαθείας. Λίγο έξω από μια πόλη τόσο ανιαρή που δεν αξίζει να μνημονευθεί.

Το αστεράκι ήταν πολύ ευτυχισμένο όπως μεγάλωνε. Όλη τη μέρα κοιμόταν σε ένα βρωμερό καμαρίνι κ τα βράδια έκρυβε τη δεξιά (ή την αριστερή) ρόγα από πρώην μπαλαρίνες στα Μπολσόι, και κορίτσια με δυο μέτρα πόδια από την Σόφια. Στην σκηνή, κολλητά σε υπέροχα στητά στήθη, ή σε υπέροχα κρεμαστά στήθη, ή σε υπέροχα μεγάλα στήθη, ή σε υπέροχα μικρά στήθη, ή σε υπέροχα φακιδωτά στήθη, (you get the point) έβλεπε τον κόσμο καλλίτερα κ περισσότερο από ότι αν ανήκε στον αστερισμό του Τοξότη. (Αξίζει ωστόσο να σημειώσουμε τη σύμπτωση πως το κωλόμπαρο έτσι ακριβώς λεγόταν. Τοξότης. Η ζωή, αχ η ζωή...)

Πολλά χρόνια πέρασαν κ το αστεράκι μεγάλωσε, περνώντας πάνω από χιλιάδες βυζιά. Ύστερα ήρθε η κρίση κ ο Τοξότης Ημαθείας έκλεισε οριστικά. Το αστέρι έπρεπε να βρει μια απασχόληση κ αποφάσισε να πάει σε μια μεγάλη πόλη. Εκεί έμπλεξε με κάτι ΜΚΟ αναγέννησης εργαζομένων σε κωλάδικα και όσο κ αν ακούγεται απίστευτο, από αστέρι Κωλάδικο έγινε (αν είναι δυνατόν!) Χριστουγεννιάτικο αστέρι. Σε δέντρα. Από ρόγες, σε έλατα, από κωλάδικα, σε χριστουγεννιάτικα σαλόνια...

Αλλά αυτή είναι η ζωή κ κανείς πρέπει να σκύβει το κεφάλι, ειδικά για την επιβίωση. Όμως, όλοι έχουμε ένα σημείο καμπής. Για το αστέρι μας αυτό το σημείο ήταν όταν βρέθηκε φυλακισμένο πίσω από χοντρά κάγκελα, σε ένα υπεργλυκανάλατο σαλόνι τετραμελούς οικογένειας, ανάμεσα σε φτηνές μπάλες κ διακοσμητικά, φτιαγμένα από παιδάκια σε υπανάπτυκτες χώρες για ένα δολάριο την μέρα. 

Αισθάνθηκε αηδία, για τον εαυτό του που είχε παχύνει, για τα χοντρά κάγκελα, για τα κακομαθημένα χοντρά παιδάκια, κάτι μικρά σιχαμένα καθάρματα που όταν μεγάλωναν θα γίνονταν σαν τους χειρότερους πελάτες στα κωλάδικα που, περιέργως, τα νοσταλγούσε... 

Κάρφωσε το ένα παιδάκι στο λαιμό. Το άλλο στο μάτι. Τους γονείς στην καρωτίδα. Πέθαναν ακαριαία. Άνοιξε την πόρτα κ περιστεφόμενο πάνω στις ακτίνες του (τις ίδιες αυτές με τις οποίες σφάγιασε την οικογένεια) κύλησε προς τα βουνά γύρω από την πολιτεία. Βρήκε ένα σημείο, ήσυχο, σκοτεινό και εκει έμεινε ακίνητο, κ περίμενε. Χωρίς σκοπό, δίχως αιτία.

Πέθανε ευτυχισμένο κοιτάζοντας τον ουράνιο θόλο, μακριά από κάγκελα, με μια ανεξήγητη ευδαιμονία, μια γαλήνη, μια υπεργλυκύτατη αίσθηση ανήκειν.

Ο δολοφόνος της οικογένειας δε βρέθηκε ποτέ - και το αστέρι δεν έμαθε ποτέ ότι το λιβάδι όπου άφησε την τελευταία πνοή του, οι ντόπιοι το έλεγαν "η ρόγα της γριάς".

Monday, December 02, 2019

Άτιτλο ερωτικό

Μου τράβηξαν την προσοχή, αμέσως σχεδόν, και ας διάβαζα χωμένος στον κόσμο του βιβλίου.

Απέναντί μου κάθισαν, τους έβλεπα κατά πρόσωπο - μεταξύ τους ήταν δίπλα δίπλα καθισμένοι, παράξενο για ζευγάρι. Ένα ζευγάρι που έμοιαζε να έρχονται από άλλη εποχή, παλιά. Νέοι, γύρω στα 30, το πολύ. Εκείνος ασχημούλης, συνεσταλμένος, με μάτια πρησμένα, ξενυχτισμένα. (Με έκαναν να σκεφτώ ξενύχτια - για να βλέπει σήριαλ Αμερικανικά, ή για να παίζει rpg's, ή για να απολαμβάνει πορνό...) Ψηλός, αλλά άχαρος, σαν λελέκι. Χαμογελούσε, όμως, όμορφα, και γελούσε συχνά. Αυθεντικά.

Εκείνη, λίγο μικρότερή του, άσπιλη - από αυτές τις νέες γυναίκες που φαντάζεσαι πως έχουν απαράβατη ιεροτελεστία φροντίδας του εαυτού τους κάθε βράδυ, πριν τον ύπνο. Με στιλπνά, λαμπερά, ολόισια, περιποιημένα καστανά μαλλιά (που τα τσέκαρε, με το χέρι, συχνά), ωραίο εφαρμοστό πουλοβεράκι, και με εμφανώς λιγότερη αμηχανία από την συντροφιά της. Μιλούσε πολύ, την πολυλογία της μοναξιάς, και από όσα έπιασα (κοκκίνισε το αυτί μου από την προσπάθεια, γκρρρρ) αφηγείτο ανούσιες, χιουμοριστικές τάχα ιστορίες, από την ζωή της. Κυρίως περιπέτειες με τον σκυλάκι της. Ατάκες που της έλεγαν, ή ζητιανές που έκανε το ζωντανό για μεζέδια, τέτοια.

Αλλά γελούσαν μαζί, πολύ. Και μαζί υπήρχε μια έντονη αμηχανία, σχεδόν ντροπή, μεταξύ τους. Αυθεντική. Νοιάζονταν.

Φαντάστηκα το πλαίσιο: Είναι κάποια συνάντηση καλλίτερης γνωριμίας δύο ανύπαντρων νέων που ήρθε η ώρα να κάνουν οικογένεια. Αυτός μάλλον έχει αργήσει πολύ περισσότερο από εκείνη, ίσως να είναι πάνω από 30, εξ ου και ήταν εξαιρετικός, πρόθυμος ακροατής, γελούσε πολύ με ότι έλεγε εκείνη, άκουγε προσεκτικά, δεν διέκοπτε, φοβόταν περισσότερο από τους δύο να μιλήσει.

Από την άλλη, εκείνη, που αν και ομορφούλα, δεν φαινόταν κορίτσι που θα έπαιζε το παιγνίδι των σύγχρονων τρόπων να συνδέονται οι νέοι. Γιατί; Ποιος ξέρει... Ίσως να έχει συντηρητικό χαρακτήρα. Ίσως να είναι θεούσα, αυθεντικά, ολόκαρδα. Ίσως να έχει αυστηρούς γονείς ή χαμηλή αυτοπεποίθηση. Ένας ασχημούλης και μια θεούσα που εξερευνούν το ενδεχόμενο να κάνουν οικογένεια. Επειδή είναι οι μοναδικοί στην παρέα τους, στην γενιά τους, στην σχολική τάξη τους, που δεν κάνουν σεξ έτσι, που δεν πειραματίζονται, επειδή μπορούν.

Αλλά μπορεί να υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Ίσως κάποιου είδους ώθηση από την οικογένειά τους. Για λόγους συμφέροντος (για να ενωθούν δύο κτήματα, δυο περιουσίες). Για λόγους ελέγχου (θα παντρευτείς αυτόν που θα εγκρίνουμε πρώτα εμείς). Για λόγους συμπόνοιας (η κόρη μας είναι πολύ μονόχνωτη, τι θα κάνουμε, θα μείνει γεροντοκόρη;). Υπάρχει ένα παράδοξο στην κοινωνία εδώ, πως αυτές οι παράξενες εκδοχές μοιάζουν (ΜΟΥ μοιάζουν) πιστευτές, ακόμα και σήμερα, στην ασύδωτη εποχή μας.

Μα περισσότερο από όλα με συναρπάζει η εκδοχή αυτοί οι δύο άνθρωποι να συναντήθηκαν, μεν, από ανάγκη, ή από ώθηση, ή από υποχρέωση αλλά να δημιούργησουν έναν πλήρη και ωραίο και σωματικό έρωτα. Ομολογώ ότι παρατήρησα πως το παντελόνι του όπως καθόταν φούσκωνε γενναιόδωρα στο επίμαχο σημείο, ενώ το στήθος της ήταν πλούσιο, όμορφο, στητό, με ρώγες που διακρίνονταν πολύ λαχταριστά κάτω από το εφαρμοστό, ζωηρά πράσινο πουλόβερ. Και αυτά τα σίγουρα μυρωδάτα μαλλιά της.... μμμμμ.

Προσευχήθηκα η καύλα να τους σώσει. Τα κορμιά τους. Οι βυζάρες της και ο πούτσος του. Να γδυθούν την πρώτη φορά, και... Η καύλα. Η βασιλική οδός προς την αγάπη, τον εξανθρωπισμό των ανθρώπων, και την ζωντανή, πλήρη εσωτερική ζωή.

Thursday, November 14, 2019

Η θάλασσα της Σιρίας


Έστειλε γραπτό μήνυμα, στα ελληνικά: «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω». Όταν είδε, στο πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας κρεμασμένης σε ένα περίπτερο στην πλατεία Ομονοίας, ότι η λέξη Συρία γράφεται με ύψιλον και όχι με γιώτα, στεναχωρήθηκε πολύ. Ευχήθηκε να υπήρχε τρόπος να μπορούσε να πάρει πίσω το μήνυμα. Να το ξαναστείλει σωστά. «Από Συρία εγώ».

*

Έτσι γίνεται πάντα. Το ένα φέρνει το άλλο. Κάποιος του είπε, δεν θυμάται ποιος, εάν θέλει να βγάλει εύκολα και ακίνδυνα λίγα χρήματα, χωρίς φασαρίες, να βάλει αγγελία, σε σάιτ για γνωριμίες. Μασάζ. Προικισμένος. Δωράκι. Παρέα σε γενναιόδωρους κυρίους... Μα να θυμηθεί, τα ψηφία του αριθμού του τηλεφώνου του να τα γράψει με κενό, με αστερίσκο ανάμεσα, ώστε να μην τα μπλοκάρει το αυτόματο σύστημα του σάιτ. Να αγοράσει ένα άλλο κινητό τηλέφωνο, με άλλο αριθμό, μόνο γι' αυτή τη δουλειά, να μη δώσει το κανονικό του. Για να αποφύγει μπλεξίματα και φασαρίες.

Τα έκανε όλα όπως τον είχαν συμβουλέψει. Πήγε στο ίντερνετ καφέ, μπήκε στο σάιτ, του το είχανε σημειώσει στο πίσω μέρος ενός δελτίου Τζόκερ που δεν είχε κερδίσει, έγραψε, στα ελληνικά, με αγγλικούς χαρακτήρες, την αγγελία. Όλα σύμφωνα με τις οδηγίες – εκτός από το να αγοράσει καινούργιο τηλέφωνο. Δεν είχε χρήματα να ξοδέψει, αλλά, κυρίως, σκέφτηκε «τι μπλεξίματα; σε τι άλλο να μπλέξω;». Ανέβασε την αγγελία και, δύο μέρες μετά, άρχισαν τα τηλεφωνήματα. Τον ανακούφισε αυτό, το είδε σαν μια μορφή ενθάρρυνσης, μια μορφή ανταπόκρισης, την είχε ανάγκη. Ήταν Αύγουστος, η πόλη είχε αδειάσει, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνει – μα πολλοί άντρες που είχαν στείλει τις οικογένειές τους στα εξοχικά, ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για περιπέτειες.

Οι φωνές στο ακουστικό, άλλες συνεσταλμένες και διστακτικές, άλλες επιθετικές, τον ρωτούσαν «είσαι Έλληνας;», «πόσο προικισμένος;», «τι δωράκι θέλεις;». Απαντούσε, αλήθεια, ότι δεν είναι Έλληνας. Όμως τους έλεγε ψέματα για τη χώρα καταγωγής του. Δεν κρυβόταν, όχι, δεν φοβόταν τα μπλεξίματα... ήταν ότι δεν ήθελε να υπάρχει η πατρίδα του, με κανένα τρόπο, στη συνομιλία. Ήταν που ήθελε να αφήσει την παλιά ζωή του μακριά από τη δουλειά αυτή. Στη δεύτερη ερώτηση, το πόσο προικισμένος, απαντούσε «μεγάλο». Ντρεπόταν πολύ να μιλάει γι αυτά, αλλά επέμεναν. «Πόσους πόντους, δηλαδή; Χοντρό; Πόσο χοντρό;». Μετά από αυτή τη στιχομυθία, η κουβέντα για τα χρήματα που πάντα ακολουθούσε, δεν του προκαλούσε καμία αμηχανία. Ζητούσε δωράκι πενήντα ευρώ. Του έκαναν, χωρίς εξαιρέσεις, παζάρια, τριάντα, είκοσι πέντε . Δεν το πάλευε πολύ. Σαν να μην είχε σημασία. Δεν είχε σημασία. Όταν ξέμενε από χρήματα, δεχόταν και με είκοσι.

Ξεκίνησε να «δουλεύει». (Τα εισαγωγικά στη λέξη τα βάζει ο ίδιος, στο μυαλό του.) Δεν ήξερε τι να περιμένει. Ούτε και υποψιαζόταν πόσο μεγάλη ήταν η άγνοιά του, πόσο πολύ δεν ήξερε τι να περιμένει. Τα σπίτια των ανθρώπων. Τα έπιπλα, ο φωτισμός στα δωμάτια. Τα κρεβάτια. Τα σεντόνια. Οι φωτογραφίες από βαφτίσεις σε κομοδίνα. Οι αναμμένες τηλεοράσεις που παίζουν αθόρυβα, ή με χαμηλωμένη ένταση. Η τάξη. Η αταξία. Η εγκατάλειψη ή η κλινική τελειότητα. Τα σπίτια των ανθρώπων, τόσο διαφορετικά, τόσο αλλιώτικα μεταξύ τους. Τον είχαν συμβουλέψει να μην κοιτάζει γύρω, να συνετίζει τον εαυτό του, να ελέγχει την περιέργεια του γιατί μπορεί να νομίσει κάποιος «πελάτης» πως θέλει να κλέψει, πως προσπαθεί να εντοπίσει κάτι πολύτιμο. Του είναι όμως δύσκολο να κρατηθεί, πολύ δύσκολο.

Κοιτάζει, λοιπόν... δεν συνετίζει τον εαυτό του. Και μετά, αφού έχει φύγει από ένα ακόμη σπίτι, φέρνει στο μυαλό του, με μια πρώιμη, αδικαιολόγητη, μα απτή νοσταλγία, τις εικόνες που αποτύπωσε. Διακοσμητικά στους τοίχους, μισοάδεια σαμπουάν στο μπάνιο, μπουκάλια αρωμάτων, αναμνηστικά από ταξίδια, χαλιά και υφάσματα. Τα σπίτια δεν μοιάζουν καθόλου το ένα στο άλλο, αλλά ταυτόχρονα μοιάζουν και τόσο πολύ. Περιέχουν τις ίδιες ερωτήσεις, την ίδια αμηχανία. «Θες μια μπύρα; Πάμε μέσα;» Οι διαφορές τους είναι στις λεπτομέρειες, ειδικά εκείνες που γίνεται προσπάθεια να κρατηθούν κρυφές: φωτογραφίες παιδιών και συζύγων γυρισμένες από την άλλη πλευρά. Ακριβά κινητά τηλέφωνα, τα οποία τοποθετούνται επιδέξια κάτω από μια εφημερίδα ή ένα περιοδικό. Πορτοφόλια που στην αρχή είναι αφημένα σε ένα ράφι και μετά, με τρόπο, εξαφανίζονται σε κάποιο συρτάρι, σε κάποιο ντουλάπι. Θα ήθελε να πει σε αυτούς τους αμήχανους άντρες ότι τους φοβάται περισσότερο από όσο τον φοβούνται εκείνοι.

Του αρέσει, τον ηρεμεί, τον γλυκαίνει όταν τα σπίτια έχουν βιβλία. Τότε δεν φοβάται, αισθάνεται ασφαλής και ας θλίβεται. Έρχεται στο μυαλό του η παλιά ζωή. Ο πατέρας του είχε πολλά βιβλία. Έτσι τον θυμάται: Σκυμμένο στο γραφείο του, να διαβάζει, να σημειώνει, με φόντο ατελείωτα ράφια, φορτωμένα σειρές διπλές από παλιούς, φθαρμένους τόμους. Ο μικρός στεκόταν και τον κοίταζε να γράφει, εκείνος δεν σήκωνε το κεφάλι, δεν είχε αντιληφθεί τον γιο του στην πόρτα του γραφείου. Μετά, δεν άντεχε άλλο, «μπαμπά;» έλεγε με σιγανή φωνή σαν να ήθελε να μην ακουστεί – ενώ να ακουστεί ήταν το μόνο που ήθελε, αυτό που ήθελε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Ο αδύνατος άντρας με το λεπτό μουστάκι και το κουρασμένο, σκοτισμένο πρόσωπο, σήκωνε το κεφάλι, τον κοιτούσε πίσω από τα χοντρά γυαλιά του και του έκανε, χαμογελώντας, νόημα να πάει κοντά του. Το αγόρι, χαρούμενο, σκαρφάλωνε στην αγκαλιά του και, χωρίς να λέει κουβέντα, ρουφούσε τις οικείες μυρωδιές του χαρτιού, της κλεισούρας, των παλιών βιβλίων, του πατρικού ιδρώτα. Η χαρά δεν κρατούσε πολύ. «Άντε πήγαινε τώρα... πρέπει να δουλέψω...» έλεγε ο πατέρας και επέστρεφε στις σημειώσεις του. Εκείνη την εποχή τα αντιπαθούσε τα βιβλία που του έπαιρναν τον μπαμπά του. Τώρα, όλα έχουν αλλάξει. Ο πατέρας χάθηκε, μια μέρα ήρθαν και τον πήραν για κατάθεση και δεν τον είδε ξανά, ούτε έμαθε τι απέγινε, η βιβλιοθήκη δεν υπάρχει πια, κάηκε, μαζί με το σπίτι, μαζί με τη ζωή του, με ολόκληρη την πόλη του. Και τα βιβλία είναι ότι τον συνδέει με την παλιά ζωή.

Τα περισσότερα από τα σπίτια που επισκέπτεται δεν έχουν βιβλιοθήκες, ούτε καν έστω λίγους τόμους. Μόνο σχολικά, βιβλία για παιδιά, τα καταλαβαίνει από τα χρώματα στα εξώφυλλα. Ο άνθρωπος στον οποίο έστειλε το μήνυμα, ο Θανάσις με γιώτα, είχε πάρα πολλά, περισσότερα και από όσα υπήρχαν στο πατρικό γραφείο. Θυμάται τη βραδιά που πήγε στο σπίτι του. ‘Εκανε πολύ ζέστη μα το διαμέρισμα, σε μια ήσυχη γειτονιά κοντά στην θάλασσα, ήταν δροσερό, από το κλιματιστικό. Ο Θανάσης (αν ήταν αυτό το όνομά του...) του έκανε εντύπωση γιατί ήταν απρόσεκτος: Είχε ακουμπισμένο στο τραπεζάκι στο σαλόνι ένα μαύρο πορτοφόλι μέσα στο οποίο διακρίνονταν τέσσερα - πέντε πενηντάρικα. Όταν τον άφησε μόνο για να φέρει μια μπύρα από την κουζίνα, του πέρασε από το μυαλό να πάρει τα χρήματα από το αφημένο πορτοφόλι, να πάει ήσυχα μέχρι την πόρτα και να εξαφανιστεί. Με διακόσια ευρώ στην τσέπη. Το σήκωσε, το άνοιξε. Περιείχε ακόμη περισσότερα χαρτονομίσματα από όσα νόμισε. Το έφερε στη μύτη του, ανέδυε ένα άρωμα γλυκό και μπαγιάτικο. Μέσα σε μια θήκη υπήρχε μια φωτογραφία, αποχρωματισμένη, φθαρμένη, δύο αγόρια στη θάλασσα. Το ένα πόζαρε, με μια αστεία γκριμάτσα, με τη γλώσσα έξω, το άλλο, το μικρότερο, ο κάτοχος του πορτοφολιού μάλλον, ο Θανάσης, ήταν μουτρωμένο. Είχε και αυτός αδελφό, έπαιζαν στην θάλασσα μαζί. Έπρεπε να ταξιδέψουν ώρες για να φτάσουν στην παραλία. Ακούμπησε το πορτοφόλι στη θέση του προσεκτικά, να μην προδοθεί πως το μετατόπισε. Η θάλασσα της Συρίας τον παρέσυρε για λίγο. Δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο αδελφός του. Έφτασε σε κάποια χώρα που δεν γίνονται μάχες; Ύστερα ο Θανάσης έφερε τις μπύρες.

«Γιατί έχεις τόσα πολλά βιβλία;» ρώτησε αφού ήπιε μια γουλιά από το παγωμένο μποάλιυκ. «Για την δουλειά» απάντησε ο άλλος, έκπληκτος. «Επειδή μου αρέσει να διαβάζω». Ο ξένος παρατήρησε πως στο σαλόνι δεν υπήρχε τηλεόραση. Λαχταρούσε να του απευθύνει ο Θανάσης την ερώτηση «εσύ διαβάζεις;». Θα του απαντούσε με υπερηφάνεια, είχε τόσα να του πει, ότι διάβαζε με τη σειρά τα βιβλία του πατέρα του, όλους τους σπουδαίους συγγραφείς. Όμως η ερώτηση δεν έγινε ποτέ. Αντί γι’ αυτό ο άλλος άντρας τον ρώτησε «από που είσαι;». Αυτός, έσκυψε το κεφάλι, δεν ήθελε να θυμηθεί, δεν ήθελε να του πει, η θάλασσα της Συρίας δεν του το επέτρεπε. Ο άντρας παρατήρησε την απροθυμία του, δεν επέμεινε. «Πάμε μέσα;» είπε, αφού ήπιε ακόμη λίγη μπύρα.

Πήγαν. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, κρύο και πνιγμένο από το βουητό του κλιματιστικού. Ο Θανάσης δεν άναψε φως. Γδύθηκαν και έπεσαν στο κρεβάτι. Τα σεντόνια ανέδιδαν μια κρύα, χημική μυρωδιά που του άρεσε. Όπως του άρεσε και η γεύση στο στόμα του άλλου άντρα, οδοντόπαστα και μπύρα. Ανακουφίστηκε γιατί τελείωσαν γρήγορα. Χωρίς υπερβολές και εκτονώσεις. Ύστερα, έμειναν ακίνητοι, σιωπηλοί, δίπλα δίπλα, δίχως να ακουμπάνε ο ένας τον άλλον. Με απόσταση. Οι βαριές ανάσες τους ήταν η μόνη ένδειξη ζωής. Τώρα, αυτός θα έπρεπε να σηκωθεί, να ρωτήσει πού μπορεί να πλυθεί, να ντυθεί και να φύγει. Δεν μπορούσε. Περίμενε τον άλλο να κάνει την πρώτη κίνηση. Όμως, τι θαύμα, ένα ελαφρύ ροχαλητό ακούστηκε από δίπλα του. Έσυρε διστακτικά το σώμα του λίγο πιο κοντά στον αποκοιμισμένο, χωρίς να τον ακουμπήσει, και αφέθηκε, ανακουφισμένος, να βυθιστεί και αυτός στον ύπνο, έναν ύπνο σαν την θάλασσα.

Ξύπνησε μετά από μερικές ώρες, με άγχος, με τρόμο. Είχε αρχίσει να χαράζει. Ο άλλος άντρας κοιμόταν βαθιά, η ανάσα του ήταν βαριά, σαν λαχάνιασμα. Μέσα στον ύπνο είχε τυλίξει τα χέρια του γύρω από τον ξένο και τον έσφιγγε, σάλιο είχε τρέξει από το στόμα του πάνω στην πλάτη του. Αυτός ησύχασε, κουνήθηκε ελαφρά για να κουρνιάσει στην απρόσμενη αγκαλιά καλύτερα – τον ηρέμησε που τον αγκάλιαζαν μετά από τόσο καιρό. Βυθίστηκε ξανά στη θάλασσα της Συρίας.

Όταν ξύπνησε, η θέση στο κρεβάτι δίπλα του ήταν άδεια. Σηκώθηκε, φόρεσε την μπλούζα του και πήγε στην κουζίνα. «Καλημέρα» είπε. Ο άλλος άντρας ήταν νευρικός, αμήχανος, ντροπαλός. «Τι καφέ πίνεις;» ρώτησε. Δεν ήθελε. Ντύθηκε γρήγορα και έφυγε. Στενοχωρημένος – ευχήθηκε να μην ήταν η κοιμισμένη αγκαλιά ο λόγος που ο Θανάσης ντράπηκε. Σκέφτηκε να μην δεχτεί την αμοιβή του.

Πέρασαν μέρες. Σκεφτόταν συνέχεια τα πολλά βιβλία. Έστειλε γραπτό μήνυμα. Είχε αποθηκεύσει, πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο, το νούμερο του άντρα με το πορτοφόλι και την αγκαλιά, ώστε αν εκείνος του τηλεφωνούσε, να απαντούσε στα σίγουρα, ακόμα και αν «δούλευε». «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω.» Του πρόσφερε την πληροφορία, του έκανε δώρο το από που είναι. Για λίγη ώρα τον έκανε πολύ χαρούμενο αυτή η γενναιοδωρία του. Είδε πως το μήνυμα παραδόθηκε, αλλά απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Ήθελε να το ξαναστείλει, θα πρόσεχε να γράψει σωστά. Θα πρόσεχε. Τελικά, δεν έστειλε.

Πέρασε το καλοκαίρι. Και το φθινόπωρο. Συνήθισε αυτή την προσωρινή απασχόληση. Είναι κάπως σταθερή. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Έχει πιο πολλή «δουλειά» (τα εισαγωγικά δικά του), οι άνθρωποι έχουν περισσότερα χρήματα. Παλιοί «πελάτες» εμφανίζονται πάλι μετά από καιρό. Τα σπίτια στα οποία μπαινοβγαίνει έχουν μια θαμπή ομοιότητα, τα ίδια φωτάκια, τα ίδια δέντρα, μερικά έχουν καραβάκια – τα ίδια. Σπάνια βλέπει βιβλία. «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω». Θα ήθελε να μην είχε γράψει λάθος το όνομα της πατρίδας του. Δεν είναι χριστιανός αλλά θα ήθελε να πει σε κάποιον «χρόνια πολλά, καλά Χριστούγεννα». «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω». Δεν γνωρίζει ότι έκανε λάθος και στο όνομα του Θανάση. «Θανάσι, τι κάνεις; Από Σιρία εγω».

Καλά είμαι. Εσύ;

Από την συλλογή διηγημάτων Πλατεία Μεσολογγίου - εκδόσεις Ολκός, 2016