Friday, May 04, 2012

Η "Ευτυχία" της Μανίνας Ζουμπουλάκη

Το καινούργιο μυθιστόρημα της Μανίνας Ζουμπουλάκη, παλιάς και καλής φίλης του πρόβατου, με τον τίτλο "Ευτυχία" κυκλοφορεί σε μερικές μέρες από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος. 
Παρακαλέσαμε, απειλήσαμε, χτυπηθήκαμε, συρθήκαμε στα πατώματα, κάναμε ντράμα και τελικά τα καταφέραμε και η Μανίνα μας έδωσε για προδημοσίευση το 11ο κεφάλαιο του βιβλίου. Είναι πολύ αστείο αλλά και συγκινητικό. Ή αλλιώς είναι πολύ συγκινητικό παρά το ότι είναι πολύ αστείο. Πρωταγωνιστεί ένας φοβερός τύπος με ένα πολύ μεγάλο (χιντ χιντ εντατίκ) χαρακτηριστικό, ο...

ΒΛΑΜΜΕΝΟΣ

Έχει καταλάβει ότι είναι βλαμμένος από πολύ μικρός: αφαιρείται, χάνει στροφές, ξεχνάει τι ήθελε να πει στη μέση της κουβέντας και τα παρατάει σα να μη τρέχει τίποτα. Δεν τα βγάζει πέρα. Μένει ξύπνιος τις νύχτες επειδή είναι αγχωμένος αλλά χωρίς λόγο, δηλαδή αγχώνεται με την ερχόμενη μέρα που δεν έχει τίποτε το ιδιαίτερο. Μια μέρα είναι σαν τις άλλες. Σιγά τα αυγά.

Η ιδέα να τα παρατήσει «όλα» και να πάει στον Καναδά του είχε έρθει κουτί. Καταρχήν «όλα» είναι τίποτα, δεν έχει δουλειά δύο χρόνια, ζει με τα λίγα που είχε στην τράπεζα κι οι πιθανότητες να βρει κάτι να κάνει στην Ελλάδα όπως είναι τα πράγματα σήμερα, είναι χλωμές. Τον κόβουν με τη μία. Μπαίνει σε interviews και ξέρει ότι ξέρουν πώς είναι βλαμμένος. Αν ήταν ηθοποιός ή καλλιτέχνης δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα αλλά είναι, τίποτα, σκατά, ένα πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων έχει. Το σχέδιο ήταν να αναλάβει το ξενοδοχείο. Απλώς ναυάγησε. Τόσο το σχέδιο όσο και το ξενοδοχείο. 

Ο Στέλιος έχει βαρεθεί να βρίσκεται μέσα σε ναυαγισμένα σχέδια. Είναι το Κάρμα του όμως γιατί ορίστε που ναυάγησε και το καναδέζικο υπερωκεάνιο – μεταφορικά μιλώντας. Με την έννοια ότι η σχέση με την Λία, η πρόταση, η ιδέα να πάει να δουλέψει στον Καναδά στο εστιατόριο της οικογένειάς της, η Λία η ίδια…όλα είχαν κάτι το υπέροχο και φαντασμαγορικό και αν ήταν πλεούμενο θα ήταν υπερωκεάνιο. Τιτανικός μάλιστα. Χαχα.

 «Βρήκες άλλον; Ερωτεύτηκες άλλον;» την ρώτησε ξαφνιασμένος όταν ήρθε να μαζέψει τα πράγματά της από το διαμέρισμα. Γιατί ξαφνιάστηκε τόσο, ούτε κι ο ίδιος το ήξερε. Η κοπέλα ήταν φευγάτη τις τελευταίες δέκα-είκοσι μέρες, τον τελευταίο μήνα. Δεν χρειαζόταν και φιλοσοφία. Η Λία σταμάτησε να αδειάζει το ντουλαπάκι του μπάνιου και τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «…Λυπάμαι…» είπε τελικά. Οι παύσεις πριν και μετά το «λυπάμαι» ήταν σαν πηγάδια, σα τρύπες στο παγόβουνο που βούλιαξε το πλοίο. Ένα τσακ να έκανε ο Στέλιος θα έπεφτε μέσα.

«Λυπάσαι που βρήκες άλλον;» επέμενε κλείνοντας τα μάτια του, όχι θεατράλε, όχι για να της κάνει σκηνή. Δεν ήθελε να την βλέπει. Παρα-ήτανε όμορφη. Από την αρχή τον απασχολούσε αυτό – η Λία ήτανε κούκλα, αυτός ένας άνεργος πρώην ξενοδόχος…δεν του είχε κάτσει καλά, ένοιωθε πώς θα το εισέπραττε το κέρατο αργά ή γρήγορα. Το περίμενε πιο αργά. Όταν θα είχαν εγκατασταθεί στο Τορόντο. Ίσως να είχανε κάνει κι ένα παιδί. Θα της έλεγε «σκέψου το παιδί μας!» και οι πιθανότητές του θα ήταν ανεβασμένες. Τώρα δεν ήξερε τι να της πει. «Να μη…κάνουμε άλλη μία προσπάθεια;» είπε. Η φωνή του ήταν σταθερή, πάλι ξαφνιάστηκε που μίλησε σαν βαρύτονος. Ξερόβηξε. «Λία. Θα ήθελα να…το παλέψουμε λίγο ακόμα. Εκτός κι αν είσαι πολύ καψούρα μ’ αυτόν. Με τον τύπο που…» έκανε μια χειρονομία, «γουατέβερ». «Όχι.» Η απάντηση ήταν στακάτη σαν κατραπακιά.

«…άρα είσαι…;» «Καψούρα, ερωτευμένη, infatuated, in love – αυτό θέλεις να ρωτήσεις; Αν είμαι, αν την έχω πατήσει με τον άλλον;» η Λία έκλεισε απότομα το ντουλαπάκι του μπάνιου. Ήταν ένα σιέλ τριπλό ντουλάπι με μαύρο εσωτερικό από κάποια πλαστική ύλη που ασπρίζει όταν παλιώνει. Οι αρμοί κι οι γωνίες ήταν άσπρες: ελαττωματικά παλιο-ντούλαπα από κατασκευής ΚΑΙ ένα σωρό, όπως τους τύχαινε πάντα με την σκαρταδούρα. Είχαν παραγγείλει 60 τέτοια ντουλαπάκια για το ξενοδοχείο. Ο Στέλιος μεγάλωσε μέσα σε γαλάζια ντουλαπάκια μπάνιου γιατί τα 30 δωμάτια με τα 30 μπάνια άφηναν άλλα 30 ντουλαπάκια ξέμπαρκα σε αποθήκες, σε μπαλκόνια και σε διαμερίσματα που έμενε κατά καιρούς. Δεν είναι ώρα τώρα. Γάμα το το κωλοντούλαπο. «Είσαι; Καψούρα με άλλον;» ανέβασε τον τόνο της φωνής του χωρίς να το καταλάβει. Η Λία χαμογέλασε αλλά όχι φιλικά, όχι ζεστά και ευχάριστα όπως χαμογελάνε οι γκόμενες όταν σε γουστάρουν. Χαμογέλασε κρύα. Κρύα, παγερά και κατεψυγμένα. «Πολύ θα ήθελα να το σκεφτείς εσύ αυτό. Για τον εαυτό σου. Αν είσαι καψούρης με άλλην, με κάποιαν άλλη γυναίκα!»

Σηκώθηκε όρθιος και έψαξε τα τσιγάρα του θυμωμένος, «Δεν το πιστεύω ότι μου πετάς το μπαλάκι τώρα! Εσύ χωρίζεις, όχι εγώ. Εσύ το διαλύεις το μαγαζί!» «Αλλά εσύ έφυγες πρώτος!» του το έφτυσε σα ροχάλα και τον πέτυχε στο δοξαπατρί. «…Μαλακίες…» μουρμούρισε. Ζεματισμένος, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Σιγά μην ήτανε και καψούρης. Πότε; Σιγά. Αφού είχε κολλήσει μαζί της, με τη Λία, είχε πάθει πλάκα. Μ’ αυτήν είχε πάθει πλάκα, όχι με άλλην. «Θέλεις να το συζητήσουμε; Να το αναλύσουμε περισσότερο; Είσαι καψούρης με κάποια γυναίκα, ή με κάποιον άντρα, δεν ξέρω. Με κάτι. Άρχισε γύρω στο Μάρτιο, Απρίλιο; Άνοιξη…» «Τι άρχισε, τι είναι αυτά που λες! Μη ψάχνεις δικαιολογίες, ούτε που γύρισα να κοιτάξω καμία!» Κοίταξε το ταβάνι ενοχλημένη, σούφρωσε τα χείλη, «Στέλιο δεν είμαι χαζή, έτσι; Άρχισες να έχεις αυτό το βλέμμα, το ύφος, το…το στυλ. Του ανθρώπου που είναι καψούρης με άλλον, που δεν είναι παρών. Που είναι αλλού. Οκέυ;»

Ο Στέλιος θαύμασε προς στιγμήν τα ελληνικά της, τρομερή βελτίωση, χαμογέλασε μέσα του πικραμένος. Ο γκόμενος που βρήκε είναι κουλτουριάρης, έξυπνος, μορφωμένο παλικάρι. Αναρωτιέμαι αν θα τον πάρει μαζί της στον Καναδά στο φαγάδικο ή αν θα παρκάρει εδώ για πάντα. Μπα. Τι να κάνει εδώ. Η Ελλάδα καταστρέφεται, η Αθήνα θα σβήσει από το χάρτη έτσι όπως πάνε τα πράγματα. Ακόμα κι η Ρώμη καταποντίζεται σιγά-σιγά. «Και; Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» την ρώτησε ύστερα από λίγο, όταν πια είχε μαζέψει τα πράγματά της και κοίταζε γύρω της μπας και της ξέφυγε καμιά κυλόττα. «Θα γυρίσεις πίσω; Στον Καναδά εννοώ.» «Δεν έχω ιδέα.» Κανονικά θα την περίμενε να φύγει από το σπίτι πριν ανάψει τσιγάρο αλλά τώρα δεν τον ένοιαζε. Ας ενοχληθεί, ας πάρει δρόμο μια ώρα αρχύτερα. «Στέλιο…σου είπα κάτι και φέρεσαι σαν να μην το άκουσες καθόλου. Σου είπα ότι είσαι καψούρης με κάποια άλλη…και τώρα νομίζω ότι δεν το έχεις καταλάβει. Ότι δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει. Επειδή δεν ξέρεις τι σου γίνεται.» Περίμενε λίγο, όρθια με τα χέρια στη μέση. «Υπάρχει μια καναδέζικη έκφραση στα γαλλικά για…σένα ειδικά. Για ανθρώπους σαν κι εσένα. ‘Il marche a cote de ses pantoufles’, ‘περπατάει πλάι στις παντόφλες του’. Οι παντόφλες πάνε από εδώ κι ο άνθρωπος από κει. Δεν έχει, δεν έχεις επαφή με τον εαυτό σου. Καμία επαφή.»

Την κοίταζε καπνίζοντας ή κάπνιζε κοιτάζοντάς την, αβέβαιος: να τα πάρει στο κρανίο που του λέει πως είναι βλαμμένος; Να θυμώσει γενικά, που του την έφερε; Να βάλει τα κλάματα; Να την παρακαλέσει γονατιστός «μη φύγεις, σ’ αγαπάω!»; Πριν ο Στέλιος προλάβει να καταλήξει κάπου, η Λία τεντώθηκε ξαφνικά, έγνεψε «μπάι-μπάι», πήρε τις δύο βαλίτσες της και έφυγε. Φορούσε ένα καλοκαιρινό φόρεμα με λουλούδια, άσπρο-γαλάζιο σαν τα ντουλαπάκια του μπάνιου. Που ήτανε κάποτε μαύρα-σιέλ αλλά όσο παλιώνανε άσπριζαν. Δεν καταλάβαινε γιατί είχε κολλήσει με τα ντουλαπάκια. Έμεινε ακίνητος καπνίζοντας στη μέση του σαλονιού για πολλή ώρα. Όταν κόντευε να τελειώσει το πακέτο αναρωτήθηκε αν ήταν όντως καψούρης με τη Βέρα κι αν αυτό αποτελεί την καλύτερη απόδειξη για το πόσο βλαμμένος πραγματικά είναι.

Δεν είχαν βρεθεί δύο μήνες περίπου. Την είδε τυχαία ένα βράδυ στην τηλεόραση – σε μια κηδεία ρε πούστη μου! Χάζευε ειδήσεις αφηρημένος και κάτι έλεγαν για την αναίτια βία στην Αθήνα, πόσο επικίνδυνη είναι η ζωή, τέτοιες μαλακίες. Μετά έπεσαν σκηνές από μια κηδεία και τσουπ, ή Βέρα με μαύρο γυαλί ηλίου. Μαύρο φόρεμα. Η Βέρα, ίδια όπως την είχε στο μυαλό του. Αλλά στην οθόνη της τηλεόρασης, μικρή-μικρή στη γωνία και σαν τσαλαπατημένη από τον κόσμο. Με κλειστό πρόσωπο, σφραγισμένο πίσω από τα μαύρα γυαλιά. Όπως την είχε στο μυαλό του αλλά πιο μαζεμένη. Γιατί την είχε στο μυαλό του; Μια δασκάλα αγγλικών είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του; Δεκαπέντε; Δεκαέξι; Πόσα χρόνια του έριχνε – ούτε που τον ένοιαζε… Δεν τον ένοιαζε. Θα την πήδαγε άνετα δηλαδή τότε, που έκαναν τα μαθήματα, που καθόταν δίπλα του και του χαμογελούσε με το σωστό τρόπο. Σα να έλεγε «είσαι ενδιαφέρων τύπος» με μια μελαγχολία στο βάθος, ότι «σε κάνω κέφι αλλά λυπάμαι που δεν βγάζουμε τα μάτια μας, για την ακρίβεια ψοφάω για σένα απλώς υπάρχουν θέματα». Τι θέματα; Της είχε μιλήσει για τη Λία, για τον Καναδά – τα εντατικά αγγλικά ήταν επειδή θα πήγαινε να ζήσει στον Καναδά. Είχε την υποψία ότι κι αυτή κάποιον έβλεπε, άντρα, γκόμενο; Κάτι έπαιζε με τα προγράμματά της. Ήταν πολύ κουλ για να είναι αγάμητη αλλά από την άλλη…και πολύ περίεργη, παράξενη. Ιδιαίτερη; Σιγά τα αυγά. Είχε καλό κορμί για την ηλικία της, όσο κι αν ήταν. Κι από φάτσα, δεν μπορούσε να το πει με άλλο τρόπο ο Στέλιος πάντως γαμήσιμη. Αν και ζαρωμένη. Φαγώσιμη. Κάτι του έκανε.

Σκέφτηκε να την πάρει τηλέφωνο, μετά σκέφτηκε πώς είναι μαλάκας, πως είναι αλλού η γυναίκα, σιγά μην κάθεται να τον περιμένει. Και θα έβρισκε κι αυτός κάτι άλλο για να περνάει τον καιρό του. Ή για να γαμάει. Γουατέβερ. Μπορεί να έφταιγαν τα ντουλαπάκια του μπάνιου: κυκλοφορούσαν μέσα στο μυαλό του, οι εικόνες από το ξενοδοχείο που μεγάλωσε στην Ερέτρια, άλλες εικόνες με τα ψηφιδωτά από το αρχαίο σπίτι (376 π.Χ.), η μαλακία πάει σύννεφο…η μητέρα του σαν να είχε βγει η ίδια μέσα από το ψηφιδωτά, ο πατέρας του με μουστάκι σαν τον Κανάρη, το σπίτι του Κανάρη πάλι στην Ερέτρια. Βόλτες στο Νησί των Ονείρων επί εγκατάλειψης. Το έρημο, μισογκρεμισμένο ξενοδοχείο τους: το βλέπει πάντα στον ύπνο του να ξεφοντάρει πίσω από τους ευκαλύπτους λες κι είναι έτοιμο να του μιλήσει, σαν πρόσωπο δηλαδή, που του λείπουν όλα τα δόντια και δεν μπορεί να σχηματίσει σωστά τις λέξεις. Τα αδειανά σκοτεινά παράθυρα κι οι μπαλκονόπορτες που χάσκουν είναι οι διαλυμένες οδοντοστοιχίες. Του σπιτιού, ναι. Γι αυτό είναι σίγουρος πώς είναι βλαμμένος.

Η Ερέτρια είναι ένα επίπεδο κίτρινο μέρος, αρχαίο, στη μέση της Εύβοιας πάνω στη θάλασσα. Κάποτε είχε μικρά άσπρα σπιτάκια και ήταν γραφικό λιμάνι αλλά ο Στέλιος την γνώρισε σαν οικογενειακό θέρετρο, όταν άρχισε να χτίζεται με μανία όλη η παραλία της. Την αγαπάει, αισθάνεται ψυχική ανάταση όταν φτάνει στον Ωρωπό να πάρει το φέριμποτ, την ξέρει σαν τη τσέπη του. Ψάχνει πάντα για ιππόκαμπους όταν μπαίνει στη θάλασσα και συγκινείται όταν τους βλέπει να περνάνε μπροστά του μέσα στο νερό, σαν εξωγήινοι, με κίνηση και χάρη πρίμας μπαλαρίνας. Καμιά φορά σκέφτεται ότι σε προηγούμενη ζωή του μπορεί να ήταν ιππόκαμπος (αλλά δεν το λέει σε κανέναν, αρκετά προβλήματα έχει και χωρίς να του πετάνε γιαούρτια). Είναι νησιώτης εδώ και πολλές γενιές : οι προπάπποι του, Ψαριανοί από κούνια, εγκαταστάθηκαν στην Ερέτρια το 1824 μετά την καταστροφή των Ψαρών – μία από τις λιγοστές οικογένειες επιζώντων. Στην αρχή είπανε το μέρος ‘Νέα Ψαρά’ αλλά σιγά-σιγά επικράτησε το ‘Ερέτρια’. Από το ‘Ερέτες’ που σημαίνει ‘κωπηλάτες’ αν και ο Στράβων Γεωγράφος επιμένει πως το αρχικό όνομα ήταν ‘Αρότρια’. Ο Στέλιος προτιμάει την θεωρία με τους κωπηλάτες. Ήταν διάσημοι θαλασσοπόροι οι Ερετριείς, πήρανε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, ίδρυσαν αποικίες στην Νότια Ιταλία – αποκλείεται να βάφτισαν το λιμάνι τους κάτι που δεν θα είχε σχέση με τη θάλασσα.

Τέλoσπάντων η φαμίλια του ξεκίνησε με μία πανσιόν, οι δουλειές τσουλάγανε, η Ερέτρια άρχισε να γίνεται της μόδας. Ο παππούς του σε κάποια φάση γκρέμισε την πανσιόν κι έκτισε το ξενοδοχείο. Το είπε ‘Αβαντες’, από το πρωτοελληνικό φύλο (1600-1400 π.Χ.) που δεν το ξέρει κανένας αλλά ευτυχώς όλοι νομίζουν ότι σημαίνει κάτι άλλο και διαβάζεται ωραία στα αγγλικά (‘Avantes’). Οι Αβαντες οι ίδιοι, οι ορίτζιναλ, έκοβαν τα μαλλιά τους μπροστά και τα άφηναν μακριά πίσω, ένα look που υιοθέτησε κι ο Στέλιος στην εφηβεία του. Γύρω στα 25-26 τα μαλλιά του άρχισαν να πέφτουν, οπότε ξύρισε το κεφάλι του κι ησύχασε. Το ξενοδοχείο ‘Αβαντες’ λοιπόν γνώρισε δόξες στην δεκαετία του ΄60, άρχισε να ρημάζει στην δεκαετία του ’70 λίγο μετά τη γέννηση του Στέλιου και το έχασαν το ‘95, όχι με την έννοια ότι το παράτησαν κάπου αλλά με την έννοια ότι το είχανε βάλει υποθήκη και τους το πήρε η τράπεζα. Τι θα το έκανε η τράπεζα στο χάλι που είχε, με σπασμένα όλα τα τζάμια και μισοφαγωμένα τα μπετά; Στην αρχή έπεσε κάποια ιδέα ότι θα το έφτιαχνε (η τράπεζα) και θα άφηνε την οικογένεια να το δουλέψει. Ναι, καλά. Δεν το έφτιαξε κανένας. Έμεινε άδειο να ρημάζει χρόνο με το χρόνο, από τη μέρα που μπήκε η υποθήκη μέχρι την κατάσχεση κι από την κατάσχεση μέχρι σήμερα, ή έστω χθες. Οι γονείς του μετακόμισαν από την σουίτα του 5ου ορόφου όταν πια άρχισαν να πέφτουν οι τοίχοι κανονικά.

Πήγανε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην Ερέτρια, σ’ ένα σημείο από το οποίο δεν φαίνεται το ξενοδοχείο. Προσποιούνται ότι δεν υπάρχει εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Ο Στέλιος προσπάθησε πολλές φορές να τους φέρει στην Αθήνα αλλά δεν ψηνόντουσαν με τίποτα, κι έπειτα ο πατέρας του είναι χειμερινός κολυμβητής, η μητέρα του έχει φίλες στο χωριό. Ή λέει ότι έχει φίλες – ο Στέλιος δεν την έβλεπε να βγαίνει από το σπίτι συχνά. Ούτε καν σπάνια. Όσο ζούσαν όλοι μαζί στο ξενοδοχείο ήταν σαν τα δίδυμα κοριτσάκια από τη «Λάμψη» του Στάνλευ Κιούμπρικ, απλώς σε τρίο: ο πατέρας, η μητέρα κι ο Στέλιος, σα φαντάσματα, σε μουχλιασμένους διαδρόμους με σκεβρωμένες πόρτες. Κανένας δεν πήγαινε να τους δει και μόνο ο Στέλιος έβγαινε από το ξενοδοχείο, επειδή μάλλον από ένστικτο αυτοσυντήρησης είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του στη θάλασσα. Τα τρία τέταρτα της ζωής του σε παραλίες. Δεν έχει παράπονο. Τώρα δεν ξέρει τι να κάνει πάλι: στάνταρ πράγματα, κάθε τρείς και πέντε βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, να μην ξέρει τι να κάνει.

Είναι βαθειά θλιμμένος και καταρρακωμένος που χώρισε με τη Λία; Μπά. Όταν το ψάχνει, ντρέπεται λίγο γιατί αισθάνεται ότι του έφυγε ο ιππότης με το άσπρο άλογο, το εισιτήριο για μια καινούργια ζωή σε καινούργια χώρα, που ψόφαγε να το αρπάξει…ή ίσως να μην ψόφαγε τελικά και τόσο. Ίσως καλύτερα. «Έχεις την νοοτροπία του slacker», του είχε πει κάποτε η Λία γελώντας, στις καλές μέρες, κι όταν την ρώτησε τι σημαίνει slacker του απάντησε «ξέρεις, ο beach bum, αυτός που ζει στις πλαζ….όσα έρθουν κι όσα πάνε…» «Ο αλήτης; Ο ξέμπαρκος;» Του είχε φανεί λογικό. Ήξερε τα πάντα για την Ερέτρια, είχε ξεσκονίσει την Ιστορία της σελίδα-σελίδα αλλά στην ουσία μεγάλωσε στην παραλία μπροστά στο ξενοδοχείο. Στη θάλασσα, στην πλαζ. Οι μέρες τελείωναν στις 9.30 το βράδυ που μάζευε τις ξαπλώστρες από την αμμουδιά. Είχε φώς τον Ιούλιο ως εκείνη την ώρα. Ιούνιο και Ιούλιο, οι μεγάλες καλοκαιρινές μέρες. Μετά τον Δεκαπενταύγουστο άρχιζε σιγά-σιγά να μικραίνει η μέρα και τον στεναχωρούσε, αισθανόταν χάλια κάθε φθινόπωρο ακόμα και τώρα, που δεν ζούσε πια στην πλαζ. Τόσα χρόνια που δεν ζούσε πια στην πλαζ.

Ήξερε από δεκαεφτά χρονών τι του έβρισκαν οι γκόμενες, τουλάχιστον μέχρι εκεί έφτανε το μυαλό του: έχει μεγάλο πουλί. Το ήξερε επειδή έβλεπε τσόντες από μικρός, κατέβαζε τα άπαντα του Ρόκκο Σιφρέντι ξανά και ξανά (επειδή τα έσβηνε από το αρχείο του κι έπειτα τα επιθυμούσε, ο Ρόκκο γέμιζε κάποιο κενό μέσα του, τον θεωρούσε ετεροθαλή αδερφό αλλά κυρίως, καύλωνε με τις ταινιάρες του). Ο πούτσος του Στέλιου είναι, εντάξει, αρκετά μικρότερος από το θηρίο του Ρόκκο και δεν έχει παίξει σε 400 τσόντες όπως ο Ρόκκο, για την ακρίβεια δεν έπαιξε ποτέ σε καμία τσόντα, ντρέπεται και μόνο στην ιδέα. Έχει το εργαλείο, είναι νόστιμος, ψηλός, με πολλά χρόνια κολύμπι πίσω του άρα καλοφτιαγμένος… απλώς δεν του τυχαίνουνε συχνά γκομενάρες σαν τις πορνοστάρ. Κάτι γίνεται και δεν ξεμένει από γυναίκα, λες και τον μυρίζονται και του την πέφτουν αυτές – ευτυχώς γιατί αν ήταν στο χέρι του, θα έμενε εκεί: στο χέρι του. Και ο πούτσος και οι σχέσεις του με το γυναικείο φύλο…

Από την άλλη, σιγά το προσόν. Είναι τριαντατριών χρονών, έχει 11.000 ευρώ σε μια τράπεζα, ένα σετ γηραλέους γονείς στην Ερέτρια, έξη σιέλ ντουλαπάκια μπάνιου, ένα παλιό Ρενώ και ένα μεγάλο πούτσο. Θα τον άλλαζε ευχαρίστως με μια καλή δουλειά. Μόνιμη, από κείνες που δεν τελειώνουν ποτέ και σε κρατάνε στον αφρό. Σε κάνουν να είσαι πετυχημένος. Να κερδίζεις τις γκόμενες με την αξία σου, όχι με μια προβοσκίδα στην τελική. Το να βρεί δουλειά είναι χλωμό – εδώ δεν βρίσκουνε άλλοι κι άλλοι, που δεν είναι καθόλου βλαμμένοι. Τα σκυλιά του πολέμου, οι εργασιομανείς. Σιγά μην αποκατασταθεί ο Στέλιος που αγαπημένη του δουλειά ήτανε πάντα να χαζεύει στην παραλία μ’ ένα φραπέ στο χέρι… Τα σκέφτεται όλα αυτά ενώ καπνίζει στο άδειο διαμέρισμα και βαριέται να ανοίξει το laptop να δει καμιά τσόντα μπας και ξεφύγει το μυαλό του. Δεν μπαίνει σε sites, facebook, twitter, chatrooms και τέτοια, βαριέται, δεν θέλει να επικοινωνεί με κανέναν, πόσο μάλλον με άγνωστους μαλάκες.

Βρίσκει στο Ιντερνετ πληροφορίες για διάφορα αρχαία πράγματα, για ερείπια, μνημεία, αγάλματα, ιστορικά γεγονότα και ανδριάντες, για σημεία της Αθήνας που δεν τα ξέρει κανείς, για την πριγκίπισσα Αλεξάνδρα που παντρεύτηκε τον ρώσο φλωρό-τσαρο και πέθανε δεκαεννέα χρονών στην παγωμένη Μόσχα, τέτοιες μαλακίες, τα διαβάζει όλα σα μανιακός – και κατεβάζει τσόντες. Ή διαβάζει για το Ιάσιο και τον Ναό της θεάς Ίσιδας ή την παίζει βλέποντας μια μαλακισμένη ιστορία (“Buttman’s ultimate workout”, “Animal trainer” κλπ) με τον μεγάλο πρωταγωνιστή Ρόκκο. Που του μοιάζει κι όλας, στο πιο μπαγιάτικο. Όχι μόνο στο πουλί, ώρες-ώρες νομίζει κοιτάζοντας τον Ρόκκο ότι είναι ο ίδιος, ότι σε μια άλλη διάσταση ο Στέλιος είναι πορνοστάρ διάσημος σ’ όλη την Υφήλιο και δουλεύει στην διεθνή τσοντοβιομηχανία με τρομερό σουξέ. Κατά τα άλλα, εντάξει. Μιλάμε, μια χαρά άνθρωπος…

Το καινούργιο βιβλίο της Μανίνας Ζουμπουλάκη "Ευτυχία" θα το βρείτε σε λίγες μέρες σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος

6 comments:

UrbanTulip said...

Δεν θα το διαβάσω γιατί θα περιμένω να το διαβάσω ολόκληρο.
Συμπαθώ πολύ τη φίλη σου πρόβατε μου, της μίλησα και μια φορά και ήταν σαν να μιλουσα με ένα οικείο πρόσωπο.

Καλοτάξιδο το βιβλίο!

Provato said...

είναι ακόμα καλύτερη όταν την γνωρίσεις περισσότερο! α πολύ χαίρομαι για αυτές τις εκλεκτικές συγγένειες/συναντήσεις! :-)

Afrikanos said...

Γιο-Προ! Καλημέ :)

Μου κούνησες το ενδιαφέρον τώρα...χμμμμ...;)

Provato said...

α τι ωραία! βρήκε ο αφρικανός τη γενιά του και αναγάλλιασε η καρδιά του!

(καλημέρα :-))

Anonymous said...

Υπάρχουν φορές που ξεκινώ να διαβάσω κάτι και μου φαίνεται από την αρχή τόσο πολύτιμο, που δίνω σημασία σε κάθε λέξη. Αυτό δε συνέβη με αυτό το κείμενο (και δε φταίει το θέμα ή η γλώσσα, αυτό που λέω μπορεί να συμβεί και σε μια συνταγή μαγειρικής).

Provato said...

μάλλον δεν είσαι σε φάση ανώνυμε! κηπ σέαρτσινγκ! (αλήθεια, γιατί ανώνυμος;)