Άφησα την άσφαλτο και μπήκα στο χωματόδρομο που οδηγούσε στο χαμηλό σπίτι. Πριν κάνω δυο βήματα, τα παιδιά πίσω μου με σταμάτησαν.
«Μην πάμε εκεί, μένει ένας τρελός, δεν είναι καθόλου στα καλά του!»
Το μικρό παλιό οίκημα μπροστά μου έστεκε απομονωμένο στην άκρη ενός λασπωμένου χωραφιού που είχε χρόνια να καλλιεργηθεί. Ολα τα σπίτια στην περιοχή ήταν απομακρυσμένα το ένα απ’ το άλλο - με έναν ανεξήγητο τρόπο, αυτό έμοιαζε να είναι ακόμα πιο μακριά από τα υπόλοιπα, πιο βαθιά αποκομμένο.
Το σπίτι βρισκόταν στην παρακμή του, κάποτε όμως, το έβλεπες, ήταν πολύ περιποιημένο. Τώρα το ξύλο της πέργκολας που σκέπαζε τη μισή αυλή είχε σκάσει σε πολλά σημεία, οι γλάστρες ήταν όλες σπασμένες, τα παρτέρια δεν είχαν φυτά, στη στέγη έχασκαν τρύπες - σαν πεσμένα δόντια - απ’ τα χαμένα κεραμίδια. Αλλά ομολογώ ότι ίσως να κάνω λάθος και η παρακμή που θυμάμαι να είναι μόνο παιχνίδι της μνήμης.
Ημουν τότε γύρω στα δέκα. Είχα έρθει να περάσω τα Χριστούγεννα στο σπίτι της γιαγιάς στο Βόλο. Ως μη συχνός επισκέπτης, δεν είχα φιλίες με τα παιδιά της γειτονιάς. Είχα καταφέρει όμως να γίνω μέλος της παρέας που θα έβγαινε για τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων. Ημασταν πέντε έξι αγόρια ίδιας ηλικίας και καταλαβαίναμε ότι βρισκόμασταν πια στο όριο που είναι επιτρεπτό για ένα αγόρι να λέει κάλαντα. Μόνο οι Τσιγγάνοι και τα ζητιανάκια έβγαιναν στους δρόμους πάνω από τα δέκα, άντε το πολύ δώδεκα χρόνια τους. Ηταν η τελευταία μας ευκαιρία να μαζέψουμε χρήματα - πριν η εφηβεία μάς κάνει για τα καλά ντροπαλούς.
Η γιαγιά μου ζούσε στην άκρη της πόλης, σε μια λαϊκή συνοικία, απέναντι απ’ το εργοστάσιο της Πειραϊκής Πατραϊκής - τότε ήταν ήδη κλειστό. Πίσω από τη σειρά των χαμηλών σπιτιών που ήταν και το δικό της, απλωνόταν μια μεγάλη καμπίσια έκταση με χωράφια, ανεκμετάλλευτα τα περισσότερα, με περιβόλια, λίγα θερμοκήπια και κάμποσα σπίτια. Είχαμε σκεφτεί, η παρέα των αγοριών, να περάσουμε απ’ αυτά να πούμε τα κάλαντα, παρά να πάμε προς το κέντρο της πόλης, όπου θα είχαμε ανταγωνισμό από άλλα παιδιά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων συναντηθήκαμε νωρίς το πρωί, δεν ήταν καν ακόμα οχτώ η ώρα. Εκανε πολύ κρύο, αλλά η μέρα ήταν γιορταστική. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και ο λαμπρός ήλιος σκότωνε κάθε υπόνοια νύστας ή ντροπής μέσα μας. Ξεκινήσαμε απ’ τα κοντινά γειτονικά σπίτια και ύστερα βγήκαμε στο στενό, δυτικό δρόμο που διέσχιζε τον κάμπο. Δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν τα σπίτια στα οποία θα χτυπούσαμε την πόρτα. Προχωρούσαμε γρήγορα, αστειευόμασταν, πολυλογάδες και γεμάτοι όρεξη.
Αισθανόμουν όμορφα. Μου άρεσε να πηγαίνω στη γιαγιά μου, άμαθος όπως ήμουν στην ανθρώπινη παρουσία. Και χαιρόμουν πολύ που ανήκα σε μία παρέα, τι ωραίο διάλειμμα στη μοναξιά της παιδικής μου ηλικίας! Τα άλλα αγόρια, βέβαια, μου μιλούσαν με προσοχή, με ζήλια και λιγότερο άνετα απ’ ό,τι μεταξύ τους, ήμουν ένας ξένος και μάλιστα από τη μακρινή Αθήνα! Δεν με πείραζε όμως, απολάμβανα την ωραία περίσταση, ακόμα δεν είχα αρχίσει να υποψιάζομαι ότι τίποτε δεν είναι μόνιμο στη ζωή και πως καθετί που απολαμβάνεις έρχεται η στιγμή που το χάνεις. Οπως θα έχανα και την ωραία χριστουγεννιάτικη παρέα μου.
Οταν φτάσαμε εκεί που έμενε ο τρελός, είχαμε χτυπήσει πολλές πόρτες. Οπως ελπίζαμε, οι νοικοκυραίοι μάς υποδέχονταν με μεγάλη χαρά. Μακριά σχετικά απ’ την πόλη, δεν είχαν συνηθίσει να τους έρχονται παιδιά για κάλαντα και μας αντάμειβαν γενναιόδωρα! Κάποιες γυναίκες, εκτός από χρήματα, μας έδιναν μπισκότα, γάλα σοκολατούχο, καραμέλες βουτύρου, ξηρούς καρπούς, γλυκά. Ημασταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι. Ήταν μία όμορφη μέρα.
Φτάσαμε στο σπίτι του τρελού γύρω στις έντεκα. Ανυποψίαστος για την ιστορία του, μπήκα στο χωματόδρομο που οδηγούσε στην αυλόπορτά του. Ο Βαγγέλης, ένα απ’ τα παιδιά, είπε μισογελώντας:
«Μην πας εκεί, μένει ένας τρελός... Ούτε που θα μας ανοίξει!»
Οι άλλοι μου εξήγησαν. Αυτόν που έμενε εκεί τον είχε μαθητή στο σχολείο μια θεία του Γιώργου, του πιο μεγάλου απ’ την ομάδα μας. Ο τρελός τότε ήταν στα καλά του, «φυσιολογικός». Καλός μαθητής, έπαιρνε όλο Α, κι όταν τελείωσε το σχολείο, πέρασε γιατρός με την πρώτη. Στη Θεσσαλονίκη, στο πανεπιστήμιο, γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε πολύ. Εκείνη όμως, αφού τον έπαιξε λίγο, δεν τον ήθελε. Τρελάθηκε. Γύρισε πίσω, παράτησε σπουδές και από τότε δεν βγαίνει καθόλου έξω, δεν πλένεται, δεν ξυρίζεται. Δεν τρώει. Εχασε το μυαλό του. Τα βράδια φωνάζει, κλαίει, αγριεύει - γι’ αυτό οι γονείς του τον έστειλαν εδώ, σε αυτό το απομακρυσμένο σπίτι να μένει. Είχαν τραβήγματα με τις φασαρίες που έκανε στην πολυκατοικία στο Βόλο. Πότε πότε πήγαιναν και τον έβλεπαν.
Στεναχωρήθηκα. Ενιωσα όμως και μεγάλη περιέργεια. Το έβαλα πείσμα να πείσω τα υπόλοιπα παιδιά να του χτυπήσουμε την πόρτα. Ηθελα να τον δω τον αξύριστο, βρόμικο, απομονωμένο ανισόρροπο. Δεν είχα ξαναδεί! Γέλαγαν οι άλλοι στην αρχή: «Οχι ρε, εγώ δεν πάω, φοβάμαι, να πας μόνος σου».
Εγώ εκεί, επίμονος και πεισματάρης. Αρχισαν να εκνευρίζονται. Τελικά, δεν θυμάμαι πώς, κατάφερα να τους πείσω. Αραγε είπα αυτά που θα έλεγα τώρα, τόσα χρόνια μετά, ότι δηλαδή θα του έκανε καλό ν’ ακούσει τα κάλαντα, να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος; Ή μήπως έπαιξα το χαρτί της περιέργειας που όλα τα αγόρια έχουν; Ή τους έπεισα λέγοντας πως η τόλμη μας θα μας απέφερε κέρδος, αφού ένας τρελός δύσκολα θα έβρισκε έξυπνο τρόπο να αποφύγει να μας δώσει χρήματα;
Φτάσαμε στην αυλόπορτα. Πήγαινα μπροστά, ως υποκινητής. Εσπρωξα την πόρτα να ανοίξει, κι αυτή, σχεδόν με το άγγιγμά μου, έπεσε κάτω. Τρομάξαμε. Τη σηκώσαμε και είδαμε ότι αντί για μεντεσέδες ήταν στερεωμένη πρόχειρα με σύρμα. Την πιάσαμε δύο από μας, την ξαναστηρίξαμε όπως όπως και προχωρήσαμε προς την εξώπορτα του σπιτιού. Εγώ πάντα μπροστά, λιγότερο θαρραλέος τώρα, με τους άλλους τρία τέσσερα βήματα πίσω. Πάτησα το κουδούνι. Για μερικά λεπτά δεν υπήρξε απάντηση. Ξαναπάτησα, πιο επίμονα, χτύπησα και την πόρτα με το χέρι μου. Μετά από πέντε δευτερόλεπτα...
«Ναι, ποιος είναι;»
Η φωνή πίσω από την πόρτα ήταν τρομαγμένη, ασταθής, απειλημένη.
«Να τα πούμε;» φώναξα τάχα μου χαρούμενος.
Οταν ο τρελός άνοιξε, απ’ το σπίτι βγήκε χείμαρρος μια αποπνικτική μυρωδιά. Απλυσιά, σάπιος αέρας, χαλασμένα φαγητά, πολυκαιρισμένα σκουπίδια. Φορούσε ένα παλιό μπουφάν πενταβρόμικο κι ένα κόκκινο παντελόνι φόρμας, σκισμένο σε δύο τρία σημεία. Τα γένια του, τα μαλλιά του, ένα βρομερό κουβάρι. Η ανάσα του μύριζε μέχρι εκεί που στεκόμουν. Μας κοιτούσε με την ίδια μεγάλη περιέργεια που τον κοιτούσαμε κι εμείς, ενώ τα μάτια του είχαν γλύκα, πολύ θλίψη, αλλά και γλύκα. Εμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένος. Οι ματιές μας έμειναν ακίνητες ώρα. Το βλέμμα του μου άφησε μια ελάχιστη εντύπωση από έναν κόσμο που μόνο ψυχανεμίστηκα ότι υπάρχει, δεν μπόρεσα να διακρίνω καμία λεπτομέρειά του συγκεκριμένη, αλλά τον αισθάνθηκα δυνατά μέσα μου αμέσως... Εναν άλλο κόσμο, όπου οι τρελοί μπορεί και να μην είναι τρελοί, ο χρόνος δεν είναι χρόνος σταθερός, τα φθαρμένα σπίτια, οι φωνές, η βρομιά, τα λεκιασμένα ρούχα και τ’ αξύριστα πρόσωπα ίσως και να μην ενοχλούν κανέναν.
Ξαφνικά, σαν να κατάλαβε την επίδραση που είχε πάνω μου, χαμήλωσε ντροπιασμένος τα μάτια. Εβαλε το αριστερό χέρι πάνω στο κεφάλι και άρχισε να τρίβει την παλάμη με κυκλικές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Υστερα από ένα λεπτό, κάνοντας την ίδια σπαστική κίνηση στο κεφάλι, μίλησε...
«Συγγνώμη, συγγνώμη», είπε. Είχε δάκρυα στα μάτια. «Συγγνώμη. Δεν έχω τίποτε να σας δώσω. Μην πείτε. Όχι».
Τρομαγμένος πια για τα καλά, άρχισα να τραγουδάω με σπασμένη φωνή. Είπα τις δυο πρώτες στροφές απ’ τα κάλαντα, περισσότερο απ’ όσο έλεγα στα άλλα σπίτια, έκλεισα με ένα νευρικό, βιαστικό «και του χρόνου» και γύρισα την πλάτη για να απαλλαγώ. Οι υπόλοιποι με είχαν αφήσει και είχαν φύγει, τους έβλεπα στο βάθος να πηγαίνουν όλοι μαζί προς την πόλη. Δεν θα πηγαίναμε σε άλλα σπίτια; Τι έγινε; Τι έπαθαν; Μέχρι να φύγω απ’ τη γιαγιά μου μερικές μέρες μετά με έκαναν πέρα από την παρέα. Καθώς έβγαινα απ’ το σπίτι του τρελού, τον άκουγα πίσω μου να κλαίει δυνατά σαν μικρότερο και από μας παιδί.
***
Ο παππούς και η γιαγιά μου ήταν παντρεμένοι για πάνω από πενήντα χρόνια. Πολλά απ’ αυτά δεν ήταν ρόδινα. Καυγάδες, απειλές για χωρισμό, καμιά φορά τα πράγματα γίνονταν και λίγο βίαια. Οι υπόλοιποι στην οικογένεια πιστεύαμε πως δεν αγαπιόνταν, ότι ήταν μαζί από υποχρέωση, επειδή έτσι ήταν τότε τα πράγματα, οι άνθρωποι αυτής της γενιάς δεν ήξεραν διαζύγια. Υστερα, η γιαγιά μου αρρώστησε. Γεροντική άνοια. Ραγδαία επιδείνωση. Τα τελευταία χρόνια της δεν θυμόταν εμάς, τα εγγόνια της, τα παιδιά της, έφτασε να μην αναγνωρίζει καν τον άντρα της. Ηταν ανίκανη να φροντίσει τον εαυτό της. Ο παππούς μου, ο βαρύς, άγριος άντρας, που έπινε και έκανε φασαρίες, την περιποιόταν με την τρυφερότητα γονιού και την ικανότητα νοσοκόμας. Την τάιζε, την έκανε μπάνιο, την καθάριζε όταν, σαν μωρό, λερωνόταν. Τα βράδια κοιμόταν δίπλα της. Εκείνη συχνά ξύπναγε φωνάζοντας, τον χτυπούσε, δεν καταλάβαινε ποιος είναι. Ο παππούς εκεί, αυτοθυσία, αγάπη βιωμένη, πρακτική, ουσιαστική. Κι όλα αυτά, για χρόνια. Χωρίς να παραπονεθεί ούτε μία φορά. Και όταν επιτέλους η γιαγιά ησύχασε, δεν έκλαψε. Είχε γίνει σκληρός για να αντεπεξέλθει. Εκανε μεγάλη φασαρία όμως όταν κάποιος του είπε:
«Καιρός ήταν να ησυχάσει και αυτή».
Πίσω απ’ τη σειρά των χαμηλών σπιτιών που ήταν και το δικό του, άρχιζε μία μεγάλη καμπίσια έκταση. Εκεί υπήρχε ένα σπίτι που ζούσε ένας τρελός από αγάπη.
Χριστουγεννιάτικο διήγημα, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 22 Δεκεμβρίου 2011
8 comments:
Όταν κάποιος γράφει έτσι όμορφα και αυτοβιογραφικά, δεν ξέρω τι να σχολιάσω, αλλά νιώθω την ανάγκη να του το επικοινωνήσω. Διάβασα και συγκινήθηκα με την παιδική σου ηλικία φίλε μου. Αυτό μόνο.
Ευχές πολλές!
Βρε δεν είναι δικό σου;
Και ήταν συγκινητικό!!!
Εξαιρετικό!
αχ ρε προβ!
ΑΧ ΡΕ ΠΡΟΒ!...
to make boo radley come out...
...to kill a mockingbird
Αμφίς
Georgina σε ευχαριστώ πολύ, είσαι γενναιόδωρη και πολύ γλυκιά! :-)
Hfaistiwna εννοείται είναι δικό μου, αλλιώς θα το έγραφα! :-) χαίρομαι που σου άρεσε!
Περαστικέ σε ευχαριστώ, με κακομαθαίνεις αλλά μ αρέσει, πες και άλλα :-)
LIna + Provato = Love for evere!!! (που γράφαμε και στο δημοτικό)
αμφίς τι ωραίο βιβλίο μου θύμισες, θα το ξαναδιαβάσω μου φαίνεται
αχ ρε προβ! ΑΧ ΡΕ ΠΡΟΒ!...
Post a Comment