Λίγα χρόνια μένουν ακόμα και θα πατήσει τα 80 της. Ξέρει ότι θα ανοιγοκλείσει τα μάτια και θα τα έχει φτάσει, όπως ακριβώς και η απόσταση από τα 20, τα 30 της χρόνια μοιάζει πια σαν ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων της.
Αισθάνεται ηλικιωμένη, «φθαρμένη» αλλά της αρέσει. Τα άσπρα μαλλιά βρίσκει πως της ταιριάζουν και νιώθει πραγματικά ευλογημένη που έφτασε τόσο μακριά στον ωκεανό της ζωής που κάποιους τους πνίγει νωρίς. Ναι, έχει αντιμετωπίσει πολλά… αλλά έχει απολαύσει και πολλά. Την έχουν λοιδορήσει για το στιλ και την θεματολογία της και η αλήθεια είναι πως δεν ανήκει σε εκείνους που έχουν πετύχει έστω και ένα bestseller. Ωστόσο, στο τέλος της καριέρας της, και ας μην το υποψιάζεται ακόμα, θα κατακτήσει την μεγαλύτερη παγκόσμια αναγνώριση που μπορεί να κερδίσει κάποιος του "σιναφιού" της.
Επιπλέον, ακόμα αναρωτιέται πώς τα κατάφερε να διαχειριστεί την απίστευτη έλλειψη χρόνου που την τρέλαινε και την περιόριζε σε όλη την ζωή της κατά την οποία εκτός από το να γράφει μεγάλωσε παιδιά, είχε αποτυχημένες επιχειρήσεις, άλλαζε δουλειές. Γνωρίζει, από την άλλη, και περηφανεύεται που παρά τον μικρό όγκο του έργου της, η επίδραση της στους συναδέλφους της και η αναγνώρισή της από τους φανατικούς της υψηλής λογοτεχνίας είναι ενθουσιώδεις, ομόφωνες, συγκινητικές. Ναι. Είναι χαρούμενη αν και πολύ κουρασμένη.
Έχει αποφασίσει ότι στο τελευταίο της βιβλίο, την συλλογή διηγημάτων που θα εκδοθεί λίγο πριν ανακοινώσει την συνταξιοδότησή της, θα συμπεριλάβει, αυτή η κρυψίνους και ψυχρή Καναδέζα, και κάποια αυτοβιογραφικά κείμενα. Όχι από εξομολογητική διάθεση, όχι επειδή ο κόσμος θέλει όλο και περισσότερο να μαθαίνει για την ζωή και την σκέψη της… αλλά διότι αυτές οι ιστορίες που κρύβονται στις εμπειρίες της από τα παιδικά της χρόνια, έτσι χρειάζεται να ειπωθούν, σαν αυτοβιογραφικά κείμενα. Δεν μπορούν να μεταφέρουν αυτό που είναι αν τις «δανείσει» σε έναν άλλο ήρωα. Όχι, πρέπει η ίδια να τις διηγηθει, δηλώνοντας τίμια στους αναγνώστες πως είναι δικές της εμπειρίες.
Κάθεται στο τραπέζι της, αφού έχει ψάξει τις σημειώσεις και τα χαρτιά που καταγράφει ιδέες, σκέψεις, στιγμιαίες εμπνεύσεις. Και ξεκινά να μας εξιστορεί την αϋπνία της. Μία αϋπνία εντυπωσιακή, που την βασάνισε όταν ήταν ούτε καν 14 ετών…
Ποιο κορίτσι 13 ετών βασανίζεται από αϋπνία αν δεν συμβαίνει κάτι σοβαρό, κάτι αφύσικο; Και όντως, συμβαίνει κάτι, σοβαρό, σχεδόν αδιανόητο. Το κορίτσι δεν μπορεί να κοιμηθεί όχι διότι δεν κουράζεται αρκετά μέσα στην ημέρα της, όχι. Δεν μπορεί διότι… (πώς να το γράψεις τώρα αυτό, παρά μόνο πάρα πολύ ξερά, όπως ξερά συμβαίνει) …διότι κάνει ανεξέλεγκτες σκέψεις ότι στραγγαλίζει την μικρή του, μόλις 9 ετών, αδελφή. Ένα γλυκό, τρυφερό παιδί που κοιμάται στην από κάτω κουκέτα, σε εκείνο το μικρό, Καναδέζικο αγροτικό σπίτι όπου μεγαλώνει μία γυναίκα που κάποτε θα την πουν την μεγαλύτερη συγγραφέα του καιρού μας.
Σηκώνεται κάθε βράδυ το κορίτσι στην ιστορία – αυτή που το ίδιο την γράφει περίπου 70 χρόνια μετά - και προσέχοντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο, σε απόλυτη ησυχία, ξεγλιστρά από το δωμάτιο του. Νυχοπατώντας, φτάνει μέχρι την κουζίνα, ανοίγει την εξωτερική πόρτα της, βγαίνει από το σπίτι και κάθεται να παρατηρεί τον κόσμο. Τον απόηχο της μικρής πόλης στο βάθος. Τις σιλουέτες των δέντρων κοντά στο σπίτι. Τα άπειρα αστέρια στον ουρανό. Τα σκοτεινά σπίτια πέρα μακριά. Το ίχνος του ποταμού στο βάθος.
Η νύχτα περνά. Το κορίτσι δεν λέει κουβέντα, προσέχει μέχρι και να αναπνέει αθόρυβα. Η ηλικιωμένη γυναίκα που γράφει την ιστορία αφήνει το στυλό της για λίγο, και οι δύο τους, μικρή και μεγάλη, μένουν να σκέφτονται.
Και ύστερα… τα πουλιά αισθάνονται το ξημέρωμα που πλησιάζει και αρχίζουν να κελαηδάνε, ενώ ταυτόχρονα, 7 δεκαετίες μετά, το στυλό ακουμπά πάλι στο χαρτί. Η γιαγιά συνεχίζει το γράψιμο και το 13χρονο κορίτσι νυστάζει επιτέλους, επιτέλους! Το ίδιο αθόρυβα και προσεκτικά επιστρέφει στο κρεβάτι του, στην κουκέτα πάνω από την αδελφή που σκέφτεται ότι στραγγαλίζει.
Και ύστερα… η ανατροπή. Μία βραδιά το κορίτσι ανοίγει την πόρτα για να βγει στο κατώφλι της κουζίνας και βρίσκει εκεί καθισμένο τον πατέρα του, να καπνίζει ήρεμος ένα στριφτό τσιγάρο. Είναι ντυμένος με τα κανονικά του, τα σοβαρά ρούχα, αυτά τα οποία θα φορούσε αν πήγαινε σε κάποια δουλειά του στην πόλη, γεγονός απολύτως αταίριαστο, αφύσικο για την ώρα και την περίσταση. Εκείνος, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία σε περιστάσεις και ώρα και φυσικότητες, ρωτά την κόρη του: “Δεν μπορείς να κοιμηθείς ε;». «Ναι…» απαντά εκείνη. Και ύστερα, στην ερώτηση του «γιατί, βλέπεις όνειρα;» το τρομαγμένο κορίτσι - που ούτε για μία στιγμή δεν μας είπε πως είναι τρομαγμένο αλλά τώρα εμείς οι αναγνώστες το καταλαβαίνουμε πόσο απίστευτα τρομαγμένο ήταν, πόσο στα όρια του έφτασε και συγκλονιζόμαστε – δίνει την τρομερή απάντηση «δεν κοιμάμαι γιατί φοβάμαι ότι θα κάνω κακό στην αδελφή μου, ότι θα την στραγγαλίσω».
Και μετά… δεν συμβαίνει τίποτε. Τίποτε. Ο πατέρας δεν θυμώνει. Δεν εκπλήσσεται καν, δεν προσπαθεί να μάθει περισσότερα, δεν κάνει φασαρία, δεν πετά τρομαγμένος το τσιγάρο. Και είναι ακριβώς με αυτήν του την αντίδραση που σώζει την 13χρονη κόρη του. Η οποία αντιλαμβάνεται με αυτόν τον τρόπο πως όσο και αν ακούγεται τρομερό και αρρωστημένο, αυτά γίνονται, ότι οι άνθρωποι έχουμε τέτοιους λογισμούς πότε – πότε, ότι η σκέψη είναι τρομερή και ανεξήγητη και φοβιστική.
Ωστόσο αυτό που αντιλαμβάνεται το 13χρονο κορίτσι, η 80χρονη γυναίκα ακόμα δεν έχει καταλάβει πως ακριβώς συντελέστηκε εκείνο τα ξημέρωμα. Και ας είναι σοφή και σπουδαία συγγραφέας. Ναι, αισθάνεται ευγνωμοσύνη για τον πατέρα, ναι, ξέρει ότι σώθηκε, ναι, μας το λέει και μας λυτρώνει ότι από κείνη την νύχτα ποτέ ξανά δεν ξαγρύπνησε. Αλλά πως έγιναν αυτά, δεν μπορεί να το αποτυπώσει με την ανύπαρκτη στην φύση και την τέχνη χειρουργική ακρίβεια. Και είναι λες και γίνεται πιο ικανή να μας μεταφέρει την μαγεία της στιγμής, την θεία χάρη της γονικής παρέμβασης, την σωτηρία μέσω της απλότητας, ακριβώς επειδή δεν έχει καταφέρει να εξηγήσει, επειδή δεν προσπαθεί καν να αναλύσει.
Η Alice Munro είναι σήμερα 82 ετών. Πριν από μερικές εβδομάδες της απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ, το πιο άξιο Νόμπελ που δόθηκε ποτέ, κατά την γνώμη της πλειοψηφίας των πιο σπουδαίων συγγραφέων της εποχής μας. Στην τελευταία της συλλογή, Dear Life είναι ο τίτλος της, η οποία εκδόθηκε πέρυσι τέτοιο καιρό, μισό χρόνο πριν η μεγάλη συγγραφέας ανακοινώσει πως δεν θα ξαναγράψει ποτέ, υπάρχουν 10 διηγήματα σύντομα, αλλά πυκνά και με το ειδικό βάρος πολυσέλιδων μυθιστορημάτων και 4 αυτοβιογραφικά κείμενα. Όπως το «Night», η ιστορία ενός 14χρονου κοριτσιού που δεν μπορούσε να κοιμηθεί διότι σκεφτόταν πως στραγγαλίζει την 9χρονη αδελφή του. Την φαντάζομαι την Alice να τα γράφει αυτά τα σπουδαία κείμενα, και είναι αυτές οι φαντασιώσεις μου ένα ακόμα ταξίδι ανάμεσα στα τόσα άλλα τα υπέροχα που κάνει το μυαλό μου κάθε φορά που τελειώνω ένα γραπτό της.
Αυτό ακριβώς είναι η Alice Munro. Όχι τα λίγα και οικονομημένα που γράφει, αλλά εκείνα τα οποία η αγαπημένη γιαγιά της παγκόσμιας λογοτεχνίας σε κάνει να σκέφτεσαι και να υποθέτεις. Τα ατέλειωτα και (συμπαθάτε με για την πολυλογία...) ίσως φλύαρα, αλλά πάντα εκπαιδευτικά - με τον πιο πολύτιμο, τον μαγικό, ανακριβή τρόπο της αυθεντικής λογοτεχνίας.
Dear Life
Της Alice Munro
Εκδόσεις Vintage
Σελίδες 336
από εδώ
1 comment:
Καλημέρα Πρόβατε! :)
Δεν την έχω ακουστά την κυρία..
Post a Comment