Μία πέτρα, την σήκωσε από το χώμα ο Όμηρος κ την έριξε πέρα για να μην τον ενοχλεί, να καθήσει να τραγουδήσει.
Μία πέτρα, την πέταξε ο Σωκράτης σε ένα αδέσποτο σκυλί που του γαύγιζε καθώς τριγυρνούσε στην όχθη του Ιλισσού.
Μία πέτρα, την πήραν οι Ρωμαίοι στην αιώνια πόλη κ την έκαναν βήμα για να ρητορεύουν οι Συγκλητικοί.
Μία πέτρα, διέταξε να την γκρεμίσουν κ να την κάψουν ένας εκατόνταρχος του Θεοδόσιου του Μεγάλου.
Μία πέτρα, από κολώνα δωρική, έγινε τοίχος εκκλησίας πάνω στην Ακρόπολη.
Μία πέτρα, την είχε για προσκέφαλο ένας μουσουλμάνος βοσκός γεννημένος εκεί που τώρα υπάρχει ένα τσιμεντένιο κ γυάλινο μουσείο.
Μία πέτρα, πέτυχε στο μέτωπο, και το μάτωσε, ένα προσφυγάκι από την Κρήνη της Μικρασίας.
Μία πέτρα, την κλώτσησε, μέσα σε έναν ομαδικό τάφο εκτελεσμένων, ένας Γερμανός, συντετριμμένος από το αίμα, στρατιώτης.
Μια πέτρα, έκρυβε έναν δεξιό Έλληνα που πυροβολούσε αριστερούς Έλληνες κ έναν αριστερό που πυροβολούσε δεξιούς.
Μία πέτρα, ήταν κομμάτι από την δεξιά κολώνα της πύλης του Πολυτεχνείου.
Μια πέτρα μου την έδωσε να παίζω η μάνα μου, νέα, χαμογελαστή,
χαρούμενη, ένα μεσημέρι που ήμασταν στη θάλασσα. (Ήμουν μωρό, γελούσα κ,
λίγα καλοκαίρια μετά, το μεσημέρι που εκείνη έγινε ένα με το χώμα,
θυμόμουν την πέτρα - παιχνίδι.)
Μία πέτρα την χρησιμοποίησα σαν κιμωλία για να χαράξω πάνω σε ένα βράχο "σε αγαπάω, από πάντα, για πάντα".
Μια πέτρα έγινε η καρδιά μου όταν σε πρόδωσα κ με πρόδωσες.
Μία πέτρα τσάκισε την βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου που δεν ξανάνοιξε ποτέ, σε μια άγρια διαδήλωση.
Μια πέτρα κρατά την βρώμικη κουβέρτα ενός άστεγου της Αθήνας, να μην την παρασύρει ο κρύος, χειμωνιάτικος άνεμος.
...τόσες πέτρες, τόσο βάρος, πάνω στα στήθη μας, μέσα στα στόματά μας.
Να τις σηκώσει κάτι, να μπορέσουμε επιτέλους να αναπνεύσουμε. Να μιλήσουμε.
1 comment:
σήκωνες την πέτρα δίχως να σκεφτείς
τέντωνες το χέρι, κάτω η τζαμαρία
γέλαγε η μαρία, η μαρία
Post a Comment