Α μα τι έξυπνη, χιουμοριστική, αυτο-αναιρούμενη, ειρωνική και αυτοσαρκαστική διαφήμιση για το Φεστιβάλ Gay και Λεσβιακού κινηματογράφου της Λισσαβώνας. Ρησπέκτ γλυκά πορτογαλεζάκια, είμαι σίγουρος πως αυτός που σκέφτηκε αυτήν την ιδέα είναι τρελό γκομενάκι και δέχομαι να μου δώσει το τηλ του.
...
...
...
ναι...
....ναι....
....ναι λέμε...
περιμένω λέμε για το τηλ....
ΝΑΙ.....
εννοείται, το Putting an end to gay cliches since 1997 σαν slogan δεν συγκρίνεται με το slogan του φετινού δικού μας Athens gay pride 2012 "αγάπα με είναι δωρεάν" :-P
Wednesday, September 26, 2012
Monday, September 24, 2012
το ζευγάρι της ανωτάτου ανασηκωματικής φρυδιού
Το ένα ήταν τραγούδι τέλους σχέσης, χωρισμού - βεβαρυμένο και ντραμάτικ, μιλούσε για θάνατους, στοχειά, επιμονή, σε παρακαλώ ντόρη μη φεύγεις μη θα σκοτωθώ, θα ανασηκώσω το φρύδι, μη φεύγεις μη.
Το επόμενο ήταν τραγούδι που ταξιδεύει ανάποδα στον χρόνο... μας πάει πίσω στο σημείο που η σχέση είναι σε καλό σημείο, έχει πάρει το δρόμο της - βεβαρυμένο, πάλι βέβαια, μιλούσε για αναζήτηση όλη τη ζωή, για δικαίωση του παρελθόντος, για αναμνήσεις από το μέλλον, αχ ντόρη πόσο ευτυχισμένος είμαι που σε γνώρισα θα ανασηκώσω το φρύδι, πάλι, από την ευδαιμονία
Πως όμως αυτό το τόσο ντραμάτικ ζευγάρι πρωτογνωρίστηκε; αναρωτιέσαι; (φυσικά, φυσικά...)
αυτό το αίνιγμα λύνει (ω του θαύματος) το τρίτο πραγματικά καλό τραγούδι από το Elysium, το νέο album των Pet Shop Boys. Το A face like that συνεχίζει το ανάποδο ταξίδι στο χρόνο και μιλά για την βραδυά που οι δύο πρωτοείδαν ο ένας τον άλλο (το παίρνω ως δεδομένο ότι μιλάμε για δύο άντρες, ελπίζω να μην σε φέρνω σε αμηχανία). Φυσικά ούτε εδώ λείπει το ντράμα φάκτορ και ο υπερβολικός τόνος φωνής. τι του σέρνει του ανθρώπου δεν διανοείσαι, τροπική θύελλα τον ανεβάζει, οπορτουνιστή τον κατεβάζει, χαμός. και ανασηκώνει και το φρύδι.
Ην ένη κέης, το A Face Like That είναι ηλεκτροποπιά από τις λίγες, σούπερ απενοχοποιημένη, τύπου "gay bar στην Σκιάθο 1989", μου αρέσει πολύ, είναι μαγκιόρικο, πονηρούλι και θέλει ένταση και καλά ηχεία.
υγ (με ανασηκωμένο φρύδι): αυτά είναι τα τρία καλά τραγούδια του Elysium. Ίσως όταν παραλάβω το cd από το amazon (γκρ γκρ γκρ γκρ βρωμοEMI Ελλάδας) και ακούσω το άλμπουμ σε ποιότητα cd και όχι ταπεινού mp3 ξεχωρίσω και άλλα... αρονό, αρήλη ρονό. προς το παρόν, αρκούν αυτά. ανασηκώνω φρύδι και φεύγω.
Το επόμενο ήταν τραγούδι που ταξιδεύει ανάποδα στον χρόνο... μας πάει πίσω στο σημείο που η σχέση είναι σε καλό σημείο, έχει πάρει το δρόμο της - βεβαρυμένο, πάλι βέβαια, μιλούσε για αναζήτηση όλη τη ζωή, για δικαίωση του παρελθόντος, για αναμνήσεις από το μέλλον, αχ ντόρη πόσο ευτυχισμένος είμαι που σε γνώρισα θα ανασηκώσω το φρύδι, πάλι, από την ευδαιμονία
Πως όμως αυτό το τόσο ντραμάτικ ζευγάρι πρωτογνωρίστηκε; αναρωτιέσαι; (φυσικά, φυσικά...)
αυτό το αίνιγμα λύνει (ω του θαύματος) το τρίτο πραγματικά καλό τραγούδι από το Elysium, το νέο album των Pet Shop Boys. Το A face like that συνεχίζει το ανάποδο ταξίδι στο χρόνο και μιλά για την βραδυά που οι δύο πρωτοείδαν ο ένας τον άλλο (το παίρνω ως δεδομένο ότι μιλάμε για δύο άντρες, ελπίζω να μην σε φέρνω σε αμηχανία). Φυσικά ούτε εδώ λείπει το ντράμα φάκτορ και ο υπερβολικός τόνος φωνής. τι του σέρνει του ανθρώπου δεν διανοείσαι, τροπική θύελλα τον ανεβάζει, οπορτουνιστή τον κατεβάζει, χαμός. και ανασηκώνει και το φρύδι.
Ην ένη κέης, το A Face Like That είναι ηλεκτροποπιά από τις λίγες, σούπερ απενοχοποιημένη, τύπου "gay bar στην Σκιάθο 1989", μου αρέσει πολύ, είναι μαγκιόρικο, πονηρούλι και θέλει ένταση και καλά ηχεία.
υγ (με ανασηκωμένο φρύδι): αυτά είναι τα τρία καλά τραγούδια του Elysium. Ίσως όταν παραλάβω το cd από το amazon (γκρ γκρ γκρ γκρ βρωμοEMI Ελλάδας) και ακούσω το άλμπουμ σε ποιότητα cd και όχι ταπεινού mp3 ξεχωρίσω και άλλα... αρονό, αρήλη ρονό. προς το παρόν, αρκούν αυτά. ανασηκώνω φρύδι και φεύγω.
Sunday, September 23, 2012
Ένα βιβλίο ζωντανό σαν σπίτι
Η Μέριλιν Ρόμπινσον είναι 68 χρόνων. Ιδιαίτερη φιγούρα, «πειραγμένη», όταν δεις φωτογραφία της δεν θα σου βγάλει την ηρεμία που (πιστεύουμε ότι πρέπει να) μας εμπνέουν οι μεγάλοι συγγραφείς. Μοιάζει ανήσυχη, νευρική. Τη διαφοροποιεί και κάτι ακόμα από τους περισσότερους μεγάλους της γραφής. Από το 1981, όταν στα 37 της εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο, έχει εκδώσει μόνο δύο ακόμα. Το δεύτερο, μάλιστα, έπειτα από 20 και περισσότερα χρόνια από το “Housekeeping”, το ντεμπούτο της. Με τρία μυθιστορήματα έχει κερδίσει παγκόσμιο σεβασμό. Όχι άδικα.
Το «Στο σπίτι», το τελευταίο της βιβλίο που εκδόθηκε στα ελληνικά πριν από μερικές εβδομάδες, μου λένε φίλοι που εργάζονται σε βιβλιοπωλεία ότι πουλάει καλά. Εκπλήσσομαι, ομολογώ. Πολύ. Πώς είναι δυνατόν ένα τόσο συμπυκνωμένο έργο, με πλοκή που υπολείπεται σε γεγονότα και γυρίσματα από τα περισσότερα best sellers της εποχής, με τόσο ξένο στην ελληνική νοοτροπία θέμα και κυρίως τόσο βαρύ (ο κόσμος θέλει να χαρεί, να γελάσει, να ξεφύγει, λένε όλοι) να πουλά και να συζητιέται τόσο; Άραγε, να χαρούμε; Η υψηλή, στιβαρή τέχνη βρήκε επιτέλους την εποχή και το κοινό της;
Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Η Γκλόρια, ύστερα από μία ερωτική ιστορία που την πλήγωσε βαθιά -τι πλήγωνε τότε; Να σε ατιμάζουν-, επιστρέφει απογοητευμένη στο πατρικό σπίτι, σε μια μικρή πόλη της αγροτικής Αμερικής. Εκεί ζει, μόνος πια, ο γέρος πατέρας της, συνταξιούχος ιερέας, που η δύναμη αλλά και η υγεία του τον εγκαταλείπουν και αφήνουν χώρο σε μία μόνιμη εξάντληση και ανημποριά. Αλλά και σε μια περίεργη νοητική κατάσταση εγκαρτέρησης, μα και άρνησης να παραδοθεί στα γηρατειά. Το σπίτι, ρημαγμένο, αφρόντιστο, γεμάτο μυστικά ντουλάπια και συρτάρια, είναι μια μεταφορά της ζωής και των δύο. Ρημαγμένοι είναι και αυτοί, γεμάτοι κλειστούς χώρους με μυστικά. Από άλλο δρόμο ο καθένας, αλλά στον ίδιο προορισμό έχουν φτάσει.
Και τότε εμφανίζεται ο Τζακ. Ο χαμένος για χρόνια ατίθασος γιος της οικογένειας. Εκείνος τον οποίο, όσο ρημαγμένος και να είσαι, δικαιούσαι να τον κοιτάζεις αφ’ υψηλού: Είναι κλέφτης, αλκοολικός, έχει κάνει φυλακή, δεν είχε έλθει καν στην κηδεία της μητέρας του. Ο άσωτος γίνεται δεκτός στην αρχή με δάκρυα λύτρωσης και χαράς. Τους είχε λείψει πολύ το χαμένο πρόβατο. Η χαρά τους που τον έχουν πάλι κοντά τους σβήνει κάθε αγωνία για την εποχή που ήταν εξαφανισμένος, κάθε ντροπή που είναι αυτός, ο γιος του ιερέα, κλέφτης, μεθύστακας.
Στη ζωή των οικογενειών, ωστόσο, τίποτε δεν μένει στατικό. Τίποτε δεν είναι όπως δείχνει. Τίποτε. Καθώς το μυθιστόρημα ξετυλίγεται, οι σχέσεις ανάμεσα στους τρεις πρωταγωνιστές αλλάζουν. Υποψιάζεσαι ότι ο μεγαλόψυχος πατέρας είναι πιο σκληρός από όσο δείχνουν τα δάκρυά του. Υποψιάζεσαι ότι ο εγωιστής άσωτος υιός πέφτει και ξαναπέφτει από ευαισθησία, παρά από ηδονή. Υποψιάζεσαι ότι η Γκλόρια έχει μια αγάπη άλλου είδους για τον αδελφό της…
Δεν είναι τυχαία η χρήση της λέξης «υποψιάζεσαι». Εκεί κρύβεται όλη η τέχνη της Ρόμπινσον: είναι η απαράμιλλη ικανότητά της να υπαινίσσεται. Στις 470 σελίδες του βιβλίου «Στο Σπίτι» τίποτε δεν είναι απλό και ξεκάθαρο. Ακόμα και οι περιγραφές της φύσης δίνονται με μια γλυκιά ρευστότητα που τα αφήνει όλα ανοιχτά. Τι τρυφερός τρόπος να βλέπεις τα πράγματα στην εποχή μας, αυτή τη γεμάτη δικτατορικές σιγουριές. Πόσο ενθαρρυντικά αισθάνεσαι διαβάζοντας ότι όλα είναι ρευστά, εύπλαστα και ότι μπορούν να σηκώσουν προσωπικές ερμηνείες… Τι υπέροχο βιβλίο!
Τεχνικά, το «Στο σπίτι» είναι εξαντλητική σταυροβελονιά. Από πού το καταλαβαίνεις; Από την ευκολία με την οποία διαβάζεται. Από την επιθυμία που σου αφήνει πολύ συχνά να ήξερες περισσότερα για εκείνον το χαρακτήρα, αυτή τη στιγμή, το άλλο γεγονός. Και κυρίως από την αίσθηση που σου χαρίζει ότι οι ώρες που του αφιέρωσες είναι πραγματικά ελάχιστες μπροστά στο χρόνο που κέρδισες σε απόλαυση, εμπειρία και σοφία.
Έχει αδύνατα σημεία το βιβλίο; Ασφαλώς. Πότε-πότε παραείναι ελλειπτικό και μια δύο φορές νιώθεις ότι επαναλαμβάνεται, αλλά μετά, όχι πολύ μετά, πιάνεις το κόλπο της Ρόμπινσον. Ξέρει καλά τι κάνει. Δεν είναι αθώα η επανάληψη. Δεν είναι αμέλεια ή κυνισμός ο υπαινιγμός της. Είναι εργαλεία που σε ρίχνουν στην παγίδα. Της ουσιαστικής βίωσης ενός βιβλίου, της συγκίνησης.
Η Ρόμπινσον είναι 68 χρόνων. Να ζήσει 1.000 χρόνια να γράφει βιβλία σαν και αυτό …έστω και ένα κάθε 20 χρόνια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 3 Μαίου 2012
Το «Στο σπίτι», το τελευταίο της βιβλίο που εκδόθηκε στα ελληνικά πριν από μερικές εβδομάδες, μου λένε φίλοι που εργάζονται σε βιβλιοπωλεία ότι πουλάει καλά. Εκπλήσσομαι, ομολογώ. Πολύ. Πώς είναι δυνατόν ένα τόσο συμπυκνωμένο έργο, με πλοκή που υπολείπεται σε γεγονότα και γυρίσματα από τα περισσότερα best sellers της εποχής, με τόσο ξένο στην ελληνική νοοτροπία θέμα και κυρίως τόσο βαρύ (ο κόσμος θέλει να χαρεί, να γελάσει, να ξεφύγει, λένε όλοι) να πουλά και να συζητιέται τόσο; Άραγε, να χαρούμε; Η υψηλή, στιβαρή τέχνη βρήκε επιτέλους την εποχή και το κοινό της;
Είμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Η Γκλόρια, ύστερα από μία ερωτική ιστορία που την πλήγωσε βαθιά -τι πλήγωνε τότε; Να σε ατιμάζουν-, επιστρέφει απογοητευμένη στο πατρικό σπίτι, σε μια μικρή πόλη της αγροτικής Αμερικής. Εκεί ζει, μόνος πια, ο γέρος πατέρας της, συνταξιούχος ιερέας, που η δύναμη αλλά και η υγεία του τον εγκαταλείπουν και αφήνουν χώρο σε μία μόνιμη εξάντληση και ανημποριά. Αλλά και σε μια περίεργη νοητική κατάσταση εγκαρτέρησης, μα και άρνησης να παραδοθεί στα γηρατειά. Το σπίτι, ρημαγμένο, αφρόντιστο, γεμάτο μυστικά ντουλάπια και συρτάρια, είναι μια μεταφορά της ζωής και των δύο. Ρημαγμένοι είναι και αυτοί, γεμάτοι κλειστούς χώρους με μυστικά. Από άλλο δρόμο ο καθένας, αλλά στον ίδιο προορισμό έχουν φτάσει.
Και τότε εμφανίζεται ο Τζακ. Ο χαμένος για χρόνια ατίθασος γιος της οικογένειας. Εκείνος τον οποίο, όσο ρημαγμένος και να είσαι, δικαιούσαι να τον κοιτάζεις αφ’ υψηλού: Είναι κλέφτης, αλκοολικός, έχει κάνει φυλακή, δεν είχε έλθει καν στην κηδεία της μητέρας του. Ο άσωτος γίνεται δεκτός στην αρχή με δάκρυα λύτρωσης και χαράς. Τους είχε λείψει πολύ το χαμένο πρόβατο. Η χαρά τους που τον έχουν πάλι κοντά τους σβήνει κάθε αγωνία για την εποχή που ήταν εξαφανισμένος, κάθε ντροπή που είναι αυτός, ο γιος του ιερέα, κλέφτης, μεθύστακας.
Στη ζωή των οικογενειών, ωστόσο, τίποτε δεν μένει στατικό. Τίποτε δεν είναι όπως δείχνει. Τίποτε. Καθώς το μυθιστόρημα ξετυλίγεται, οι σχέσεις ανάμεσα στους τρεις πρωταγωνιστές αλλάζουν. Υποψιάζεσαι ότι ο μεγαλόψυχος πατέρας είναι πιο σκληρός από όσο δείχνουν τα δάκρυά του. Υποψιάζεσαι ότι ο εγωιστής άσωτος υιός πέφτει και ξαναπέφτει από ευαισθησία, παρά από ηδονή. Υποψιάζεσαι ότι η Γκλόρια έχει μια αγάπη άλλου είδους για τον αδελφό της…
Δεν είναι τυχαία η χρήση της λέξης «υποψιάζεσαι». Εκεί κρύβεται όλη η τέχνη της Ρόμπινσον: είναι η απαράμιλλη ικανότητά της να υπαινίσσεται. Στις 470 σελίδες του βιβλίου «Στο Σπίτι» τίποτε δεν είναι απλό και ξεκάθαρο. Ακόμα και οι περιγραφές της φύσης δίνονται με μια γλυκιά ρευστότητα που τα αφήνει όλα ανοιχτά. Τι τρυφερός τρόπος να βλέπεις τα πράγματα στην εποχή μας, αυτή τη γεμάτη δικτατορικές σιγουριές. Πόσο ενθαρρυντικά αισθάνεσαι διαβάζοντας ότι όλα είναι ρευστά, εύπλαστα και ότι μπορούν να σηκώσουν προσωπικές ερμηνείες… Τι υπέροχο βιβλίο!
Τεχνικά, το «Στο σπίτι» είναι εξαντλητική σταυροβελονιά. Από πού το καταλαβαίνεις; Από την ευκολία με την οποία διαβάζεται. Από την επιθυμία που σου αφήνει πολύ συχνά να ήξερες περισσότερα για εκείνον το χαρακτήρα, αυτή τη στιγμή, το άλλο γεγονός. Και κυρίως από την αίσθηση που σου χαρίζει ότι οι ώρες που του αφιέρωσες είναι πραγματικά ελάχιστες μπροστά στο χρόνο που κέρδισες σε απόλαυση, εμπειρία και σοφία.
Έχει αδύνατα σημεία το βιβλίο; Ασφαλώς. Πότε-πότε παραείναι ελλειπτικό και μια δύο φορές νιώθεις ότι επαναλαμβάνεται, αλλά μετά, όχι πολύ μετά, πιάνεις το κόλπο της Ρόμπινσον. Ξέρει καλά τι κάνει. Δεν είναι αθώα η επανάληψη. Δεν είναι αμέλεια ή κυνισμός ο υπαινιγμός της. Είναι εργαλεία που σε ρίχνουν στην παγίδα. Της ουσιαστικής βίωσης ενός βιβλίου, της συγκίνησης.
Η Ρόμπινσον είναι 68 χρόνων. Να ζήσει 1.000 χρόνια να γράφει βιβλία σαν και αυτό …έστω και ένα κάθε 20 χρόνια.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 3 Μαίου 2012
Thursday, September 20, 2012
Μπισκότα
Είχε πιάσει τα μαλλιά της με μία μπλε κορδέλα, το μόνο πάνω της που δεν ήταν σε απόχρωση του καφέ. Η στολή της έπρεπε να ταιριάζει με τη συσκευασία του προϊόντος που προωθούσε: τα παπούτσια, το ανοιχτόχρωμο παντελόνι και το γιλέκο, το ακόμα πιο ανοιχτό πουκάμισο με τα κουμπιά ίδιο χρώμα με τη ζώνη... όλα καφέ! Αριστερά στο στήθος, καρφιτσωμένο ένα πλαστικό ταμπελάκι. Πάνω από το λογότυπο, το όνομά της με παχιά, καφέ φυσικά, γράμματα! Ελπίδα. Το λεπτό πρόσωπο με τα μεγάλα καστανά μάτια ήταν υπερβολικά βαμμένο: Καφέ κραγιόν, σκιά, ρουζ. Δεν της πήγαιναν, τη σκοτείνιαζαν. Τα καστανά μαλλιά, πιασμένα σε έναν συντηρητικό κότσο. Την είχαν προειδοποιήσει όταν της τηλεφώνησαν πως θα την δοκιμάσουν για τη θέση να μην εμφανιστεί με «τίποτε προχωρημένο κούρεμα». Να θυμίζει «νοικοκυρά βγαλμένη από αναγνωστικό της δεκαετίας του 70». Συμμορφώθηκε, έφτιαξε τα μαλλιά σε κότσο... άλλα αποφάσισε να αλλάξει την καφέ κορδέλα που της είχε δώσει ο προϊστάμενος με μία μπλε, δική της, και ας ήταν αντίθετο στους κανονισμούς, και ας ήταν η πρώτη της μέρα.
Βρισκόταν ήδη 7 ώρες στο πόστο της, στον διάδρομο ενός μεγάλου super market στην Πεύκη. Στεκόταν πίσω από ένα χαρτονένιο πάγκο με λογότυπα και φωτογραφίες τεράστιων μπισκότων. Πάνω του ένα μεγάλο πιάτο, με ζωγραφιές από κόκκινα αυγά και κίτρινα κοτοπουλάκια, γεμάτο μπισκότα που σε σύγκριση με τα φωτογραφημένα έμοιαζαν ξεφούσκωτα. Η δουλειά της απλή. Ρωτούσε «θα δοκιμάσετε την υπέροχα σοκολατένια πασχαλινή προσφορά μας;». Ύστερα έπαιρνε μία καφέ χαρτοπετσέτα και προσέφερε ένα μπισκότο, ενώ εξηγούσε ότι τα νέα μπισκότα της εταιρίας είχαν βελτιωμένη συνταγή με 30% περισσότερα κομμάτια απολαυστικής σοκολάτας. Και πως αν αγόραζαν 2 πακέτα θα απολάμβαναν μεγάλη έκπτωση. Τελείωνε πάντα με την ίδια ευθεία ερώτηση: «Σας αρέσεισ; Θέλετε την προσφορά;»
Σε λίγο σχόλαγε. Ήταν εξαντλημένη. Όχι από την ορθοστασία ή την επανάληψη. Η αντιμετώπιση των ανθρώπων την είχε πικράνει. Οι περισσότεροι δεν την έβλεπαν, δεν απαντούσαν καν όταν τους χαιρετούσε. Κάποιοι έκαναν ψέμματα, είχε καταλάβει, ότι μιλούσαν στο κινητό και όταν πλησίαζαν την κοιτούσαν με αυστηρό ύφος. Μερικοί της απάντησαν απότομα, ντράπηκε. Ένας γέρος, πρωί πρωί, της είπε «άσε με κοπέλα μου, όρεξη έχεις;». Της πήρε ώρα να βρει το θάρρος να μιλήσει ξανά σε κάποιον.
Όταν συνήλθε, είδε από μακριά μία παλιά της συνάδελφο, από τις καλές εποχές. Ήξερε ότι η παλιά τους εταιρία είχε κλείσει. Η γυναίκα ήταν απλήρωτη και άνεργη. Καθώς την πλησίαζε έσκυψε στο μεγάλο κουτί με τα πακέτα μπισκότα δίπλα της και άρχισε να τα τακτοποιεί. Ξανασηκώθηκε όταν ήταν σίγουρη πως η πρώην συνάδελφος είχε απομακρυνθεί. Λίγο μετά εμφανίστηκε μπροστά της και την κοίταξε καταπρόσωπο. Δεν έδειξε να την αναγνωρίζει – κρατούσε ένα καλάθι γεμάτο φτηνό κρασί.
Το μεσημέρι είχε 20 λεπτά διάλειμμα. Η υπεύθυνη την οδήγησε σε ένα χωρίς παράθυρα δωμάτιο δίπλα στις αποθήκες. Πλαστικά τραπέζια και καρέκλες φαγωμένες. Θα προτιμούσε να περάσει έξω τα 20 λεπτά, δεν ήταν όμως σίγουρη ότι επιτρέπεται. Δεν ήθελε να την βλέπουν περαστικοί με τη στολή. 10 λεπτά μετά ήλθαν στο δωμάτιο δύο μόνιμες υπάλληλοι. Δεν της είπαν κουβέντα, κάθησαν όσο πιο μακριά γινόταν και μιλούσαν χαμηλόφωνα για τις άσχημες βάρδιες τους. Ήλπιζε θα ήταν πιο φιλικές, θα αντάλλασαν δύο λόγια. Προσπάθησε να στείλει ένα sms στον αδελφό της. «Όλα καλά! Η κρυάδα πιο εύκολη από ότι περίμενα. Φάε. xxx» Το χωμένο δωμάτιο δεν είχε σήμα, το μήνυμα δεν έφυγε ποτέ. Γύρισε στο σταθμό εργασίας, όπως ήταν η ορολογία για τον χαρτονένιο πάγκο, πιο κουρασμένη.
«θέλετε να δοκιμάσετε την υπέροχα σοκολατένια πασχαλινή προσφορά μας;» Ο άντρας στον οποίο μιλούσε ήταν λίγο πάνω από την ηλικία της. Τον είδε από μακρυά και αισθάνθηκε να τον εμπιστεύεται. Ψηλός, εύσωμος, με γένια και σκούρα μάτια. Φορούσε σακάκι και ένα πράσινο πουκάμισο. Τίποτε καφέ. Την κοίταζε κανονικά, χωρίς ντροπή, αμηχανία, θυμό, επιθετικότητα ή αδιαφορία. Είπε «εεεε... εντάξει... ευχαριστώ πολύ» και της χαμογέλασε ακόμα πιο πλατειά.
Του έδωσε μπισκότο. Για πρώτη φορά σήμερα εννοούσε το χαμόγελό της. «Ορίστε! Αν σας αρέσει» είπε περιπαικτικά «έχουμε και προσφορά!». Εκείνος στάθηκε λίγο, έκανε ένα φιλικό νόημα, είπε άλλο ένα ευχαριστώ και απομακρύνθηκε. Κάρφωσε το βλέμμα επίμονα την πλάτη του. Ήθελε να του ζητήσει να μη φύγει, να του πει ότι έμοιαζε με τα αγόρια που έκανε παρέα μερικά χρόνια πριν, ότι σιχαινόταν την καφέ στολή και τον πάγκο, ότι όλη μέρα έτρεμε μην έρθει κάποιος γνωστός, ότι δεν θα κατάφερνε να πουλήσει τα πακέτα μπισκότα που ήταν ο ημερήσιος στόχος, ότι είχε βάλει μέσο να βρει αυτή τη δουλειά και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν πολύ τυχερή που τα είχε καταφέρει, πως ήθελε να φύγει, να μην πει τίποτε σε κανέναν και απλώς να προχωρήσει προς την πόρτα και να πάει στο σπίτι, χωρίς καν να περάσει από την εταιρία να πάρει τα ρούχα της, να βγάλει και να πετάξει στα σκουπίδια την μπλε κορδέλα μαζί με τα καφέ ρούχα...
Είδε τον άνδρα να έρχεται προς το μέρος της. «Ήταν πολύ ωραίο» είπε τρυφερά. «Μου δίνετε 3 πακέτα για τα ανήψια μου;». Τα μάτια της έλαμψαν. Ξεσκοτείνιασε το πρόσωπό της.
******
Όταν ήταν 5-6 χρονών είχε αρρωστήσει. Ποτέ δεν της είπαν τι είχε. Πέρασε 2 μήνες σε ένα θάλαμο του νοσοκομείου παίδων Πεντέλης. Θυμάται θολά τις ατέλειωτες βαρετές μέρες στο κρεβάτι, τους γονείς της που δεν τους είχε δει ποτέ έτσι ανήσυχους, τις βελόνες για τη μετάγγιση και τους ορούς, το πόσο είχε πεθυμήσει τους συμμαθητές της, τα εικονίσματα και τα φιαλίδια με αγιασμένο λάδι που είχε αραδιάσει η μαμά της στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι . Μία μέρα, Μεγάλη Βδομάδα, ξαφνικά όπως μπήκε, βγήκε από το νοσοκομείο. Ήταν απολύτως υγιής. Μετά τις διακοπές γύρισε στο σχολείο και σύντομα ήταν σαν αυτό το δίμηνο να μην είχε συμβεί ποτέ. Θυμόταν όμως μία λεπτομέρεια. Πώς η μητέρα της για να την παρηγορήσει για τις βελόνες της έλεγε «όταν πάμε σπίτι θα σε μάθω να πλάθεις μπισκότα με σοκολάτα». Η ιδέα την ενθουσίαζε. Κοιμόταν κατασχαρούμενη.
******
Το βράδυ της Ανάστασης στην εκκλησία δίπλα στο σπίτι της δεν άντεξε. Μέσα στο σαματά, τις κροτίδες, τα φιλιά και τις ευχές ξέσπασε και άρχισε να κλαίει. Ήταν δύο βδομάδες πια στη νέα δουλειά, είχε συνηθίσει και πήγαινε καλά! Δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει εκείνη την πρώτη μέρα που φεύγοντας από το super market, μετά το τέλος της βάρδιας της, είδε αφημένα σε ένα ράφι κοντά στα ταμεία τα 3 πακέτα μπισκότα σοκολάτας που είχε πάρει ο άνδρας με το ευγενικό χαμόγελο.
Πασχαλινό διήγημα, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 6 Απριλίου 2012
Βρισκόταν ήδη 7 ώρες στο πόστο της, στον διάδρομο ενός μεγάλου super market στην Πεύκη. Στεκόταν πίσω από ένα χαρτονένιο πάγκο με λογότυπα και φωτογραφίες τεράστιων μπισκότων. Πάνω του ένα μεγάλο πιάτο, με ζωγραφιές από κόκκινα αυγά και κίτρινα κοτοπουλάκια, γεμάτο μπισκότα που σε σύγκριση με τα φωτογραφημένα έμοιαζαν ξεφούσκωτα. Η δουλειά της απλή. Ρωτούσε «θα δοκιμάσετε την υπέροχα σοκολατένια πασχαλινή προσφορά μας;». Ύστερα έπαιρνε μία καφέ χαρτοπετσέτα και προσέφερε ένα μπισκότο, ενώ εξηγούσε ότι τα νέα μπισκότα της εταιρίας είχαν βελτιωμένη συνταγή με 30% περισσότερα κομμάτια απολαυστικής σοκολάτας. Και πως αν αγόραζαν 2 πακέτα θα απολάμβαναν μεγάλη έκπτωση. Τελείωνε πάντα με την ίδια ευθεία ερώτηση: «Σας αρέσεισ; Θέλετε την προσφορά;»
Σε λίγο σχόλαγε. Ήταν εξαντλημένη. Όχι από την ορθοστασία ή την επανάληψη. Η αντιμετώπιση των ανθρώπων την είχε πικράνει. Οι περισσότεροι δεν την έβλεπαν, δεν απαντούσαν καν όταν τους χαιρετούσε. Κάποιοι έκαναν ψέμματα, είχε καταλάβει, ότι μιλούσαν στο κινητό και όταν πλησίαζαν την κοιτούσαν με αυστηρό ύφος. Μερικοί της απάντησαν απότομα, ντράπηκε. Ένας γέρος, πρωί πρωί, της είπε «άσε με κοπέλα μου, όρεξη έχεις;». Της πήρε ώρα να βρει το θάρρος να μιλήσει ξανά σε κάποιον.
Όταν συνήλθε, είδε από μακριά μία παλιά της συνάδελφο, από τις καλές εποχές. Ήξερε ότι η παλιά τους εταιρία είχε κλείσει. Η γυναίκα ήταν απλήρωτη και άνεργη. Καθώς την πλησίαζε έσκυψε στο μεγάλο κουτί με τα πακέτα μπισκότα δίπλα της και άρχισε να τα τακτοποιεί. Ξανασηκώθηκε όταν ήταν σίγουρη πως η πρώην συνάδελφος είχε απομακρυνθεί. Λίγο μετά εμφανίστηκε μπροστά της και την κοίταξε καταπρόσωπο. Δεν έδειξε να την αναγνωρίζει – κρατούσε ένα καλάθι γεμάτο φτηνό κρασί.
Το μεσημέρι είχε 20 λεπτά διάλειμμα. Η υπεύθυνη την οδήγησε σε ένα χωρίς παράθυρα δωμάτιο δίπλα στις αποθήκες. Πλαστικά τραπέζια και καρέκλες φαγωμένες. Θα προτιμούσε να περάσει έξω τα 20 λεπτά, δεν ήταν όμως σίγουρη ότι επιτρέπεται. Δεν ήθελε να την βλέπουν περαστικοί με τη στολή. 10 λεπτά μετά ήλθαν στο δωμάτιο δύο μόνιμες υπάλληλοι. Δεν της είπαν κουβέντα, κάθησαν όσο πιο μακριά γινόταν και μιλούσαν χαμηλόφωνα για τις άσχημες βάρδιες τους. Ήλπιζε θα ήταν πιο φιλικές, θα αντάλλασαν δύο λόγια. Προσπάθησε να στείλει ένα sms στον αδελφό της. «Όλα καλά! Η κρυάδα πιο εύκολη από ότι περίμενα. Φάε. xxx» Το χωμένο δωμάτιο δεν είχε σήμα, το μήνυμα δεν έφυγε ποτέ. Γύρισε στο σταθμό εργασίας, όπως ήταν η ορολογία για τον χαρτονένιο πάγκο, πιο κουρασμένη.
«θέλετε να δοκιμάσετε την υπέροχα σοκολατένια πασχαλινή προσφορά μας;» Ο άντρας στον οποίο μιλούσε ήταν λίγο πάνω από την ηλικία της. Τον είδε από μακρυά και αισθάνθηκε να τον εμπιστεύεται. Ψηλός, εύσωμος, με γένια και σκούρα μάτια. Φορούσε σακάκι και ένα πράσινο πουκάμισο. Τίποτε καφέ. Την κοίταζε κανονικά, χωρίς ντροπή, αμηχανία, θυμό, επιθετικότητα ή αδιαφορία. Είπε «εεεε... εντάξει... ευχαριστώ πολύ» και της χαμογέλασε ακόμα πιο πλατειά.
Του έδωσε μπισκότο. Για πρώτη φορά σήμερα εννοούσε το χαμόγελό της. «Ορίστε! Αν σας αρέσει» είπε περιπαικτικά «έχουμε και προσφορά!». Εκείνος στάθηκε λίγο, έκανε ένα φιλικό νόημα, είπε άλλο ένα ευχαριστώ και απομακρύνθηκε. Κάρφωσε το βλέμμα επίμονα την πλάτη του. Ήθελε να του ζητήσει να μη φύγει, να του πει ότι έμοιαζε με τα αγόρια που έκανε παρέα μερικά χρόνια πριν, ότι σιχαινόταν την καφέ στολή και τον πάγκο, ότι όλη μέρα έτρεμε μην έρθει κάποιος γνωστός, ότι δεν θα κατάφερνε να πουλήσει τα πακέτα μπισκότα που ήταν ο ημερήσιος στόχος, ότι είχε βάλει μέσο να βρει αυτή τη δουλειά και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν πολύ τυχερή που τα είχε καταφέρει, πως ήθελε να φύγει, να μην πει τίποτε σε κανέναν και απλώς να προχωρήσει προς την πόρτα και να πάει στο σπίτι, χωρίς καν να περάσει από την εταιρία να πάρει τα ρούχα της, να βγάλει και να πετάξει στα σκουπίδια την μπλε κορδέλα μαζί με τα καφέ ρούχα...
Είδε τον άνδρα να έρχεται προς το μέρος της. «Ήταν πολύ ωραίο» είπε τρυφερά. «Μου δίνετε 3 πακέτα για τα ανήψια μου;». Τα μάτια της έλαμψαν. Ξεσκοτείνιασε το πρόσωπό της.
******
Όταν ήταν 5-6 χρονών είχε αρρωστήσει. Ποτέ δεν της είπαν τι είχε. Πέρασε 2 μήνες σε ένα θάλαμο του νοσοκομείου παίδων Πεντέλης. Θυμάται θολά τις ατέλειωτες βαρετές μέρες στο κρεβάτι, τους γονείς της που δεν τους είχε δει ποτέ έτσι ανήσυχους, τις βελόνες για τη μετάγγιση και τους ορούς, το πόσο είχε πεθυμήσει τους συμμαθητές της, τα εικονίσματα και τα φιαλίδια με αγιασμένο λάδι που είχε αραδιάσει η μαμά της στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι . Μία μέρα, Μεγάλη Βδομάδα, ξαφνικά όπως μπήκε, βγήκε από το νοσοκομείο. Ήταν απολύτως υγιής. Μετά τις διακοπές γύρισε στο σχολείο και σύντομα ήταν σαν αυτό το δίμηνο να μην είχε συμβεί ποτέ. Θυμόταν όμως μία λεπτομέρεια. Πώς η μητέρα της για να την παρηγορήσει για τις βελόνες της έλεγε «όταν πάμε σπίτι θα σε μάθω να πλάθεις μπισκότα με σοκολάτα». Η ιδέα την ενθουσίαζε. Κοιμόταν κατασχαρούμενη.
******
Το βράδυ της Ανάστασης στην εκκλησία δίπλα στο σπίτι της δεν άντεξε. Μέσα στο σαματά, τις κροτίδες, τα φιλιά και τις ευχές ξέσπασε και άρχισε να κλαίει. Ήταν δύο βδομάδες πια στη νέα δουλειά, είχε συνηθίσει και πήγαινε καλά! Δεν μπορούσε όμως να ξεχάσει εκείνη την πρώτη μέρα που φεύγοντας από το super market, μετά το τέλος της βάρδιας της, είδε αφημένα σε ένα ράφι κοντά στα ταμεία τα 3 πακέτα μπισκότα σοκολάτας που είχε πάρει ο άνδρας με το ευγενικό χαμόγελο.
Πασχαλινό διήγημα, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 6 Απριλίου 2012
Wednesday, September 19, 2012
Η ηρωική έξοδος ενός μικρού ήρωα
Τι κάνει τους ανθρώπους ήρωες; Τι τους εξοπλίζει με το θάρρος και την γενναιότητα να αψηφούν τις σφαίρες, τις εκρήξεις, τον κίνδυνο του θανάτου; Είναι άραγε ένα ψήγμα κάποιας ανώτερης φύσης που έχει διατηρηθεί εντός τους, απομεινάρι άλλων, πιο ηρωϊκών εποχών της ανθρωπότητας ή κάτι πιο ταπεινό; Μήπως, ακόμα χειρότερα, πρόκειται για το σύμπτωμα μίας βαθύτερης αρρώστιας, μιας... πετριάς;
Ο «Κίτρινος Στρατιώτης» του Ανδρέα Μήτσου έχει για ήρωα... έναν ήρωα. Με παράσημα και αδιαμφισβήτητη γενναιότητα. Αλλά και πειραγμένο. Αφελή. Νάρκισσο. Φαντασμένο. Ο πανέμορφος Γιάννος μας εκθέτει, σε πρώτο πρόσωπο, την ζωή, τις περιπέτειες και τον μεγάλο, μοναδικό έρωτα του, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία, καθώς και την επιστροφή του στην πατρίδα.
Είναι ένας παράξενος άντρας-παιδί, με προσωπικότητα που αιχμαλωτίζει με την ιδιαιτερότητά της. Από τις πρώτες σελίδες δηλώνει ότι μας διηγείται την ιστορία του για να κατανοήσει και να ερμηνεύσει όλη τη ζωή του. Θεωρεί ότι ένα γεγονός πραγματική ουσία παίρνει μόνο με την αφήγηση. «Τότε τα διακρίνεις τα γεγονότα, σαν τότε να γίνονται πραγματικά, όταν τα αφηγείσαι».
Στον Κίτρινο Στρατιώτη η αφήγηση απευθύνεται στην αρραβωνιαστικιά του πρωταγωνιστή, την Δήμητρα, εν είδη ημερολογίου. Ημερολόγιο που έφτασε στα χέρια κάποιου νοσοκόμου ψυχιατρικού ιδρύματος με τον οποίο ο αφηγητής, ο οποίος νοσηλευόταν σε αυτό μετά την πράξη απελπισίας του επί πενήντα χρόνια, είχε στενή σχέση. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρειεα: O αφηγητής και ο νοσοκόμος «ήταν σαν πατέρας με γιο» - και το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμείται από την φωτογραφία του πατέρα του συγγραφέα.
Το κύριο ψυχικό γνώρισμα του Γιάννου είναι η πεισματάρικη αφοσίωση σε παιδικούς τόπους και πρόσωπα και στην νοσταλγία για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Αυτά είναι που τον οδηγούν στον ηρωισμό και στην προδοσία της μόνης δύναμης που μπορεί να μας ενηλικιώσει, που θα μπορούσε να τον ενηλικιώσει - της αγάπης. Προδίδει τον εαυτό του αλλά και τον έρωτα της ζωής του εξαιτίας μίας παθολογικής αδυναμίας να «εισπράξει» την χαρά του τώρα, του σήμερα.
Όταν κανείς αφήνει τον τόπο του, ελπίζει στην επιστροφή σε αυτόν. «Που πάμε, αλήθεια; Πάντα σπίτι» αναφέρεται η φράση του Novalis στην προμετωπίδα του βιβλίου. Όταν ο πρωταγωνιστής ήρωας επιστρέψει μετά τον πόλεμο και τις περιπέτειές του στον πατρογονικό τόπο δεν θα βρει την ιδεατή πατρίδα, ούτε την αθωότητα που τόσο λαχταρά. Οι συγγενείς και το περιβάλλον του δεν είναι όπως τους ήξερε. Και δεν ανέχονται να επιστρέφει αυτός ήρωας, αλλά αμόλυντος και αθώος, όταν οι ίδιοι είναι τόσο λερωμένοι – και μάλιστα χωρίς να έχουν κανέναν ηρωισμό στο ενεργητικό τους! Τώρα, μετά από ένα τραγικό πόλεμο και έναν σκληρό εμφύλιο, δεν του συγχωρούν την αφελή βίωση. Πολύ περισσότερο που τον είχαν για πεθαμένο...
Έτσι επιχειρούν να τον εξοντώσουν. Και ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να εκδικηθεί. Θα ενταχθεί στην κοινωνία τους, ναι – με θυσία την αφέλειά του, ναι. Αλλά θα πληρώσουν. Και μεταμορφώνεται από ήρωα σε αδίστακτο τιμωρό. Σε τρομοκράτη. Στον Κίτρινο Στρατιώτη.
Το βιβλίο διακρίνεται για τον ρυθμό της αφήγησής του, την πλούσια πλοκή, τους ευδιάκριτους χαρακτήρες και την ιδιαίτερη προσωπικότητα του πρωταγωνιστή. Έχει έντονη δράση, επεξεργασμένη γλώσσα και εξαιρετικό ρυθμό αφήγησης. Η φρίκη του πολέμου αναπαρίσταται με μία λιτότητα που συγκινεί τον αναγνώστη ενώ ο εμφύλιος στην Ελλάδα φωτίζεται από μία διαφορετική, προσωπική οπτική, του ατόμου που δεν ενδιαφέρεται για ότι συντελείται γύρω του, διότι το νοιάζουν τα μικρά και προσωπικά, όχι τα μεγάλα.
Ο αθρωπιστικός στοχασμός, ο προβληματισμός για το αν τελικά η ομορφιά είναι σκοπός της ζωής μας που δικαιώνει την ύπαρξη και της δίνει μία ανώτατη προοπτική, και ο διαυγής, επεξεργασμένος λόγος είναι τα δυνατά σημεία ενός μυθιστορήματος που λειτουργεί για τον αναγνώστη σε πολλά επίπεδα. Ο Κίτρινος Στρατιώτης αποτελεί ένα καλά «μεταμφιεσμένο» δοκίμιο σχετικά με την ομορφιά, τον έρωτα, τον θάνατο και το χρόνο. Θίγει το μεγάλο και επίκαιρο θέμα της ένταξης κάθε «πειραγμένου» ατόμου στον κοινωνικό χώρο και την πραγματικότητα. Ο συγγραφέας προτείνει κάτι αιρετικό: Ότι η αφέλεια είναι η μεγαλύτερη των δυνάμεων – αλλά, και των ύβρεων. Και ίσως τελικά και αυτό να είναι ένας ορισμός του ηρωισμού... η πεισματική εμμονή σε μία αφέλεια που σε βάζει στον μεγαλύτερο κίνδυνο – να χάσεις τα πάντα πριν καν προλάβεις να τα αποκτήσεις.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 17 Μαίου 2012
Ο «Κίτρινος Στρατιώτης» του Ανδρέα Μήτσου έχει για ήρωα... έναν ήρωα. Με παράσημα και αδιαμφισβήτητη γενναιότητα. Αλλά και πειραγμένο. Αφελή. Νάρκισσο. Φαντασμένο. Ο πανέμορφος Γιάννος μας εκθέτει, σε πρώτο πρόσωπο, την ζωή, τις περιπέτειες και τον μεγάλο, μοναδικό έρωτα του, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και την Ιταλία, καθώς και την επιστροφή του στην πατρίδα.
Είναι ένας παράξενος άντρας-παιδί, με προσωπικότητα που αιχμαλωτίζει με την ιδιαιτερότητά της. Από τις πρώτες σελίδες δηλώνει ότι μας διηγείται την ιστορία του για να κατανοήσει και να ερμηνεύσει όλη τη ζωή του. Θεωρεί ότι ένα γεγονός πραγματική ουσία παίρνει μόνο με την αφήγηση. «Τότε τα διακρίνεις τα γεγονότα, σαν τότε να γίνονται πραγματικά, όταν τα αφηγείσαι».
Στον Κίτρινο Στρατιώτη η αφήγηση απευθύνεται στην αρραβωνιαστικιά του πρωταγωνιστή, την Δήμητρα, εν είδη ημερολογίου. Ημερολόγιο που έφτασε στα χέρια κάποιου νοσοκόμου ψυχιατρικού ιδρύματος με τον οποίο ο αφηγητής, ο οποίος νοσηλευόταν σε αυτό μετά την πράξη απελπισίας του επί πενήντα χρόνια, είχε στενή σχέση. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρειεα: O αφηγητής και ο νοσοκόμος «ήταν σαν πατέρας με γιο» - και το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμείται από την φωτογραφία του πατέρα του συγγραφέα.
Το κύριο ψυχικό γνώρισμα του Γιάννου είναι η πεισματάρικη αφοσίωση σε παιδικούς τόπους και πρόσωπα και στην νοσταλγία για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Αυτά είναι που τον οδηγούν στον ηρωισμό και στην προδοσία της μόνης δύναμης που μπορεί να μας ενηλικιώσει, που θα μπορούσε να τον ενηλικιώσει - της αγάπης. Προδίδει τον εαυτό του αλλά και τον έρωτα της ζωής του εξαιτίας μίας παθολογικής αδυναμίας να «εισπράξει» την χαρά του τώρα, του σήμερα.
Όταν κανείς αφήνει τον τόπο του, ελπίζει στην επιστροφή σε αυτόν. «Που πάμε, αλήθεια; Πάντα σπίτι» αναφέρεται η φράση του Novalis στην προμετωπίδα του βιβλίου. Όταν ο πρωταγωνιστής ήρωας επιστρέψει μετά τον πόλεμο και τις περιπέτειές του στον πατρογονικό τόπο δεν θα βρει την ιδεατή πατρίδα, ούτε την αθωότητα που τόσο λαχταρά. Οι συγγενείς και το περιβάλλον του δεν είναι όπως τους ήξερε. Και δεν ανέχονται να επιστρέφει αυτός ήρωας, αλλά αμόλυντος και αθώος, όταν οι ίδιοι είναι τόσο λερωμένοι – και μάλιστα χωρίς να έχουν κανέναν ηρωισμό στο ενεργητικό τους! Τώρα, μετά από ένα τραγικό πόλεμο και έναν σκληρό εμφύλιο, δεν του συγχωρούν την αφελή βίωση. Πολύ περισσότερο που τον είχαν για πεθαμένο...
Έτσι επιχειρούν να τον εξοντώσουν. Και ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να εκδικηθεί. Θα ενταχθεί στην κοινωνία τους, ναι – με θυσία την αφέλειά του, ναι. Αλλά θα πληρώσουν. Και μεταμορφώνεται από ήρωα σε αδίστακτο τιμωρό. Σε τρομοκράτη. Στον Κίτρινο Στρατιώτη.
Το βιβλίο διακρίνεται για τον ρυθμό της αφήγησής του, την πλούσια πλοκή, τους ευδιάκριτους χαρακτήρες και την ιδιαίτερη προσωπικότητα του πρωταγωνιστή. Έχει έντονη δράση, επεξεργασμένη γλώσσα και εξαιρετικό ρυθμό αφήγησης. Η φρίκη του πολέμου αναπαρίσταται με μία λιτότητα που συγκινεί τον αναγνώστη ενώ ο εμφύλιος στην Ελλάδα φωτίζεται από μία διαφορετική, προσωπική οπτική, του ατόμου που δεν ενδιαφέρεται για ότι συντελείται γύρω του, διότι το νοιάζουν τα μικρά και προσωπικά, όχι τα μεγάλα.
Ο αθρωπιστικός στοχασμός, ο προβληματισμός για το αν τελικά η ομορφιά είναι σκοπός της ζωής μας που δικαιώνει την ύπαρξη και της δίνει μία ανώτατη προοπτική, και ο διαυγής, επεξεργασμένος λόγος είναι τα δυνατά σημεία ενός μυθιστορήματος που λειτουργεί για τον αναγνώστη σε πολλά επίπεδα. Ο Κίτρινος Στρατιώτης αποτελεί ένα καλά «μεταμφιεσμένο» δοκίμιο σχετικά με την ομορφιά, τον έρωτα, τον θάνατο και το χρόνο. Θίγει το μεγάλο και επίκαιρο θέμα της ένταξης κάθε «πειραγμένου» ατόμου στον κοινωνικό χώρο και την πραγματικότητα. Ο συγγραφέας προτείνει κάτι αιρετικό: Ότι η αφέλεια είναι η μεγαλύτερη των δυνάμεων – αλλά, και των ύβρεων. Και ίσως τελικά και αυτό να είναι ένας ορισμός του ηρωισμού... η πεισματική εμμονή σε μία αφέλεια που σε βάζει στον μεγαλύτερο κίνδυνο – να χάσεις τα πάντα πριν καν προλάβεις να τα αποκτήσεις.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 17 Μαίου 2012
Μου πήρε όλη μου τη ζωή... για να σε βρω
ένας ύμνος στον έρωτα που καμμία φορά μπορεί να αργεί να ανθήσει, αλλά σε πείσμα των απαισιόδοξων, έρχεται. για όλους
ακόμα και για τους υπεραναλυτικούς
ακόμα και για τους κουλτουριάρηδες
ακόμα και για τους αυστηρούς
ακόμα και για τους φοβισμένους
ακόμα και για αυτούς που δεν διανοούνται να αφήσουν για λίγο τον έλεγχο και να χαλαρώσουν...
από το νέο album των Pet Shop Boys, Elysium (που αμφιβάλλω αν θα έλθει ποτέ στην Ελλάδα, ακούς EMI GREECE, απορώ τι θα κάναμε αν δεν υπήρχαν τα ήντερνετς και οι κάρτες να παραγγέλνουμε...) ένα ακόμα ωραίο τραγούδι, το Memory of The future
...Μοιάζεις να είσαι
μία τέλεια ανάμνηση
του μέλλοντος, που μου θυμίζει
πως πρέπει να είναι η ζωή....
Ξεκλειδώνεις το παρελθόν
τόσες πολλές σκηνές φανερώνονται με ταχύτητα
Επιτέλους, η σωστή κατάληξη...
ή, έστω, μία γλυκιά ψευδαίσθηση
ΥΓ - δόξα τω Θεώ, αυτό το τραγούδι, ναι, το αφιερώνω :-)
ακόμα και για τους υπεραναλυτικούς
ακόμα και για τους κουλτουριάρηδες
ακόμα και για τους αυστηρούς
ακόμα και για τους φοβισμένους
ακόμα και για αυτούς που δεν διανοούνται να αφήσουν για λίγο τον έλεγχο και να χαλαρώσουν...
από το νέο album των Pet Shop Boys, Elysium (που αμφιβάλλω αν θα έλθει ποτέ στην Ελλάδα, ακούς EMI GREECE, απορώ τι θα κάναμε αν δεν υπήρχαν τα ήντερνετς και οι κάρτες να παραγγέλνουμε...) ένα ακόμα ωραίο τραγούδι, το Memory of The future
...Μοιάζεις να είσαι
μία τέλεια ανάμνηση
του μέλλοντος, που μου θυμίζει
πως πρέπει να είναι η ζωή....
Ξεκλειδώνεις το παρελθόν
τόσες πολλές σκηνές φανερώνονται με ταχύτητα
Επιτέλους, η σωστή κατάληξη...
ή, έστω, μία γλυκιά ψευδαίσθηση
ΥΓ - δόξα τω Θεώ, αυτό το τραγούδι, ναι, το αφιερώνω :-)
Monday, September 17, 2012
Καθόλου guilty pleasure
Ωραία που είναι η ζωή αν ξέρεις να την απολαμβάνεις. Και πόσες χαρές κρύβει όταν συμφιλιωθείς με την πραγματικότητα.
Πάρε παράδειγμα εμένα. 69 χρονών γέρος, στο τέλος της ζωής του, της καταπιεσμένης, άχαρης, ανέραστης ζωής του, να ζω στιγμές ηδονής που κάποτε θα έμοιαζαν αδιανόητες! Στιγμές που δεν τολμούσα να ονειρευτώ παρά μόνο στις πιο μοναχικές στιγμές μου, όταν κρυμμένος σε απομακρυσμένες παραλίες και σε ερημικά δάση, τον έπαιζα, υποταγμένος σε έναν πόθο και μια επιθυμία που δεν είχαν άλλη διέξοδο.
Γεννήθηκα σε μία μικρή συντηρητική πόλη σε εποχές σκληρές, αυστηρές. Από μικρός μου άρεσαν τα αγόρια, αλλά ούτε λόγος να το παραδεχτώ ακόμα και στον εαυτό μου. Το μόνο που μου επέτρεπα ήταν καμία μαλακία, αγχωμένη, με αφορμή έναν θείο που είχα δει χωρίς φανέλα, ή ένα απλωμένο αντρικό σώβρακο στην μπουγάδα που στέγνωνε στα μπαλκόνια των γειτόνων. Και αυτή όμως η μαλακία ήταν σπάνια, πολύ σπάνια. Τα πράγματα ήταν για όλους προκαθορισμένα και πνιγηρά, ακόμα και μέσα στα πιο κρυφά δωμάτια του μυαλού μας.
Παντρεύτηκα μία συμμαθήτρια μερικά χρόνια πιο μικρή. Στην αρχή μου ήταν απλά αδιάφορη, μετά την αγάπησα. Ταιριάζαμε σε πολλά. Όμως, τα σώματά μας ποτέ δεν συνομίλησαν. Βέβαια, τότε ακόμα, αυτά τα πράγματα δεν μπορούσες να τα πάρεις χαμπάρι, αργότερα αρχίσαμε να ακούμε για "δικαιώματα στην επιθυμία" για "πραγματικά θέλω κάθε ανθρώπου"... Νομίζαμε, όλοι, πως είναι το φυσιολογικό, η νόρμα, να αγαπάς και να αγαπιέσαι έτσι χλιαρά, πως άλλη εκδοχή, καλύτερη δεν υπάρχει, δεν γίνεται. (Τι κρίμα, σκέφτομαι, που η αγαπημένη μου γυναίκα πέθανε μάλλον χωρίς να ανακαλύψει αυτό που εγώ τώρα κάπως χαίρομαι - εύχομαι να πρόλαβε, να μην δείλιασε και να είχε μία μυστική ζωή έρωτα και πάθους, κρυφά από μένα, μακρυά από το κρεβάτι μας).
Κάναμε 3 παιδιά και δόξα τω Θεώ ζήσαμε καλά. Ύστερα, αρρώστησε. Πέθανε, έμεινα μόνος. Ο γιος μου δουλεύει στο εξωτερικό (υποπτεύομαι πως έμεινε μετά το πανεπιστήμιο για να κάνει την ζωή του όπως την θέλει. Με φοβάται, νομίζω, που να ήξερε...). Οι δύο κόρες παντρεμένες, η μία στην Θεσσαλονίκη, η άλλη εδώ στην Αθήνα. Αυτή με παρέσυρε και ήρθα. Μου βρήκε και ένα ωραίο σπιτάκι, στην ίδια γειτονιά με το δικό της για να με φροντίζει και να με έχει από κοντά. Ευτυχώς δεν μου χρειάζεται η περιποίησή της. Μιλούμε καθημερινά στο τηλέφωνο και αυτό είναι όλο.
Ελευθερία. Ελευθερία. Περνώ τις μέρες μου διαβάζοντας, με μουσική, βόλτες. Τηλεόραση δεν βλέπω, δεν έχω, μου θυμίζει τα νεκρά απογεύματα που περνούσα μπροστά της όταν ήμουν οικογενειάρχης.
Όσο για τα απογεύματα... ...ναι, τα απογεύματα πηγαίνω στο γυμναστήριο. Δεν χάνω ούτε μία μέρα. Το ομολογώ, ελάχιστα γυμνάζομαι. Ούτε την αντοχή αλλά ούτε και την διάθεση έχω... άλλο είναι το κίνητρό μου. Οι νέοι άντρες γύρω μου, τα νιάτα τους.
Γδύνονται και αλλάζουν, περιφέρονται γύρω μου γυμνοί στα αποδυτήρια, τριγυρνάνε με τα εσώρουχα και προς μεγάλη μου χαρά, συχνά και χωρίς... Και εγώ κάπου εκεί γύρω να απολαμβάνω την γύμνια τους.
Πλένουν τα δόντια με μία πετσέτα μόνο στην μέση. Ιδρωκοπάνε στην σάουνα και εγώ διακριτικά, προσεκτικά, παρατηρώ τις σταγόνες νερού και ιδρώτα να κυλάνε στην κοιλιά, στα μπούτια τους. Στην πισίνα κολυμπάνε κοντά μου...
Ξέρω δεν θα κερδίσω το χαμένο χρόνο. Αλλά στην ηλικία μου, το λίγο είναι πολύ. Μου αρκεί.
Σήμερα είναι μέρα με καταπληκτικά ποστ περί guilty pleasures από εκλεκτή παρέα bloggers. Το πειραματικό post που μόλις διάβασες είναι η δική μου συμμετοχή (μην αναρωτηθείς αν είναι αυτοβιογραφικό...). Να οι υπόλοιποι με τις συμμετοχές τους, όχι με σειρά αξιολόγησης :-)
Ελιές Καλαμών Lux
Silent Crossing
Τσαλαπετεινός
Βιβλιοθηκάριος
Slackerblud
Kospanti
Το ιστολόγιο του ερυθρού καγκουρό
Τα Χαμένα Επεισόδια
Πάρε παράδειγμα εμένα. 69 χρονών γέρος, στο τέλος της ζωής του, της καταπιεσμένης, άχαρης, ανέραστης ζωής του, να ζω στιγμές ηδονής που κάποτε θα έμοιαζαν αδιανόητες! Στιγμές που δεν τολμούσα να ονειρευτώ παρά μόνο στις πιο μοναχικές στιγμές μου, όταν κρυμμένος σε απομακρυσμένες παραλίες και σε ερημικά δάση, τον έπαιζα, υποταγμένος σε έναν πόθο και μια επιθυμία που δεν είχαν άλλη διέξοδο.
Γεννήθηκα σε μία μικρή συντηρητική πόλη σε εποχές σκληρές, αυστηρές. Από μικρός μου άρεσαν τα αγόρια, αλλά ούτε λόγος να το παραδεχτώ ακόμα και στον εαυτό μου. Το μόνο που μου επέτρεπα ήταν καμία μαλακία, αγχωμένη, με αφορμή έναν θείο που είχα δει χωρίς φανέλα, ή ένα απλωμένο αντρικό σώβρακο στην μπουγάδα που στέγνωνε στα μπαλκόνια των γειτόνων. Και αυτή όμως η μαλακία ήταν σπάνια, πολύ σπάνια. Τα πράγματα ήταν για όλους προκαθορισμένα και πνιγηρά, ακόμα και μέσα στα πιο κρυφά δωμάτια του μυαλού μας.
Παντρεύτηκα μία συμμαθήτρια μερικά χρόνια πιο μικρή. Στην αρχή μου ήταν απλά αδιάφορη, μετά την αγάπησα. Ταιριάζαμε σε πολλά. Όμως, τα σώματά μας ποτέ δεν συνομίλησαν. Βέβαια, τότε ακόμα, αυτά τα πράγματα δεν μπορούσες να τα πάρεις χαμπάρι, αργότερα αρχίσαμε να ακούμε για "δικαιώματα στην επιθυμία" για "πραγματικά θέλω κάθε ανθρώπου"... Νομίζαμε, όλοι, πως είναι το φυσιολογικό, η νόρμα, να αγαπάς και να αγαπιέσαι έτσι χλιαρά, πως άλλη εκδοχή, καλύτερη δεν υπάρχει, δεν γίνεται. (Τι κρίμα, σκέφτομαι, που η αγαπημένη μου γυναίκα πέθανε μάλλον χωρίς να ανακαλύψει αυτό που εγώ τώρα κάπως χαίρομαι - εύχομαι να πρόλαβε, να μην δείλιασε και να είχε μία μυστική ζωή έρωτα και πάθους, κρυφά από μένα, μακρυά από το κρεβάτι μας).
Κάναμε 3 παιδιά και δόξα τω Θεώ ζήσαμε καλά. Ύστερα, αρρώστησε. Πέθανε, έμεινα μόνος. Ο γιος μου δουλεύει στο εξωτερικό (υποπτεύομαι πως έμεινε μετά το πανεπιστήμιο για να κάνει την ζωή του όπως την θέλει. Με φοβάται, νομίζω, που να ήξερε...). Οι δύο κόρες παντρεμένες, η μία στην Θεσσαλονίκη, η άλλη εδώ στην Αθήνα. Αυτή με παρέσυρε και ήρθα. Μου βρήκε και ένα ωραίο σπιτάκι, στην ίδια γειτονιά με το δικό της για να με φροντίζει και να με έχει από κοντά. Ευτυχώς δεν μου χρειάζεται η περιποίησή της. Μιλούμε καθημερινά στο τηλέφωνο και αυτό είναι όλο.
Ελευθερία. Ελευθερία. Περνώ τις μέρες μου διαβάζοντας, με μουσική, βόλτες. Τηλεόραση δεν βλέπω, δεν έχω, μου θυμίζει τα νεκρά απογεύματα που περνούσα μπροστά της όταν ήμουν οικογενειάρχης.
Όσο για τα απογεύματα... ...ναι, τα απογεύματα πηγαίνω στο γυμναστήριο. Δεν χάνω ούτε μία μέρα. Το ομολογώ, ελάχιστα γυμνάζομαι. Ούτε την αντοχή αλλά ούτε και την διάθεση έχω... άλλο είναι το κίνητρό μου. Οι νέοι άντρες γύρω μου, τα νιάτα τους.
Γδύνονται και αλλάζουν, περιφέρονται γύρω μου γυμνοί στα αποδυτήρια, τριγυρνάνε με τα εσώρουχα και προς μεγάλη μου χαρά, συχνά και χωρίς... Και εγώ κάπου εκεί γύρω να απολαμβάνω την γύμνια τους.
Πλένουν τα δόντια με μία πετσέτα μόνο στην μέση. Ιδρωκοπάνε στην σάουνα και εγώ διακριτικά, προσεκτικά, παρατηρώ τις σταγόνες νερού και ιδρώτα να κυλάνε στην κοιλιά, στα μπούτια τους. Στην πισίνα κολυμπάνε κοντά μου...
Ξέρω δεν θα κερδίσω το χαμένο χρόνο. Αλλά στην ηλικία μου, το λίγο είναι πολύ. Μου αρκεί.
Σήμερα είναι μέρα με καταπληκτικά ποστ περί guilty pleasures από εκλεκτή παρέα bloggers. Το πειραματικό post που μόλις διάβασες είναι η δική μου συμμετοχή (μην αναρωτηθείς αν είναι αυτοβιογραφικό...). Να οι υπόλοιποι με τις συμμετοχές τους, όχι με σειρά αξιολόγησης :-)
Ελιές Καλαμών Lux
Silent Crossing
Τσαλαπετεινός
Βιβλιοθηκάριος
Slackerblud
Kospanti
Το ιστολόγιο του ερυθρού καγκουρό
Τα Χαμένα Επεισόδια
Saturday, September 15, 2012
Τρελός από αγάπη
Άφησα την άσφαλτο και μπήκα στο χωματόδρομο που οδηγούσε στο χαμηλό σπίτι. Πριν κάνω δυο βήματα, τα παιδιά πίσω μου με σταμάτησαν.
«Μην πάμε εκεί, μένει ένας τρελός, δεν είναι καθόλου στα καλά του!»
Το μικρό παλιό οίκημα μπροστά μου έστεκε απομονωμένο στην άκρη ενός λασπωμένου χωραφιού που είχε χρόνια να καλλιεργηθεί. Ολα τα σπίτια στην περιοχή ήταν απομακρυσμένα το ένα απ’ το άλλο - με έναν ανεξήγητο τρόπο, αυτό έμοιαζε να είναι ακόμα πιο μακριά από τα υπόλοιπα, πιο βαθιά αποκομμένο.
Το σπίτι βρισκόταν στην παρακμή του, κάποτε όμως, το έβλεπες, ήταν πολύ περιποιημένο. Τώρα το ξύλο της πέργκολας που σκέπαζε τη μισή αυλή είχε σκάσει σε πολλά σημεία, οι γλάστρες ήταν όλες σπασμένες, τα παρτέρια δεν είχαν φυτά, στη στέγη έχασκαν τρύπες - σαν πεσμένα δόντια - απ’ τα χαμένα κεραμίδια. Αλλά ομολογώ ότι ίσως να κάνω λάθος και η παρακμή που θυμάμαι να είναι μόνο παιχνίδι της μνήμης.
Ημουν τότε γύρω στα δέκα. Είχα έρθει να περάσω τα Χριστούγεννα στο σπίτι της γιαγιάς στο Βόλο. Ως μη συχνός επισκέπτης, δεν είχα φιλίες με τα παιδιά της γειτονιάς. Είχα καταφέρει όμως να γίνω μέλος της παρέας που θα έβγαινε για τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων. Ημασταν πέντε έξι αγόρια ίδιας ηλικίας και καταλαβαίναμε ότι βρισκόμασταν πια στο όριο που είναι επιτρεπτό για ένα αγόρι να λέει κάλαντα. Μόνο οι Τσιγγάνοι και τα ζητιανάκια έβγαιναν στους δρόμους πάνω από τα δέκα, άντε το πολύ δώδεκα χρόνια τους. Ηταν η τελευταία μας ευκαιρία να μαζέψουμε χρήματα - πριν η εφηβεία μάς κάνει για τα καλά ντροπαλούς.
Η γιαγιά μου ζούσε στην άκρη της πόλης, σε μια λαϊκή συνοικία, απέναντι απ’ το εργοστάσιο της Πειραϊκής Πατραϊκής - τότε ήταν ήδη κλειστό. Πίσω από τη σειρά των χαμηλών σπιτιών που ήταν και το δικό της, απλωνόταν μια μεγάλη καμπίσια έκταση με χωράφια, ανεκμετάλλευτα τα περισσότερα, με περιβόλια, λίγα θερμοκήπια και κάμποσα σπίτια. Είχαμε σκεφτεί, η παρέα των αγοριών, να περάσουμε απ’ αυτά να πούμε τα κάλαντα, παρά να πάμε προς το κέντρο της πόλης, όπου θα είχαμε ανταγωνισμό από άλλα παιδιά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων συναντηθήκαμε νωρίς το πρωί, δεν ήταν καν ακόμα οχτώ η ώρα. Εκανε πολύ κρύο, αλλά η μέρα ήταν γιορταστική. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και ο λαμπρός ήλιος σκότωνε κάθε υπόνοια νύστας ή ντροπής μέσα μας. Ξεκινήσαμε απ’ τα κοντινά γειτονικά σπίτια και ύστερα βγήκαμε στο στενό, δυτικό δρόμο που διέσχιζε τον κάμπο. Δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν τα σπίτια στα οποία θα χτυπούσαμε την πόρτα. Προχωρούσαμε γρήγορα, αστειευόμασταν, πολυλογάδες και γεμάτοι όρεξη.
Αισθανόμουν όμορφα. Μου άρεσε να πηγαίνω στη γιαγιά μου, άμαθος όπως ήμουν στην ανθρώπινη παρουσία. Και χαιρόμουν πολύ που ανήκα σε μία παρέα, τι ωραίο διάλειμμα στη μοναξιά της παιδικής μου ηλικίας! Τα άλλα αγόρια, βέβαια, μου μιλούσαν με προσοχή, με ζήλια και λιγότερο άνετα απ’ ό,τι μεταξύ τους, ήμουν ένας ξένος και μάλιστα από τη μακρινή Αθήνα! Δεν με πείραζε όμως, απολάμβανα την ωραία περίσταση, ακόμα δεν είχα αρχίσει να υποψιάζομαι ότι τίποτε δεν είναι μόνιμο στη ζωή και πως καθετί που απολαμβάνεις έρχεται η στιγμή που το χάνεις. Οπως θα έχανα και την ωραία χριστουγεννιάτικη παρέα μου.
Οταν φτάσαμε εκεί που έμενε ο τρελός, είχαμε χτυπήσει πολλές πόρτες. Οπως ελπίζαμε, οι νοικοκυραίοι μάς υποδέχονταν με μεγάλη χαρά. Μακριά σχετικά απ’ την πόλη, δεν είχαν συνηθίσει να τους έρχονται παιδιά για κάλαντα και μας αντάμειβαν γενναιόδωρα! Κάποιες γυναίκες, εκτός από χρήματα, μας έδιναν μπισκότα, γάλα σοκολατούχο, καραμέλες βουτύρου, ξηρούς καρπούς, γλυκά. Ημασταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι. Ήταν μία όμορφη μέρα.
Φτάσαμε στο σπίτι του τρελού γύρω στις έντεκα. Ανυποψίαστος για την ιστορία του, μπήκα στο χωματόδρομο που οδηγούσε στην αυλόπορτά του. Ο Βαγγέλης, ένα απ’ τα παιδιά, είπε μισογελώντας:
«Μην πας εκεί, μένει ένας τρελός... Ούτε που θα μας ανοίξει!»
Οι άλλοι μου εξήγησαν. Αυτόν που έμενε εκεί τον είχε μαθητή στο σχολείο μια θεία του Γιώργου, του πιο μεγάλου απ’ την ομάδα μας. Ο τρελός τότε ήταν στα καλά του, «φυσιολογικός». Καλός μαθητής, έπαιρνε όλο Α, κι όταν τελείωσε το σχολείο, πέρασε γιατρός με την πρώτη. Στη Θεσσαλονίκη, στο πανεπιστήμιο, γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε πολύ. Εκείνη όμως, αφού τον έπαιξε λίγο, δεν τον ήθελε. Τρελάθηκε. Γύρισε πίσω, παράτησε σπουδές και από τότε δεν βγαίνει καθόλου έξω, δεν πλένεται, δεν ξυρίζεται. Δεν τρώει. Εχασε το μυαλό του. Τα βράδια φωνάζει, κλαίει, αγριεύει - γι’ αυτό οι γονείς του τον έστειλαν εδώ, σε αυτό το απομακρυσμένο σπίτι να μένει. Είχαν τραβήγματα με τις φασαρίες που έκανε στην πολυκατοικία στο Βόλο. Πότε πότε πήγαιναν και τον έβλεπαν.
Στεναχωρήθηκα. Ενιωσα όμως και μεγάλη περιέργεια. Το έβαλα πείσμα να πείσω τα υπόλοιπα παιδιά να του χτυπήσουμε την πόρτα. Ηθελα να τον δω τον αξύριστο, βρόμικο, απομονωμένο ανισόρροπο. Δεν είχα ξαναδεί! Γέλαγαν οι άλλοι στην αρχή: «Οχι ρε, εγώ δεν πάω, φοβάμαι, να πας μόνος σου».
Εγώ εκεί, επίμονος και πεισματάρης. Αρχισαν να εκνευρίζονται. Τελικά, δεν θυμάμαι πώς, κατάφερα να τους πείσω. Αραγε είπα αυτά που θα έλεγα τώρα, τόσα χρόνια μετά, ότι δηλαδή θα του έκανε καλό ν’ ακούσει τα κάλαντα, να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος; Ή μήπως έπαιξα το χαρτί της περιέργειας που όλα τα αγόρια έχουν; Ή τους έπεισα λέγοντας πως η τόλμη μας θα μας απέφερε κέρδος, αφού ένας τρελός δύσκολα θα έβρισκε έξυπνο τρόπο να αποφύγει να μας δώσει χρήματα;
Φτάσαμε στην αυλόπορτα. Πήγαινα μπροστά, ως υποκινητής. Εσπρωξα την πόρτα να ανοίξει, κι αυτή, σχεδόν με το άγγιγμά μου, έπεσε κάτω. Τρομάξαμε. Τη σηκώσαμε και είδαμε ότι αντί για μεντεσέδες ήταν στερεωμένη πρόχειρα με σύρμα. Την πιάσαμε δύο από μας, την ξαναστηρίξαμε όπως όπως και προχωρήσαμε προς την εξώπορτα του σπιτιού. Εγώ πάντα μπροστά, λιγότερο θαρραλέος τώρα, με τους άλλους τρία τέσσερα βήματα πίσω. Πάτησα το κουδούνι. Για μερικά λεπτά δεν υπήρξε απάντηση. Ξαναπάτησα, πιο επίμονα, χτύπησα και την πόρτα με το χέρι μου. Μετά από πέντε δευτερόλεπτα...
«Ναι, ποιος είναι;»
Η φωνή πίσω από την πόρτα ήταν τρομαγμένη, ασταθής, απειλημένη.
«Να τα πούμε;» φώναξα τάχα μου χαρούμενος.
Οταν ο τρελός άνοιξε, απ’ το σπίτι βγήκε χείμαρρος μια αποπνικτική μυρωδιά. Απλυσιά, σάπιος αέρας, χαλασμένα φαγητά, πολυκαιρισμένα σκουπίδια. Φορούσε ένα παλιό μπουφάν πενταβρόμικο κι ένα κόκκινο παντελόνι φόρμας, σκισμένο σε δύο τρία σημεία. Τα γένια του, τα μαλλιά του, ένα βρομερό κουβάρι. Η ανάσα του μύριζε μέχρι εκεί που στεκόμουν. Μας κοιτούσε με την ίδια μεγάλη περιέργεια που τον κοιτούσαμε κι εμείς, ενώ τα μάτια του είχαν γλύκα, πολύ θλίψη, αλλά και γλύκα. Εμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένος. Οι ματιές μας έμειναν ακίνητες ώρα. Το βλέμμα του μου άφησε μια ελάχιστη εντύπωση από έναν κόσμο που μόνο ψυχανεμίστηκα ότι υπάρχει, δεν μπόρεσα να διακρίνω καμία λεπτομέρειά του συγκεκριμένη, αλλά τον αισθάνθηκα δυνατά μέσα μου αμέσως... Εναν άλλο κόσμο, όπου οι τρελοί μπορεί και να μην είναι τρελοί, ο χρόνος δεν είναι χρόνος σταθερός, τα φθαρμένα σπίτια, οι φωνές, η βρομιά, τα λεκιασμένα ρούχα και τ’ αξύριστα πρόσωπα ίσως και να μην ενοχλούν κανέναν.
Ξαφνικά, σαν να κατάλαβε την επίδραση που είχε πάνω μου, χαμήλωσε ντροπιασμένος τα μάτια. Εβαλε το αριστερό χέρι πάνω στο κεφάλι και άρχισε να τρίβει την παλάμη με κυκλικές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Υστερα από ένα λεπτό, κάνοντας την ίδια σπαστική κίνηση στο κεφάλι, μίλησε...
«Συγγνώμη, συγγνώμη», είπε. Είχε δάκρυα στα μάτια. «Συγγνώμη. Δεν έχω τίποτε να σας δώσω. Μην πείτε. Όχι».
Τρομαγμένος πια για τα καλά, άρχισα να τραγουδάω με σπασμένη φωνή. Είπα τις δυο πρώτες στροφές απ’ τα κάλαντα, περισσότερο απ’ όσο έλεγα στα άλλα σπίτια, έκλεισα με ένα νευρικό, βιαστικό «και του χρόνου» και γύρισα την πλάτη για να απαλλαγώ. Οι υπόλοιποι με είχαν αφήσει και είχαν φύγει, τους έβλεπα στο βάθος να πηγαίνουν όλοι μαζί προς την πόλη. Δεν θα πηγαίναμε σε άλλα σπίτια; Τι έγινε; Τι έπαθαν; Μέχρι να φύγω απ’ τη γιαγιά μου μερικές μέρες μετά με έκαναν πέρα από την παρέα. Καθώς έβγαινα απ’ το σπίτι του τρελού, τον άκουγα πίσω μου να κλαίει δυνατά σαν μικρότερο και από μας παιδί.
***
Ο παππούς και η γιαγιά μου ήταν παντρεμένοι για πάνω από πενήντα χρόνια. Πολλά απ’ αυτά δεν ήταν ρόδινα. Καυγάδες, απειλές για χωρισμό, καμιά φορά τα πράγματα γίνονταν και λίγο βίαια. Οι υπόλοιποι στην οικογένεια πιστεύαμε πως δεν αγαπιόνταν, ότι ήταν μαζί από υποχρέωση, επειδή έτσι ήταν τότε τα πράγματα, οι άνθρωποι αυτής της γενιάς δεν ήξεραν διαζύγια. Υστερα, η γιαγιά μου αρρώστησε. Γεροντική άνοια. Ραγδαία επιδείνωση. Τα τελευταία χρόνια της δεν θυμόταν εμάς, τα εγγόνια της, τα παιδιά της, έφτασε να μην αναγνωρίζει καν τον άντρα της. Ηταν ανίκανη να φροντίσει τον εαυτό της. Ο παππούς μου, ο βαρύς, άγριος άντρας, που έπινε και έκανε φασαρίες, την περιποιόταν με την τρυφερότητα γονιού και την ικανότητα νοσοκόμας. Την τάιζε, την έκανε μπάνιο, την καθάριζε όταν, σαν μωρό, λερωνόταν. Τα βράδια κοιμόταν δίπλα της. Εκείνη συχνά ξύπναγε φωνάζοντας, τον χτυπούσε, δεν καταλάβαινε ποιος είναι. Ο παππούς εκεί, αυτοθυσία, αγάπη βιωμένη, πρακτική, ουσιαστική. Κι όλα αυτά, για χρόνια. Χωρίς να παραπονεθεί ούτε μία φορά. Και όταν επιτέλους η γιαγιά ησύχασε, δεν έκλαψε. Είχε γίνει σκληρός για να αντεπεξέλθει. Εκανε μεγάλη φασαρία όμως όταν κάποιος του είπε:
«Καιρός ήταν να ησυχάσει και αυτή».
Πίσω απ’ τη σειρά των χαμηλών σπιτιών που ήταν και το δικό του, άρχιζε μία μεγάλη καμπίσια έκταση. Εκεί υπήρχε ένα σπίτι που ζούσε ένας τρελός από αγάπη.
Χριστουγεννιάτικο διήγημα, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 22 Δεκεμβρίου 2011
«Μην πάμε εκεί, μένει ένας τρελός, δεν είναι καθόλου στα καλά του!»
Το μικρό παλιό οίκημα μπροστά μου έστεκε απομονωμένο στην άκρη ενός λασπωμένου χωραφιού που είχε χρόνια να καλλιεργηθεί. Ολα τα σπίτια στην περιοχή ήταν απομακρυσμένα το ένα απ’ το άλλο - με έναν ανεξήγητο τρόπο, αυτό έμοιαζε να είναι ακόμα πιο μακριά από τα υπόλοιπα, πιο βαθιά αποκομμένο.
Το σπίτι βρισκόταν στην παρακμή του, κάποτε όμως, το έβλεπες, ήταν πολύ περιποιημένο. Τώρα το ξύλο της πέργκολας που σκέπαζε τη μισή αυλή είχε σκάσει σε πολλά σημεία, οι γλάστρες ήταν όλες σπασμένες, τα παρτέρια δεν είχαν φυτά, στη στέγη έχασκαν τρύπες - σαν πεσμένα δόντια - απ’ τα χαμένα κεραμίδια. Αλλά ομολογώ ότι ίσως να κάνω λάθος και η παρακμή που θυμάμαι να είναι μόνο παιχνίδι της μνήμης.
Ημουν τότε γύρω στα δέκα. Είχα έρθει να περάσω τα Χριστούγεννα στο σπίτι της γιαγιάς στο Βόλο. Ως μη συχνός επισκέπτης, δεν είχα φιλίες με τα παιδιά της γειτονιάς. Είχα καταφέρει όμως να γίνω μέλος της παρέας που θα έβγαινε για τα κάλαντα την παραμονή των Χριστουγέννων. Ημασταν πέντε έξι αγόρια ίδιας ηλικίας και καταλαβαίναμε ότι βρισκόμασταν πια στο όριο που είναι επιτρεπτό για ένα αγόρι να λέει κάλαντα. Μόνο οι Τσιγγάνοι και τα ζητιανάκια έβγαιναν στους δρόμους πάνω από τα δέκα, άντε το πολύ δώδεκα χρόνια τους. Ηταν η τελευταία μας ευκαιρία να μαζέψουμε χρήματα - πριν η εφηβεία μάς κάνει για τα καλά ντροπαλούς.
Η γιαγιά μου ζούσε στην άκρη της πόλης, σε μια λαϊκή συνοικία, απέναντι απ’ το εργοστάσιο της Πειραϊκής Πατραϊκής - τότε ήταν ήδη κλειστό. Πίσω από τη σειρά των χαμηλών σπιτιών που ήταν και το δικό της, απλωνόταν μια μεγάλη καμπίσια έκταση με χωράφια, ανεκμετάλλευτα τα περισσότερα, με περιβόλια, λίγα θερμοκήπια και κάμποσα σπίτια. Είχαμε σκεφτεί, η παρέα των αγοριών, να περάσουμε απ’ αυτά να πούμε τα κάλαντα, παρά να πάμε προς το κέντρο της πόλης, όπου θα είχαμε ανταγωνισμό από άλλα παιδιά.
Την παραμονή των Χριστουγέννων συναντηθήκαμε νωρίς το πρωί, δεν ήταν καν ακόμα οχτώ η ώρα. Εκανε πολύ κρύο, αλλά η μέρα ήταν γιορταστική. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και ο λαμπρός ήλιος σκότωνε κάθε υπόνοια νύστας ή ντροπής μέσα μας. Ξεκινήσαμε απ’ τα κοντινά γειτονικά σπίτια και ύστερα βγήκαμε στο στενό, δυτικό δρόμο που διέσχιζε τον κάμπο. Δεξιά και αριστερά του βρίσκονταν τα σπίτια στα οποία θα χτυπούσαμε την πόρτα. Προχωρούσαμε γρήγορα, αστειευόμασταν, πολυλογάδες και γεμάτοι όρεξη.
Αισθανόμουν όμορφα. Μου άρεσε να πηγαίνω στη γιαγιά μου, άμαθος όπως ήμουν στην ανθρώπινη παρουσία. Και χαιρόμουν πολύ που ανήκα σε μία παρέα, τι ωραίο διάλειμμα στη μοναξιά της παιδικής μου ηλικίας! Τα άλλα αγόρια, βέβαια, μου μιλούσαν με προσοχή, με ζήλια και λιγότερο άνετα απ’ ό,τι μεταξύ τους, ήμουν ένας ξένος και μάλιστα από τη μακρινή Αθήνα! Δεν με πείραζε όμως, απολάμβανα την ωραία περίσταση, ακόμα δεν είχα αρχίσει να υποψιάζομαι ότι τίποτε δεν είναι μόνιμο στη ζωή και πως καθετί που απολαμβάνεις έρχεται η στιγμή που το χάνεις. Οπως θα έχανα και την ωραία χριστουγεννιάτικη παρέα μου.
Οταν φτάσαμε εκεί που έμενε ο τρελός, είχαμε χτυπήσει πολλές πόρτες. Οπως ελπίζαμε, οι νοικοκυραίοι μάς υποδέχονταν με μεγάλη χαρά. Μακριά σχετικά απ’ την πόλη, δεν είχαν συνηθίσει να τους έρχονται παιδιά για κάλαντα και μας αντάμειβαν γενναιόδωρα! Κάποιες γυναίκες, εκτός από χρήματα, μας έδιναν μπισκότα, γάλα σοκολατούχο, καραμέλες βουτύρου, ξηρούς καρπούς, γλυκά. Ημασταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι. Ήταν μία όμορφη μέρα.
Φτάσαμε στο σπίτι του τρελού γύρω στις έντεκα. Ανυποψίαστος για την ιστορία του, μπήκα στο χωματόδρομο που οδηγούσε στην αυλόπορτά του. Ο Βαγγέλης, ένα απ’ τα παιδιά, είπε μισογελώντας:
«Μην πας εκεί, μένει ένας τρελός... Ούτε που θα μας ανοίξει!»
Οι άλλοι μου εξήγησαν. Αυτόν που έμενε εκεί τον είχε μαθητή στο σχολείο μια θεία του Γιώργου, του πιο μεγάλου απ’ την ομάδα μας. Ο τρελός τότε ήταν στα καλά του, «φυσιολογικός». Καλός μαθητής, έπαιρνε όλο Α, κι όταν τελείωσε το σχολείο, πέρασε γιατρός με την πρώτη. Στη Θεσσαλονίκη, στο πανεπιστήμιο, γνώρισε μια κοπέλα και την ερωτεύτηκε πολύ. Εκείνη όμως, αφού τον έπαιξε λίγο, δεν τον ήθελε. Τρελάθηκε. Γύρισε πίσω, παράτησε σπουδές και από τότε δεν βγαίνει καθόλου έξω, δεν πλένεται, δεν ξυρίζεται. Δεν τρώει. Εχασε το μυαλό του. Τα βράδια φωνάζει, κλαίει, αγριεύει - γι’ αυτό οι γονείς του τον έστειλαν εδώ, σε αυτό το απομακρυσμένο σπίτι να μένει. Είχαν τραβήγματα με τις φασαρίες που έκανε στην πολυκατοικία στο Βόλο. Πότε πότε πήγαιναν και τον έβλεπαν.
Στεναχωρήθηκα. Ενιωσα όμως και μεγάλη περιέργεια. Το έβαλα πείσμα να πείσω τα υπόλοιπα παιδιά να του χτυπήσουμε την πόρτα. Ηθελα να τον δω τον αξύριστο, βρόμικο, απομονωμένο ανισόρροπο. Δεν είχα ξαναδεί! Γέλαγαν οι άλλοι στην αρχή: «Οχι ρε, εγώ δεν πάω, φοβάμαι, να πας μόνος σου».
Εγώ εκεί, επίμονος και πεισματάρης. Αρχισαν να εκνευρίζονται. Τελικά, δεν θυμάμαι πώς, κατάφερα να τους πείσω. Αραγε είπα αυτά που θα έλεγα τώρα, τόσα χρόνια μετά, ότι δηλαδή θα του έκανε καλό ν’ ακούσει τα κάλαντα, να αισθανθεί ότι δεν είναι μόνος; Ή μήπως έπαιξα το χαρτί της περιέργειας που όλα τα αγόρια έχουν; Ή τους έπεισα λέγοντας πως η τόλμη μας θα μας απέφερε κέρδος, αφού ένας τρελός δύσκολα θα έβρισκε έξυπνο τρόπο να αποφύγει να μας δώσει χρήματα;
Φτάσαμε στην αυλόπορτα. Πήγαινα μπροστά, ως υποκινητής. Εσπρωξα την πόρτα να ανοίξει, κι αυτή, σχεδόν με το άγγιγμά μου, έπεσε κάτω. Τρομάξαμε. Τη σηκώσαμε και είδαμε ότι αντί για μεντεσέδες ήταν στερεωμένη πρόχειρα με σύρμα. Την πιάσαμε δύο από μας, την ξαναστηρίξαμε όπως όπως και προχωρήσαμε προς την εξώπορτα του σπιτιού. Εγώ πάντα μπροστά, λιγότερο θαρραλέος τώρα, με τους άλλους τρία τέσσερα βήματα πίσω. Πάτησα το κουδούνι. Για μερικά λεπτά δεν υπήρξε απάντηση. Ξαναπάτησα, πιο επίμονα, χτύπησα και την πόρτα με το χέρι μου. Μετά από πέντε δευτερόλεπτα...
«Ναι, ποιος είναι;»
Η φωνή πίσω από την πόρτα ήταν τρομαγμένη, ασταθής, απειλημένη.
«Να τα πούμε;» φώναξα τάχα μου χαρούμενος.
Οταν ο τρελός άνοιξε, απ’ το σπίτι βγήκε χείμαρρος μια αποπνικτική μυρωδιά. Απλυσιά, σάπιος αέρας, χαλασμένα φαγητά, πολυκαιρισμένα σκουπίδια. Φορούσε ένα παλιό μπουφάν πενταβρόμικο κι ένα κόκκινο παντελόνι φόρμας, σκισμένο σε δύο τρία σημεία. Τα γένια του, τα μαλλιά του, ένα βρομερό κουβάρι. Η ανάσα του μύριζε μέχρι εκεί που στεκόμουν. Μας κοιτούσε με την ίδια μεγάλη περιέργεια που τον κοιτούσαμε κι εμείς, ενώ τα μάτια του είχαν γλύκα, πολύ θλίψη, αλλά και γλύκα. Εμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένος. Οι ματιές μας έμειναν ακίνητες ώρα. Το βλέμμα του μου άφησε μια ελάχιστη εντύπωση από έναν κόσμο που μόνο ψυχανεμίστηκα ότι υπάρχει, δεν μπόρεσα να διακρίνω καμία λεπτομέρειά του συγκεκριμένη, αλλά τον αισθάνθηκα δυνατά μέσα μου αμέσως... Εναν άλλο κόσμο, όπου οι τρελοί μπορεί και να μην είναι τρελοί, ο χρόνος δεν είναι χρόνος σταθερός, τα φθαρμένα σπίτια, οι φωνές, η βρομιά, τα λεκιασμένα ρούχα και τ’ αξύριστα πρόσωπα ίσως και να μην ενοχλούν κανέναν.
Ξαφνικά, σαν να κατάλαβε την επίδραση που είχε πάνω μου, χαμήλωσε ντροπιασμένος τα μάτια. Εβαλε το αριστερό χέρι πάνω στο κεφάλι και άρχισε να τρίβει την παλάμη με κυκλικές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Υστερα από ένα λεπτό, κάνοντας την ίδια σπαστική κίνηση στο κεφάλι, μίλησε...
«Συγγνώμη, συγγνώμη», είπε. Είχε δάκρυα στα μάτια. «Συγγνώμη. Δεν έχω τίποτε να σας δώσω. Μην πείτε. Όχι».
Τρομαγμένος πια για τα καλά, άρχισα να τραγουδάω με σπασμένη φωνή. Είπα τις δυο πρώτες στροφές απ’ τα κάλαντα, περισσότερο απ’ όσο έλεγα στα άλλα σπίτια, έκλεισα με ένα νευρικό, βιαστικό «και του χρόνου» και γύρισα την πλάτη για να απαλλαγώ. Οι υπόλοιποι με είχαν αφήσει και είχαν φύγει, τους έβλεπα στο βάθος να πηγαίνουν όλοι μαζί προς την πόλη. Δεν θα πηγαίναμε σε άλλα σπίτια; Τι έγινε; Τι έπαθαν; Μέχρι να φύγω απ’ τη γιαγιά μου μερικές μέρες μετά με έκαναν πέρα από την παρέα. Καθώς έβγαινα απ’ το σπίτι του τρελού, τον άκουγα πίσω μου να κλαίει δυνατά σαν μικρότερο και από μας παιδί.
***
Ο παππούς και η γιαγιά μου ήταν παντρεμένοι για πάνω από πενήντα χρόνια. Πολλά απ’ αυτά δεν ήταν ρόδινα. Καυγάδες, απειλές για χωρισμό, καμιά φορά τα πράγματα γίνονταν και λίγο βίαια. Οι υπόλοιποι στην οικογένεια πιστεύαμε πως δεν αγαπιόνταν, ότι ήταν μαζί από υποχρέωση, επειδή έτσι ήταν τότε τα πράγματα, οι άνθρωποι αυτής της γενιάς δεν ήξεραν διαζύγια. Υστερα, η γιαγιά μου αρρώστησε. Γεροντική άνοια. Ραγδαία επιδείνωση. Τα τελευταία χρόνια της δεν θυμόταν εμάς, τα εγγόνια της, τα παιδιά της, έφτασε να μην αναγνωρίζει καν τον άντρα της. Ηταν ανίκανη να φροντίσει τον εαυτό της. Ο παππούς μου, ο βαρύς, άγριος άντρας, που έπινε και έκανε φασαρίες, την περιποιόταν με την τρυφερότητα γονιού και την ικανότητα νοσοκόμας. Την τάιζε, την έκανε μπάνιο, την καθάριζε όταν, σαν μωρό, λερωνόταν. Τα βράδια κοιμόταν δίπλα της. Εκείνη συχνά ξύπναγε φωνάζοντας, τον χτυπούσε, δεν καταλάβαινε ποιος είναι. Ο παππούς εκεί, αυτοθυσία, αγάπη βιωμένη, πρακτική, ουσιαστική. Κι όλα αυτά, για χρόνια. Χωρίς να παραπονεθεί ούτε μία φορά. Και όταν επιτέλους η γιαγιά ησύχασε, δεν έκλαψε. Είχε γίνει σκληρός για να αντεπεξέλθει. Εκανε μεγάλη φασαρία όμως όταν κάποιος του είπε:
«Καιρός ήταν να ησυχάσει και αυτή».
Πίσω απ’ τη σειρά των χαμηλών σπιτιών που ήταν και το δικό του, άρχιζε μία μεγάλη καμπίσια έκταση. Εκεί υπήρχε ένα σπίτι που ζούσε ένας τρελός από αγάπη.
Χριστουγεννιάτικο διήγημα, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Metropolis στις 22 Δεκεμβρίου 2011
Monday, September 10, 2012
Tο καλό πρόσωπο της ελληνικής διαφήμισης - και το κακό πρόσωπο της ελληνικής διαφήμισης...
Ομολόγησέ το, έχεις γελάσει πολύ με την καινούργια διαφήμιση της Μερέντας (αν δεν έχεις, ή ακόμα χειρότερα δεν το ομολογείς, να φύγεις, να πας σε άλλο blog). Εγώ με χαρά το παραδέχομαι! Ναι, καιρό πολύ, δυστυχώς, είχα να εντυπωσιαστώ και να διασκεδάσω με κάτι που έβλεπα στο διαφημιστικό διάλειμμα της γενικά απαράδεκτης τηλεόρασής μας που γίνεται όλο και πιο τραγική. Και ως επαγγελματίας της διαφήμισης, ζήλεψα πολύ τα παιδιά που την έκαναν (θα δεις τα ονόματά τους αν μπεις στην σελίδα του embedded video - you go guys, you go indeed):
γιατί όμως είναι τόσο ωραία αυτή η διαφήμιση; γιατί μας αρέσει; Τι κάνει σωστά; Διάβαζε να μαθαίνεις - ζήτω η θεωρητικοποίηση και η εκλογίκευση! ζήτω τα καραμελωμένα μπουτάκια θεωρίας!
1 - είναι εξαιρετικά φτιαγμένη. Είχε ως έναυσμα μία ωραία ιδέα (το να βάλουμε πειραγμένους στίχους σε ένα γνωστό τραγούδι - η ίδια διαφημιστική το έχει ξανακάνει αυτό το κόλπο με το "σήμα καμπάνα" του Cosmote, άρα δεν μιλάμε για τεράστια πρωτοτυπία). Όμως από κει και πέρα και μέχρι την προβολή στην τηλεόραση ό,τι έγινε είναι αριστουργηματικό. Casting: Οι φάτσες είναι μία και μία (και οι τέσσερις), μπορείς να ταυτιστείς, σχεδόν ορκίζεσαι ότι έχεις ένα φίλο ή φίλη που μοιάζει με κάποιον από την τετράδα. Σκηνοθεσία: H ιδέα της πολλαπλής οθόνης είναι ότι πρέπει για την εποχή που συγκινούμαστε μόνο με βομβαρδισμό ερεθισμάτων - τι να μας κάνει πια το "μονοκάμερο"; "Στιχουργική": O τρόπος που έχουν ντύσει με λόγια το μουσικό κομμάτι είναι εκπληκτικός (από έκπληξη) - έξτρα, δε, μπόνους για το ότι οι στίχοι αν και μιλάνε ανελέητα για προϊοντικά χαρακτηριστικά μας διασκεδάζουν!
2 - είναι ανατρεπτική αλλά όχι clueless και un-relevant. Παίρνει μία χιλιοπαιγμένη "σύμβαση" (το "ζητήσαμε από το κοινό να μας πει...") και το εξελίσσει σε μία εκδοχή που μας εκπλήσσει και μας διασκεδάζει. Μιλώντας για το προϊόν και τα χαρακτηριστικά του. Συνέχεια, ανελέητα... αλλά όχι ενοχλητικά! go figure!
3 - ακόμα, είναι ανατρεπτική μέσα στο context που δημιουργεί... ο ένας πρωταγωνιστής, για παράδειγμα, ξαφνικά σταματά να τραγουδά και ενώ αναρωτιέσαι τι γίνεται, αρχίζει να τραγουδά με άλλη φωνή και οι άλλοι που υποτίθεται πως είναι σε άλλη περιβάλλον να τον "πλαισιώνουν"... Έκπληξη στην αρχή, έκπληξη και μετά.
4 - κάθε φορά που την βλέπεις, βλέπεις κάτι περισσότερο, κάτι ακόμα, κάτι άλλο. Μία έκφραση, μία αντίδραση, ένα βλέμμα... Τη βλέπεις από μία φορά για τον κάθε έναν από τους 4 πρωταγωνιστές και μετά την βλέπεις για να τους ξαναδείς όλους μαζί. Δηλαδή, βλέπεις με την θέληση σου 5 φορές μία διαφήμιση!!! Με τη θέλησή σου! Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι αυτό να το πετύχεις αν είσαι διαφημιστής;
5 - είναι άψογη στρατηγικά: η αστεία - σουρεαλιστική κατάσταση που περιγράφει βγάζει παιδικότητα, χιούμορ, διάθεση πλάκας και "δεν παίρνω στα σοβαρά τον εαυτό μου" που οδηγεί πολύ στρωτά και λογικά στο "για το παιδί που έχεις μέσα σου".
6 - το οποίο είναι ολόσωστο slogan για την Merenda και μπράβο στην Kraft που το επέλεξε! Θα πίστευες τη Merenda αν σου έλεγε για παράδειγμα να την τρως διότι είναι "το γεμάτο θρεπτικά συστατικά άλειμμα"; Και όμως, τώρα την εποχή της κρίσης, τα περισσότερα "τρόφιμα διασκέδασης" (γκοφρέτες, σοκοπουράκια, παγωτά, τσηπζ) προσπαθούν να πλασαριστούν ως "η υγιεινή απόλαυση με απαραίτητα θρεπτικά συστατικά" ή διάφορες άλλες ανοησίες του τύπου "όλα οι υδατάνθρακες και η ενέργεια που σε στηρίζει"... Μπόλοξ - χιούτζ ουάνζ! Δεν είναι πιο αληθινό για το συγκεκριμένο τρόφιμο και ειλικρινές το "για το παιδί που έχεις μέσα σου";. Δεν αισθάνεσαι πως η Merenda σε αντίθεση με το 98% των προϊόντων εκεί έξω δεν κάνει το λάθος να υποτιμά την νοημοσύνη σου;
7 - είναι σουξεδιάρα χωρίς να καπελώνει το προϊόν. πάμε στοίχημα ότι θα ακούς "ντόμινε" και τα παράγωγά του και θα σκέφτεσαι "ντάμερε" δηλαδή Merenda; Πόσες και πόσες φορές δεν έχεις πει σε παρέα "γέλασα πολύ με αυτή τη διαφήμιση της Νεοσέ" για να διαπιστώσεις μετά ότι είναι της Ηκέαζ; Ε με αυτήν την διαφήμιση αυτό δεν θα συμβεί ποτέ!
8 - μας κάνει και γελάμε. επιτέλους. χωρίς να ντρεπόμαστε γι αυτό!
(δυστυχώς η χαρά μας για αυτή την εκδήλωση του καλού προσώπου της ελληνικής διαφήμισης δεν κρατά πολύ - αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα πέσουμε πάλι πάνω στην φρίκη Τζάμπο "ρουφάμε το μπαλόνι" και θα μας γονατίσει η ντροπή... αυτό είναι το κακό πρόσωπο της διαφήμισης και του σουξέ που μπορεί να κάνει. Με την κακή έννοια)
γιατί όμως είναι τόσο ωραία αυτή η διαφήμιση; γιατί μας αρέσει; Τι κάνει σωστά; Διάβαζε να μαθαίνεις - ζήτω η θεωρητικοποίηση και η εκλογίκευση! ζήτω τα καραμελωμένα μπουτάκια θεωρίας!
1 - είναι εξαιρετικά φτιαγμένη. Είχε ως έναυσμα μία ωραία ιδέα (το να βάλουμε πειραγμένους στίχους σε ένα γνωστό τραγούδι - η ίδια διαφημιστική το έχει ξανακάνει αυτό το κόλπο με το "σήμα καμπάνα" του Cosmote, άρα δεν μιλάμε για τεράστια πρωτοτυπία). Όμως από κει και πέρα και μέχρι την προβολή στην τηλεόραση ό,τι έγινε είναι αριστουργηματικό. Casting: Οι φάτσες είναι μία και μία (και οι τέσσερις), μπορείς να ταυτιστείς, σχεδόν ορκίζεσαι ότι έχεις ένα φίλο ή φίλη που μοιάζει με κάποιον από την τετράδα. Σκηνοθεσία: H ιδέα της πολλαπλής οθόνης είναι ότι πρέπει για την εποχή που συγκινούμαστε μόνο με βομβαρδισμό ερεθισμάτων - τι να μας κάνει πια το "μονοκάμερο"; "Στιχουργική": O τρόπος που έχουν ντύσει με λόγια το μουσικό κομμάτι είναι εκπληκτικός (από έκπληξη) - έξτρα, δε, μπόνους για το ότι οι στίχοι αν και μιλάνε ανελέητα για προϊοντικά χαρακτηριστικά μας διασκεδάζουν!
2 - είναι ανατρεπτική αλλά όχι clueless και un-relevant. Παίρνει μία χιλιοπαιγμένη "σύμβαση" (το "ζητήσαμε από το κοινό να μας πει...") και το εξελίσσει σε μία εκδοχή που μας εκπλήσσει και μας διασκεδάζει. Μιλώντας για το προϊόν και τα χαρακτηριστικά του. Συνέχεια, ανελέητα... αλλά όχι ενοχλητικά! go figure!
3 - ακόμα, είναι ανατρεπτική μέσα στο context που δημιουργεί... ο ένας πρωταγωνιστής, για παράδειγμα, ξαφνικά σταματά να τραγουδά και ενώ αναρωτιέσαι τι γίνεται, αρχίζει να τραγουδά με άλλη φωνή και οι άλλοι που υποτίθεται πως είναι σε άλλη περιβάλλον να τον "πλαισιώνουν"... Έκπληξη στην αρχή, έκπληξη και μετά.
4 - κάθε φορά που την βλέπεις, βλέπεις κάτι περισσότερο, κάτι ακόμα, κάτι άλλο. Μία έκφραση, μία αντίδραση, ένα βλέμμα... Τη βλέπεις από μία φορά για τον κάθε έναν από τους 4 πρωταγωνιστές και μετά την βλέπεις για να τους ξαναδείς όλους μαζί. Δηλαδή, βλέπεις με την θέληση σου 5 φορές μία διαφήμιση!!! Με τη θέλησή σου! Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι αυτό να το πετύχεις αν είσαι διαφημιστής;
5 - είναι άψογη στρατηγικά: η αστεία - σουρεαλιστική κατάσταση που περιγράφει βγάζει παιδικότητα, χιούμορ, διάθεση πλάκας και "δεν παίρνω στα σοβαρά τον εαυτό μου" που οδηγεί πολύ στρωτά και λογικά στο "για το παιδί που έχεις μέσα σου".
6 - το οποίο είναι ολόσωστο slogan για την Merenda και μπράβο στην Kraft που το επέλεξε! Θα πίστευες τη Merenda αν σου έλεγε για παράδειγμα να την τρως διότι είναι "το γεμάτο θρεπτικά συστατικά άλειμμα"; Και όμως, τώρα την εποχή της κρίσης, τα περισσότερα "τρόφιμα διασκέδασης" (γκοφρέτες, σοκοπουράκια, παγωτά, τσηπζ) προσπαθούν να πλασαριστούν ως "η υγιεινή απόλαυση με απαραίτητα θρεπτικά συστατικά" ή διάφορες άλλες ανοησίες του τύπου "όλα οι υδατάνθρακες και η ενέργεια που σε στηρίζει"... Μπόλοξ - χιούτζ ουάνζ! Δεν είναι πιο αληθινό για το συγκεκριμένο τρόφιμο και ειλικρινές το "για το παιδί που έχεις μέσα σου";. Δεν αισθάνεσαι πως η Merenda σε αντίθεση με το 98% των προϊόντων εκεί έξω δεν κάνει το λάθος να υποτιμά την νοημοσύνη σου;
7 - είναι σουξεδιάρα χωρίς να καπελώνει το προϊόν. πάμε στοίχημα ότι θα ακούς "ντόμινε" και τα παράγωγά του και θα σκέφτεσαι "ντάμερε" δηλαδή Merenda; Πόσες και πόσες φορές δεν έχεις πει σε παρέα "γέλασα πολύ με αυτή τη διαφήμιση της Νεοσέ" για να διαπιστώσεις μετά ότι είναι της Ηκέαζ; Ε με αυτήν την διαφήμιση αυτό δεν θα συμβεί ποτέ!
8 - μας κάνει και γελάμε. επιτέλους. χωρίς να ντρεπόμαστε γι αυτό!
(δυστυχώς η χαρά μας για αυτή την εκδήλωση του καλού προσώπου της ελληνικής διαφήμισης δεν κρατά πολύ - αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα πέσουμε πάλι πάνω στην φρίκη Τζάμπο "ρουφάμε το μπαλόνι" και θα μας γονατίσει η ντροπή... αυτό είναι το κακό πρόσωπο της διαφήμισης και του σουξέ που μπορεί να κάνει. Με την κακή έννοια)
Saturday, September 08, 2012
Βουτιά στα βιβλία 6: "Καιρός σκεπτικός", Ιωάννα Καρυστιάνη (Καστανιώτης)
Η αποθέωση της ισορροπίας. Αυτό. Τίποτε λιγότερο. Ισορροπία ανάμεσα στην πλοκή και τους χαρακτήρες. Την περιγραφή και την δράση. Την συμπόνια και την αυστηρότητα. Τη στιγμή και την ζωή. Την συγκίνηση και την τσατίλα. Την ταύτιση και την έκπληξη. Το μικρό και το παγκόσμιο. Το μάταιο και το αρχετυπικό. Την χαρά της ανάγνωσης και την πίκρα της όχι τέλειας ζωής των ανθρώπων. Ανάγνωση με Α κεφαλαίο.
Η συλλογή διηγημάτων της πολυδιαβασμένης Ιωάννας Καρυστιάνη έχει εκδοθεί ένα χρόνο πριν – και έχει βρει το κοινό της. Τι ανακάλυψαν σε αυτές τις «δύσκολες» 200 σελίδες όλοι εκείνοι που τις αγάπησαν; Αναρωτιέμαι... ίσως την παρηγορία που προσφέρει η γνώση ότι όπου άνθρωπος και πόνος, όπου σπίτι και καημός. Ίσως μία πόρτα... μία πόρτα που ανοίγει και βλέπεις ότι η γιαγιά με το μωβ μαλλί στον 5ο, η Αλβανίδα αγενής υπάλληλος στον φούρνο, το παλλικάρι που μας κόβει εισιτήρια στο πολυσινεμά, η συνάδελφος που με πληγώνει εκδικητικά και σκόπιμα με το ίδιο νόμισμα όταν κάνω μία αθέλητη απροσεξία, όλοι αυτοί λοιπόν έχουν έναν ολόκληρο κόσμο γύρω τους. Ένα μεγάλο σύμπαν, άλλοτε σκοτεινό, άλλοτε λαμπρό, πάντα γεμάτο πλανήτες εμπειριών και συναισθημάτων και δακρύων και όλων όσων μας κάνουν ανθρώπους: ικανούς για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Η φαντασία της Καρυστιάνη, η γεμάτη ζωή, χυμούς και πρωτοτυπία - η εμμονή της στις λεπτομέρειες που γίνονται σύμβολα για κάτι άλλο, τεράστιο και σπουδαίο – η ικανότητά της στο μοντάζ και την σκηνοθεσία – και κυρίως η «οικονομία» με την οποία «ξοδεύει» τις λέξεις και τις ιδέες της δεν είναι μόνο αξιοζήλευτες... δίνουν γεύση και άρωμα σε μία συλλογή που αποδεικνύει ότι το διάβασμα είναι μία χαρά της ζωής.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην τελευταία ιστορία της συλλογής, με ήρωες δύο «παντρεμένους» ομοφυλόφιλους που ζουν στην Κινέττα και αποφασίζουν να κάνουν ένα τραπέζι ώστε μετά από τόσα χρόνια που είναι μαζί να γνωριστούν οι μαμάδες τους. Ίσως είναι θλιβερό... αλλά τέτοια τρυφερότητα στην αντιμετώπιση δεν έχω συναντήσει σε άντρα ομοφυλόφιλο συγγραφέα, τουλάχιστον πρόσφατα.
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 15 Αυγούστου 2012
Η συλλογή διηγημάτων της πολυδιαβασμένης Ιωάννας Καρυστιάνη έχει εκδοθεί ένα χρόνο πριν – και έχει βρει το κοινό της. Τι ανακάλυψαν σε αυτές τις «δύσκολες» 200 σελίδες όλοι εκείνοι που τις αγάπησαν; Αναρωτιέμαι... ίσως την παρηγορία που προσφέρει η γνώση ότι όπου άνθρωπος και πόνος, όπου σπίτι και καημός. Ίσως μία πόρτα... μία πόρτα που ανοίγει και βλέπεις ότι η γιαγιά με το μωβ μαλλί στον 5ο, η Αλβανίδα αγενής υπάλληλος στον φούρνο, το παλλικάρι που μας κόβει εισιτήρια στο πολυσινεμά, η συνάδελφος που με πληγώνει εκδικητικά και σκόπιμα με το ίδιο νόμισμα όταν κάνω μία αθέλητη απροσεξία, όλοι αυτοί λοιπόν έχουν έναν ολόκληρο κόσμο γύρω τους. Ένα μεγάλο σύμπαν, άλλοτε σκοτεινό, άλλοτε λαμπρό, πάντα γεμάτο πλανήτες εμπειριών και συναισθημάτων και δακρύων και όλων όσων μας κάνουν ανθρώπους: ικανούς για το καλύτερο και για το χειρότερο.
Η φαντασία της Καρυστιάνη, η γεμάτη ζωή, χυμούς και πρωτοτυπία - η εμμονή της στις λεπτομέρειες που γίνονται σύμβολα για κάτι άλλο, τεράστιο και σπουδαίο – η ικανότητά της στο μοντάζ και την σκηνοθεσία – και κυρίως η «οικονομία» με την οποία «ξοδεύει» τις λέξεις και τις ιδέες της δεν είναι μόνο αξιοζήλευτες... δίνουν γεύση και άρωμα σε μία συλλογή που αποδεικνύει ότι το διάβασμα είναι μία χαρά της ζωής.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην τελευταία ιστορία της συλλογής, με ήρωες δύο «παντρεμένους» ομοφυλόφιλους που ζουν στην Κινέττα και αποφασίζουν να κάνουν ένα τραπέζι ώστε μετά από τόσα χρόνια που είναι μαζί να γνωριστούν οι μαμάδες τους. Ίσως είναι θλιβερό... αλλά τέτοια τρυφερότητα στην αντιμετώπιση δεν έχω συναντήσει σε άντρα ομοφυλόφιλο συγγραφέα, τουλάχιστον πρόσφατα.
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 15 Αυγούστου 2012
Friday, September 07, 2012
Βουτιά στα βιβλία 5: "Το σπίτι στην Οδό Παραδείσου", Σόφκα Ζηνόβιεφ (Ψυχογιός)
Άλλη μία πρόσφατη κυκλοφορία, από ξένη συγγραφέα που ζει στην Ελλάδα, με πολύ Ελληνικό ενδιαφέρον και καλές κριτικές στην Βρετανία όπου πρωτοεκδόθηκε – μέχρι και ο αυστηρός Economist το προτείνει ανεπιφύλακτα!
Διπλή αφήγηση εδώ, από δύο γυναίκες. Η μία, η Μοντ, είναι μία τυπική, κοντά στα 40 φλεγματική Αγγλίδα που έχει βρεθεί στην Ελλάδα διότι παντρεύτηκε, από παθιασμένο έρωτα, έναν Έλληνα δημοσιογράφο, κιμπάρη, ατίθασο, καμιά 20αριά χρόνια μεγαλύτερό της. Η άλλη, η Αντιγόνη, που είναι κοντά στο τέρμα της ζωής της, ζει στην... Μόσχα. Εκεί κατέφυγε για να γλυτώσει τις διώξεις των αριστερών μετά τον εμφύλιο. Από τότε έχει ξεχάσει την πρώτερη ζωή της, τις φυλακίσεις και τα βάσανα του Εμφύλιου, τους εφηβικούς έρωτες και το παιδί που έκανε όσο ήταν ακόμα στην Ελλάδα... και δεν έχει καμμία επαφή με το γιο της, τον Νικήτα, τον άντρα της Μοντ, ο θάνατος του οποίου σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ξεκινά το μυθιστόρημα.
Πολλές οι ερωτήσεις: Αυτοκτόνησε ο Νικήτας ή μόνο οδηγούσε μεθυσμένος; Πως μπόρεσε η Αντιγόνη να τον εγκαταλείψει μισό αιώνα πριν και μάλιστα στην αδελφή της με την οποία τις χώριζαν βαθειά ζήλεια και πολύπλοκη έχθρα; Πόσα σημαντικά δεν ήξερε η Μοντ για την ζωή του άνδρα της; Τι έμαθε εκείνος λίγο πριν πέσει με το αυτοκίνητό του στα βράχια στα Λιμανάκια; Πόσα είναι τελικά τα μυστικά που κρύβει η μεγάλη, καθόλου φρόνιμη (τυπική, παραδοσιακή, δηλαδή) Ελληνική οικογένεια του Νικήτα;
Αξιοθαύμαστη η Σόφκα Ζηνόβιεφ. Πόση έρευνα πρέπει να έκανε για το βιβλίο αυτό! Το ομολογώ και ντρέπομαι, αλλά σε βιβλίο Έλληνα δεν έχω πετύχει τέτοια «βιωματική» περιγραφή του αντάρτικου κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, των διαδηλώσεων και των ταραχών στα Δεκεμβριανά, των φυλακίσεων στις τρομερές φυλακές Αβέρωφ, της κοινωνικής αναταραχής των δεκαετιών 40 και 50, της κατοχής. Μα πως κατάφερε να περιγράψει τόσο καλά την καθημερινότητα των ανθρώπων σε τόσο μακρινές εποχές; Αυτή είναι μία πτυχή του βιβλίου πολύ ενδιαφέρουσα – μαζί με την παρουσίαση της οπτικής γωνίας ενός ξένου για τους Έλληνες.
Η Μοντ πολύ συχνά παρεμβάλει στην διήγησή της περιγραφές της Ελληνικής Πραγματικότητας (ναι, με κεφαλαίο) και χαρακτηριστικών και συνήθειών μας. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαπιστώνεις τι σκέφτεται ένας μη – Έλλην για τις ιδιότητες και τις ρουτίνες μας, που ακριβώς επειδή είναι στην φύση μας δεν συνειδητοποιούμε την μοναδικότητά τους. «Μόνο αν δεις κάτι από μακρυά το βλέπεις πλήρως»... και ή από τα μάτια ενός "ξένου". Και εκπλήσεσαι!
Όμως το βιβλίο δεν είναι ένας τρόπος να γνωρίσει κανείς την πορεία της Ελλάδας ή τις νοοτροπίες μας – κυρίως είναι μία μεγάλη ιστορία για το πως το προσωπικό καθορίζεται από το ιστορικό και τα γεγονότα της Ιστορίας. Για την δύναμη του έρωτα, ειδικά του ανεκπλήρωτου. Για την ανελέητη σκληράδα του ανθρώπου όταν παίζεται η επιβίωσή του – και όταν βρεθεί να έχει εξουσία. Και βέβαια για την ζωή... που παρά τα άπειρα δράματα, συνεχίζεται – και αυτό είναι τόσο παρήγορο αλλά και τόσο στεναχωρητικό, την ίδια ακριβώς στιγμή.
Η Ζηνόβιεφ αγαπά την Ελλάδα – και πιστεύω πως πολλοί Έλληνες θα αγαπήσουν την Ζηνόβιεφ όταν διαβάσουν το βιβλίο της.
Δημοσιεύθηκε στο www.protagon.gr στις 12 Αυγούστου 2012
Διπλή αφήγηση εδώ, από δύο γυναίκες. Η μία, η Μοντ, είναι μία τυπική, κοντά στα 40 φλεγματική Αγγλίδα που έχει βρεθεί στην Ελλάδα διότι παντρεύτηκε, από παθιασμένο έρωτα, έναν Έλληνα δημοσιογράφο, κιμπάρη, ατίθασο, καμιά 20αριά χρόνια μεγαλύτερό της. Η άλλη, η Αντιγόνη, που είναι κοντά στο τέρμα της ζωής της, ζει στην... Μόσχα. Εκεί κατέφυγε για να γλυτώσει τις διώξεις των αριστερών μετά τον εμφύλιο. Από τότε έχει ξεχάσει την πρώτερη ζωή της, τις φυλακίσεις και τα βάσανα του Εμφύλιου, τους εφηβικούς έρωτες και το παιδί που έκανε όσο ήταν ακόμα στην Ελλάδα... και δεν έχει καμμία επαφή με το γιο της, τον Νικήτα, τον άντρα της Μοντ, ο θάνατος του οποίου σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα ξεκινά το μυθιστόρημα.
Πολλές οι ερωτήσεις: Αυτοκτόνησε ο Νικήτας ή μόνο οδηγούσε μεθυσμένος; Πως μπόρεσε η Αντιγόνη να τον εγκαταλείψει μισό αιώνα πριν και μάλιστα στην αδελφή της με την οποία τις χώριζαν βαθειά ζήλεια και πολύπλοκη έχθρα; Πόσα σημαντικά δεν ήξερε η Μοντ για την ζωή του άνδρα της; Τι έμαθε εκείνος λίγο πριν πέσει με το αυτοκίνητό του στα βράχια στα Λιμανάκια; Πόσα είναι τελικά τα μυστικά που κρύβει η μεγάλη, καθόλου φρόνιμη (τυπική, παραδοσιακή, δηλαδή) Ελληνική οικογένεια του Νικήτα;
Αξιοθαύμαστη η Σόφκα Ζηνόβιεφ. Πόση έρευνα πρέπει να έκανε για το βιβλίο αυτό! Το ομολογώ και ντρέπομαι, αλλά σε βιβλίο Έλληνα δεν έχω πετύχει τέτοια «βιωματική» περιγραφή του αντάρτικου κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, των διαδηλώσεων και των ταραχών στα Δεκεμβριανά, των φυλακίσεων στις τρομερές φυλακές Αβέρωφ, της κοινωνικής αναταραχής των δεκαετιών 40 και 50, της κατοχής. Μα πως κατάφερε να περιγράψει τόσο καλά την καθημερινότητα των ανθρώπων σε τόσο μακρινές εποχές; Αυτή είναι μία πτυχή του βιβλίου πολύ ενδιαφέρουσα – μαζί με την παρουσίαση της οπτικής γωνίας ενός ξένου για τους Έλληνες.
Η Μοντ πολύ συχνά παρεμβάλει στην διήγησή της περιγραφές της Ελληνικής Πραγματικότητας (ναι, με κεφαλαίο) και χαρακτηριστικών και συνήθειών μας. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαπιστώνεις τι σκέφτεται ένας μη – Έλλην για τις ιδιότητες και τις ρουτίνες μας, που ακριβώς επειδή είναι στην φύση μας δεν συνειδητοποιούμε την μοναδικότητά τους. «Μόνο αν δεις κάτι από μακρυά το βλέπεις πλήρως»... και ή από τα μάτια ενός "ξένου". Και εκπλήσεσαι!
Όμως το βιβλίο δεν είναι ένας τρόπος να γνωρίσει κανείς την πορεία της Ελλάδας ή τις νοοτροπίες μας – κυρίως είναι μία μεγάλη ιστορία για το πως το προσωπικό καθορίζεται από το ιστορικό και τα γεγονότα της Ιστορίας. Για την δύναμη του έρωτα, ειδικά του ανεκπλήρωτου. Για την ανελέητη σκληράδα του ανθρώπου όταν παίζεται η επιβίωσή του – και όταν βρεθεί να έχει εξουσία. Και βέβαια για την ζωή... που παρά τα άπειρα δράματα, συνεχίζεται – και αυτό είναι τόσο παρήγορο αλλά και τόσο στεναχωρητικό, την ίδια ακριβώς στιγμή.
Η Ζηνόβιεφ αγαπά την Ελλάδα – και πιστεύω πως πολλοί Έλληνες θα αγαπήσουν την Ζηνόβιεφ όταν διαβάσουν το βιβλίο της.
Δημοσιεύθηκε στο www.protagon.gr στις 12 Αυγούστου 2012
Thursday, September 06, 2012
Η αγάπη μας είναι νεκρή, αλλά οι νεκροί δεν μας αφήνουν
Η αγάπη μας είναι νεκρή,
αλλά οι νεκροί δεν μας αφήνουν
αυτοί μας έκαναν αυτό που είμαστε
και μας συντροφεύουν κάθε μέρα
Η αγάπη μας είναι νεκρή
αλλά οι νεκροί ζουν ακόμα
στην μνήμη και στην σκέψη μας
και στο φόντο ζωής που δημιουργούν
Στις πιο σκοτεινές νύχτες
η μνήμη τους μας κρατά δυνατούς
και αν η αγάπη μας είναι νεκρή
δεν θα μείνει νεκρή για πολύ...
Πίστεψε στην αγάπη...
μην φύγεις...
το Leaving, το δεύτερο single των Pet Shop Boys από το Elysium, το νέο άλμπουμ τους, αν και χίλιες φορές καλλίτερο από το Winner που είναι ό,τι χειρότερο έχουν βγάλει ποτέ, ακούγεται κάπως αδύνατο μουσικά (στο ρεφραίν - το κουπλέ ζαντόρ ζαντόρ εντατίκ).
Αλλά μετά διαβάζεις και καταλαβαίνεις τους στίχους και γίνεται ένα από τα αγαπημένα σου ποπ άνθεμζ όλων των εποχών, για αυτό το δεκαπεντάλεπτο της εφήμερης, ταχείας αλλά και τόσο αργής ζωής σου. Και ύστερα, πας να βάλεις ένα ουίσκι. Και ας είναι 3 και 50 το μεσημέρι.
αλλά οι νεκροί δεν μας αφήνουν
αυτοί μας έκαναν αυτό που είμαστε
και μας συντροφεύουν κάθε μέρα
Η αγάπη μας είναι νεκρή
αλλά οι νεκροί ζουν ακόμα
στην μνήμη και στην σκέψη μας
και στο φόντο ζωής που δημιουργούν
Στις πιο σκοτεινές νύχτες
η μνήμη τους μας κρατά δυνατούς
και αν η αγάπη μας είναι νεκρή
δεν θα μείνει νεκρή για πολύ...
Πίστεψε στην αγάπη...
μην φύγεις...
το Leaving, το δεύτερο single των Pet Shop Boys από το Elysium, το νέο άλμπουμ τους, αν και χίλιες φορές καλλίτερο από το Winner που είναι ό,τι χειρότερο έχουν βγάλει ποτέ, ακούγεται κάπως αδύνατο μουσικά (στο ρεφραίν - το κουπλέ ζαντόρ ζαντόρ εντατίκ).
Αλλά μετά διαβάζεις και καταλαβαίνεις τους στίχους και γίνεται ένα από τα αγαπημένα σου ποπ άνθεμζ όλων των εποχών, για αυτό το δεκαπεντάλεπτο της εφήμερης, ταχείας αλλά και τόσο αργής ζωής σου. Και ύστερα, πας να βάλεις ένα ουίσκι. Και ας είναι 3 και 50 το μεσημέρι.
Βουτιά στα βιβλία 4: "Άγριο Βελούδο", Μαρία Κουγιουμτζή (Καστανιώτης)
Μια συλλογή διηγημάτων, πιο παλιά. Από μία συγγραφέα που εμφανίστηκε σε μεγάλη ηλικία στο πλατύ κοινό, στα 63 της χρόνια, με αυτό ακριβώς το βιβλίο. Η Μαρία Κουγιουμτζή, αδελφή του σπουδαίου συνθέτη των μεγάλων λαϊκών τραγουδιών, ζει στην Θεσσαλονίκη. Εκτός από αυτή έχει εκδώσει ακόμα μία συλλογή. Το Άγριο Βελούδο βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, πήρε το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω και αποτελείται από 27 πολύ μικρές ιστορίες. Αλλά και «μεγάλες»...
Σε μία ιστορία της η πρωταγωνίστρια ερωτεύεται έναν άντρα άπιαστο, αλήτη, που έρχεται και φεύγει όποτε θέλει, εμφανίζεται και εξαφανίζεται σύμφωνα με τα κέφια και τις διαθέσεις του. Στην αρχή εκείνη υποφέρει αλλά δεν αντιδρά, κάνει την ανώτερη, την αξιοπρεπή, την κυρία. Κάποια στιγμή, σχεδόν τυχαία, καταλαβαίνει ότι για να τον κατακτήσει, να τον τιμωρήσει, να τον «παραλύσει», το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα: να μην απαντά στα τηλεφωνήματά του, να εξαφανίζεται, να μην του επιτρέπει να την βρει.
Ο θρίαμβος της είναι ολοκληρωτικός... αυτός καταρρέει – όμως πάνω στην τρέλα του, την σακατεύει στο ξύλο. Αυτή, που πια έχει αρχίσει και κολλάει την παθολογία του, στο νοσοκομείο του αποκαλύπτει ότι οι εξαφανίσεις της ήταν παιγνίδια, για να τον κατακτήσει, ότι γίνονταν σκόπιμα... Μέγα λάθος. Το διήγημα τελειώνει με την πρωταγωνίστρια να αναρωτιέται πόσο θα τον πληρώσουν αυτόν τον αρρωστημένο τους τρόπο να ερωτεύονται. Και ο αναγνώστης ανατριχιάζει.
Οι ήρωες της Κουγιουμτζή είναι ακραίοι άνθρωποι. Με έναν βρώμικο τρόπο, τολμώ να χρησιμοποιήσω την λέξη σιχαμένο: μισούν τον κόσμο, τον εαυτό τους, τους άλλους, αδιαφορούν για το οραματικό και το μαγικό της ζωής, υπακούουν μόνο στα πιο άγρια από τα ένστικτά τους. Αυτοσυντήρηση, επιβίωση, εκδίκηση, μίσος, ηδονή. Εξάλλου από λάσπη δεν είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος; Επιτίθενται, αμύνονται, χτυπάνε απροσδόκητα, ανελέητα, καμία φορά χωρίς αιτία – μόνο και μόνο επειδή έχουν μέσα τους μαζεμένη κάμποση από την ανεξάντλητη αδικία του κόσμου μας.
Καθώς διαβάζεις την μία ιστορία μετά την άλλη, θέλεις να τους γνωρίσεις με μία διάθεση αρπακτική, για να ικανοποιήσεις και εσύ το «ερπετό» μέσα σου. Εκείνο το κομμάτι σου που γουστάρει με τρέλα να διαβάζει για μπάσταρδους, για καθίκια της ζωής, για όσους διέπραξαν φόνο από φθόνο και μόνο, για την σκληρότητα των παιδιών, για μαζοχιστικά ζευγάρια, για τις ηδονές της άσκησης εξουσία προς κάποιον αδύναμο, για αιμομιξία... ναι, έχει την καύλα του να μην υπάρχει λύτρωση! Αυτό μας ψιθυρίζει ύπουλα η Κουγιουμτζή. Ύπουλα και με έναν τρόπο τόσο κεντημένο και γεμάτο ψυχή που σε αφήνει άβουλο, χωρίς περιθώριο, ικανότητα ή επιθυμία αντίδρασης, όπως κάποια θύματα στις ιστορίες της. Αυτή η σχεδόν 70χρονη γυναίκα με την γραφή της σε κάνει ό, τι γουστάρει. Και σου αρέσει.
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 9 Αυγούστου 2012
Σε μία ιστορία της η πρωταγωνίστρια ερωτεύεται έναν άντρα άπιαστο, αλήτη, που έρχεται και φεύγει όποτε θέλει, εμφανίζεται και εξαφανίζεται σύμφωνα με τα κέφια και τις διαθέσεις του. Στην αρχή εκείνη υποφέρει αλλά δεν αντιδρά, κάνει την ανώτερη, την αξιοπρεπή, την κυρία. Κάποια στιγμή, σχεδόν τυχαία, καταλαβαίνει ότι για να τον κατακτήσει, να τον τιμωρήσει, να τον «παραλύσει», το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να τον πληρώσει με το ίδιο νόμισμα: να μην απαντά στα τηλεφωνήματά του, να εξαφανίζεται, να μην του επιτρέπει να την βρει.
Ο θρίαμβος της είναι ολοκληρωτικός... αυτός καταρρέει – όμως πάνω στην τρέλα του, την σακατεύει στο ξύλο. Αυτή, που πια έχει αρχίσει και κολλάει την παθολογία του, στο νοσοκομείο του αποκαλύπτει ότι οι εξαφανίσεις της ήταν παιγνίδια, για να τον κατακτήσει, ότι γίνονταν σκόπιμα... Μέγα λάθος. Το διήγημα τελειώνει με την πρωταγωνίστρια να αναρωτιέται πόσο θα τον πληρώσουν αυτόν τον αρρωστημένο τους τρόπο να ερωτεύονται. Και ο αναγνώστης ανατριχιάζει.
Οι ήρωες της Κουγιουμτζή είναι ακραίοι άνθρωποι. Με έναν βρώμικο τρόπο, τολμώ να χρησιμοποιήσω την λέξη σιχαμένο: μισούν τον κόσμο, τον εαυτό τους, τους άλλους, αδιαφορούν για το οραματικό και το μαγικό της ζωής, υπακούουν μόνο στα πιο άγρια από τα ένστικτά τους. Αυτοσυντήρηση, επιβίωση, εκδίκηση, μίσος, ηδονή. Εξάλλου από λάσπη δεν είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος; Επιτίθενται, αμύνονται, χτυπάνε απροσδόκητα, ανελέητα, καμία φορά χωρίς αιτία – μόνο και μόνο επειδή έχουν μέσα τους μαζεμένη κάμποση από την ανεξάντλητη αδικία του κόσμου μας.
Καθώς διαβάζεις την μία ιστορία μετά την άλλη, θέλεις να τους γνωρίσεις με μία διάθεση αρπακτική, για να ικανοποιήσεις και εσύ το «ερπετό» μέσα σου. Εκείνο το κομμάτι σου που γουστάρει με τρέλα να διαβάζει για μπάσταρδους, για καθίκια της ζωής, για όσους διέπραξαν φόνο από φθόνο και μόνο, για την σκληρότητα των παιδιών, για μαζοχιστικά ζευγάρια, για τις ηδονές της άσκησης εξουσία προς κάποιον αδύναμο, για αιμομιξία... ναι, έχει την καύλα του να μην υπάρχει λύτρωση! Αυτό μας ψιθυρίζει ύπουλα η Κουγιουμτζή. Ύπουλα και με έναν τρόπο τόσο κεντημένο και γεμάτο ψυχή που σε αφήνει άβουλο, χωρίς περιθώριο, ικανότητα ή επιθυμία αντίδρασης, όπως κάποια θύματα στις ιστορίες της. Αυτή η σχεδόν 70χρονη γυναίκα με την γραφή της σε κάνει ό, τι γουστάρει. Και σου αρέσει.
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 9 Αυγούστου 2012
Wednesday, September 05, 2012
χωρίς πολλά λόγια
...μία μέρα κατάλαβε γιατί οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο κίνδυνο, μία υπαρξιακή απειλή, το φάσμα του θανάτου, υποκύπτουν, αν και είχαν την δυνατότητα να σωθούν - αν και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να κρατηθούν και να μην κοιμηθούν στο χιόνι, να σταματήσουν να σφαδάζουν και να κολυμπήσουν ήρεμα προς την ακτή, να βγουν ήρεμα από το φλεγόμενο αυτοκίνητο πριν ανατιναχτεί, να πιέσουν την βαθιά πληγή για να σταματήσουν την αιμορραγία μέχρι να έλθει βοήθεια.
Δεν το έκαναν όμως. Και χάθηκαν. Δεν το έκαναν. Και τώρα ξέρει το λόγο.
Η σωτηρία είναι απίστευτα οδυνηρή. Και απίστευτα δύσκολη.
Δεν το έκαναν όμως. Και χάθηκαν. Δεν το έκαναν. Και τώρα ξέρει το λόγο.
Η σωτηρία είναι απίστευτα οδυνηρή. Και απίστευτα δύσκολη.
Βουτιά στα βιβλία 3: "A visit From the Goon Squad", Jennifer Egan
Πολυβραβευμένο, μοσχοπολουλημένο και πολύ πολύ διασκεδαστικό αυτό το γρήγορο, ρυθμικό, μοντέρνο, πραγματικά απολαυστικό μυθιστόρημα πήρε το βραβείο Pulitzer μυθοπλασίας το 2011 και πολλές διθυραμβικές κριτικές από τους πιο σκληρούς κριτικούς. Δικαίως. Αποτελείται από περίπου 20 σύντομες ιστορίες (μία από τις οποίες έχει μορφή παρουσίασης Power Point! Εξαιρετική ιδέα, εξίσου εξαιρετική υλοποίηση).
Οι ιστορίες - που συνδέονται μεταξύ τους και στο τέλος έχουν σχηματίσει ένα μεγάλο κύκλο που περικλύει όλους τους ήρωες - μας μεταφέρουν στις ζωές πολλών διαφορετικών πρωταγωνιστών σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Από την Νέα Υόρκη του μέλλοντος (μετά από από μία μεγάλη απροσδιόριστη αλλαγή – ή ίσως καταστροφή), βρισκόμαστε στις σαβάνες της Αφρικής στην δεκαετία του 70, όπου μία ομάδα βαριεστημένων Δυτικών προσπαθεί να έλθει σε επαφή με την άγρια φύση – και τα καταφέρνει, αλλά όχι με τον τρόπο που θα ήθελε. Από τα μυστήρια που κρύβει η ζούγκλα – κρησφύγετο ενός δικτάτορα του Τρίτου Κόσμου, μεταφερόμαστε στην Νάπολι των 90s όπου ένας καταθλιπτικός Αμερικάνος καθηγητής πανεπιστημίου αναζητά την έφηβη εξαφανισμένη κλεπτομανή ανηψιά του...
Τα ταξίδια δεν είναι μόνο σε διαφορετικούς τόπους και εποχές αλλά και στον πλούτο που κρύβει η ζωή ακόμα και σε ατομικό επίπεδο, στην προσωπική αφήγηση του ίδιου ανθρώπου. Ένας ήρωας που είναι στα όρια της απόγνωσης στην μία ιστορία, σε μία επόμενη, μερικές δεκαετίες μετά βρίσκεται στην πιο ευτυχισμένη στιγμή του. Αυτό που κάνει ακόμα πιο ερεθιστικό για την φαντασία το τέχνασμα είναι πως στην δεύτερη διήγηση ο πρωταγωνιστής, που είχε βασικό ρόλο στην πρώτη, είναι περιφερειακή φιγούρα. Ένας κομπάρσος που μαθαίνεις τι του συνέβη παρεμπιπτόντως, μόνο και μόνο διότι η μοίρα του αφορά έμεσα την δεύτερη ιστορία - που έχει όμως έναν άλλο πρωταγωνιστή, ένα άλλο θέμα. Και πιάνεις τον εαυτό σου να σηκώνει τα μάτια από τις σελίδες και να αναρωτιέσαι «πως εγίνε άραγε και ο Μπένυ που ήταν τόσο ευτυχής και τυχερός τότε, να είναι τώρα τόσο μπλεγμένος, τόσο διαφορετικός;». Και η φαντασία σου για λίγα λεπτά οργιάζει, σκέφτεσαι διάφορες εκδοχές και είναι αυτό μία ηδονή άλλου είδους, καλοδεχούμενη όσο και σπάνια.
Φαντασία, γνώση της πραγματικής ζωής, ευαισθησία στα ερεθίσματα και στην ζωή γύρω μας, αγάπη προς τον άνθρωπο (δηλαδή για τις σκοτεινιές του), χιούμορ (ικανότητα να μην αφήνει τίποτε στο απυρόβλητο, τίποτε που να μην βρίσκει την φαιδρή του εκδοχή, όσο ιερό και συγκινητικό και να είναι), εξαιρετικός ρυθμός... αυτές είναι λίγες μόνο από τις αρετές ενός βιβλίου που στα προσωπικά μου καλλιστεία λογοτεχνίας κερδίζει τον τίτλο «Ανάγνωσμα που θα ευχαριστήσει και τον... αλήτη αλλά και τον ακαδημαϊκό μέσα σου». Δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά, κάτι άκουσα για τον Πατάκη, (με επιφύλαξη) αλλά διαβάζεται εύκολα χωρίς λεξικό... και με μεγάλη μεγάλη χαρά. Η επιτυχία του βιβλίου ήταν τόσο μεγάλη ώστε πριν από 1 χρόνο το αγαπημένο HBO αγόρασε τα διακαιώματα για να το γυρίσει σε σειρά. Όμως, αν θες μερικές ώρες πραγματικής απόλαυσης, μην περιμένεις ως τότε.
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 6 Αυγούστου 2012
Οι ιστορίες - που συνδέονται μεταξύ τους και στο τέλος έχουν σχηματίσει ένα μεγάλο κύκλο που περικλύει όλους τους ήρωες - μας μεταφέρουν στις ζωές πολλών διαφορετικών πρωταγωνιστών σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Από την Νέα Υόρκη του μέλλοντος (μετά από από μία μεγάλη απροσδιόριστη αλλαγή – ή ίσως καταστροφή), βρισκόμαστε στις σαβάνες της Αφρικής στην δεκαετία του 70, όπου μία ομάδα βαριεστημένων Δυτικών προσπαθεί να έλθει σε επαφή με την άγρια φύση – και τα καταφέρνει, αλλά όχι με τον τρόπο που θα ήθελε. Από τα μυστήρια που κρύβει η ζούγκλα – κρησφύγετο ενός δικτάτορα του Τρίτου Κόσμου, μεταφερόμαστε στην Νάπολι των 90s όπου ένας καταθλιπτικός Αμερικάνος καθηγητής πανεπιστημίου αναζητά την έφηβη εξαφανισμένη κλεπτομανή ανηψιά του...
Τα ταξίδια δεν είναι μόνο σε διαφορετικούς τόπους και εποχές αλλά και στον πλούτο που κρύβει η ζωή ακόμα και σε ατομικό επίπεδο, στην προσωπική αφήγηση του ίδιου ανθρώπου. Ένας ήρωας που είναι στα όρια της απόγνωσης στην μία ιστορία, σε μία επόμενη, μερικές δεκαετίες μετά βρίσκεται στην πιο ευτυχισμένη στιγμή του. Αυτό που κάνει ακόμα πιο ερεθιστικό για την φαντασία το τέχνασμα είναι πως στην δεύτερη διήγηση ο πρωταγωνιστής, που είχε βασικό ρόλο στην πρώτη, είναι περιφερειακή φιγούρα. Ένας κομπάρσος που μαθαίνεις τι του συνέβη παρεμπιπτόντως, μόνο και μόνο διότι η μοίρα του αφορά έμεσα την δεύτερη ιστορία - που έχει όμως έναν άλλο πρωταγωνιστή, ένα άλλο θέμα. Και πιάνεις τον εαυτό σου να σηκώνει τα μάτια από τις σελίδες και να αναρωτιέσαι «πως εγίνε άραγε και ο Μπένυ που ήταν τόσο ευτυχής και τυχερός τότε, να είναι τώρα τόσο μπλεγμένος, τόσο διαφορετικός;». Και η φαντασία σου για λίγα λεπτά οργιάζει, σκέφτεσαι διάφορες εκδοχές και είναι αυτό μία ηδονή άλλου είδους, καλοδεχούμενη όσο και σπάνια.
Φαντασία, γνώση της πραγματικής ζωής, ευαισθησία στα ερεθίσματα και στην ζωή γύρω μας, αγάπη προς τον άνθρωπο (δηλαδή για τις σκοτεινιές του), χιούμορ (ικανότητα να μην αφήνει τίποτε στο απυρόβλητο, τίποτε που να μην βρίσκει την φαιδρή του εκδοχή, όσο ιερό και συγκινητικό και να είναι), εξαιρετικός ρυθμός... αυτές είναι λίγες μόνο από τις αρετές ενός βιβλίου που στα προσωπικά μου καλλιστεία λογοτεχνίας κερδίζει τον τίτλο «Ανάγνωσμα που θα ευχαριστήσει και τον... αλήτη αλλά και τον ακαδημαϊκό μέσα σου». Δεν έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά, κάτι άκουσα για τον Πατάκη, (με επιφύλαξη) αλλά διαβάζεται εύκολα χωρίς λεξικό... και με μεγάλη μεγάλη χαρά. Η επιτυχία του βιβλίου ήταν τόσο μεγάλη ώστε πριν από 1 χρόνο το αγαπημένο HBO αγόρασε τα διακαιώματα για να το γυρίσει σε σειρά. Όμως, αν θες μερικές ώρες πραγματικής απόλαυσης, μην περιμένεις ως τότε.
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 6 Αυγούστου 2012
Tuesday, September 04, 2012
Βουτιά στα βιβλία 2: "Ευτυχία", Μανίνα Ζουμπουλάκη (Εκδόσεις Παπαδόπουλος)
Τι είναι η ευτυχία; Να ένα από τα μεγάλα και μόνιμα άλυτα ερωτήματα της ζωής. Οι κυνικοί λένε ότι δεν υπάρχει. Οι ψυχαναλυμένοι ισχυρίζονται ότι είναι στιγμές, φευγαλέες και σπάνιες. Οι πρακτικοί (ή μήπως συμβιβασμένοι;) την ορίζουν ως την ικανότητα να συμφιλιώνεσαι με την πραγματικότητα της ζωής και της φύσης σου, όσο σκληρές και άδικες και αν είναι. Οι καλλιτέχνες την περιγράφουν ως την ικανοποίηση της έμπνευσης και της δημιουργίας. Για τους εραστές είναι η αγκαλιά του αγαπημένου! Και για την συγγραφέα της Ευτυχίας είναι όλα αυτά και κάτι ακόμα: η κίνηση της ζωής, οι εναλλαγές της, οι δρόμοι που διαλέγουμε να ακολουθήσουμε και κείνοι που αποφασίζουμε να αγνοήσουμε, οι επιλογές μας, οι άνθρωποι που μας περιβάλλουν με την αγάπη, τον θυμό τους και τις απροσεξίες τους.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι γεμάτο μικρές και μεγάλες ωραίες εκπλήξεις: Την συγκίνηση της κανονικής, καθημερινής ζωής – του «πάω super market, μαγειρεύω και μετά πέφτω για ύπνο μόνη και μοναχική». Την σοφία που κρύβεται πίσω από τις πιο συνηθισμένες και αθώες ατάκες, τις ύπουλα μεταμφιεσμένες σε τυχαίες σκέψεις. Το βάθος του πολυκατηγορημένου και υποτιμημένου «πρώτου επιπέδου». Την αξία εκείνου του κομματιού της ζωής που υποδεχόμαστε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Το μεγαλείο και την ευαισθησία που σε κάποιες περιστάσεις κρύβουν ακόμα και οι μεγαλύτεροι παλιάνθρωποι. Και την θεραπευτική ικανότητα του χιούμορ, ιδίως όταν το χρησιμοποιείς για να πεις τα βαριά και οδυνηρά.
Απιστία, αμφιβολία, χωρισμός, αποξένωση ανάμεσα στα ζευγάρια, η εφηβεία και η μισότρελες σκέψεις και παράνοιές της, η απώλεια της νεότητας, οι αφραγκίες λόγω της κρίσης, οι παρεξηγήσεις ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που κάποτε αγαπιόντουσαν και τώρα δεν καταλαβαίνονται καν, οι εντελώς άδικοι και αδικαιολόγητοι εγωισμοί που μένουν άλυτοι για χρόνια, η διάλυση μιας χώρας που κάποτε έδειξε ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερη... αυτά βασανίζουν τους ήρωες αυτής της Ευτυχίας. Με μία λέξη η ζωή, όπως είναι σήμερα, τώρα, δίπλα μας... και άντε εσύ μετά να βρεις χρόνο και κουράγιο να αναζητήσεις την ευτυχία.
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 3 Αυγούστου 2012
Το μυθιστόρημα αυτό είναι γεμάτο μικρές και μεγάλες ωραίες εκπλήξεις: Την συγκίνηση της κανονικής, καθημερινής ζωής – του «πάω super market, μαγειρεύω και μετά πέφτω για ύπνο μόνη και μοναχική». Την σοφία που κρύβεται πίσω από τις πιο συνηθισμένες και αθώες ατάκες, τις ύπουλα μεταμφιεσμένες σε τυχαίες σκέψεις. Το βάθος του πολυκατηγορημένου και υποτιμημένου «πρώτου επιπέδου». Την αξία εκείνου του κομματιού της ζωής που υποδεχόμαστε χωρίς δεύτερες σκέψεις. Το μεγαλείο και την ευαισθησία που σε κάποιες περιστάσεις κρύβουν ακόμα και οι μεγαλύτεροι παλιάνθρωποι. Και την θεραπευτική ικανότητα του χιούμορ, ιδίως όταν το χρησιμοποιείς για να πεις τα βαριά και οδυνηρά.
Απιστία, αμφιβολία, χωρισμός, αποξένωση ανάμεσα στα ζευγάρια, η εφηβεία και η μισότρελες σκέψεις και παράνοιές της, η απώλεια της νεότητας, οι αφραγκίες λόγω της κρίσης, οι παρεξηγήσεις ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που κάποτε αγαπιόντουσαν και τώρα δεν καταλαβαίνονται καν, οι εντελώς άδικοι και αδικαιολόγητοι εγωισμοί που μένουν άλυτοι για χρόνια, η διάλυση μιας χώρας που κάποτε έδειξε ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερη... αυτά βασανίζουν τους ήρωες αυτής της Ευτυχίας. Με μία λέξη η ζωή, όπως είναι σήμερα, τώρα, δίπλα μας... και άντε εσύ μετά να βρεις χρόνο και κουράγιο να αναζητήσεις την ευτυχία.
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 3 Αυγούστου 2012
Monday, September 03, 2012
Βουτιά στα βιβλία: "Το κορίτσι που εξαφανίστηκε", Τζίλιαν Φλιν (Μεταίχμιο)
Αυτό το... ποπ μυθιστόρημα μυστηρίου αναμενόταν να είναι ένα από τα μεγάλα best sellers του καλοκαιριού γι αυτό μεταφράστηκε στα Ελληνικά σχεδόν ταυτόχρονα με την κυκλοφορία του στις ΗΠΑ. Είναι το τρίτο βιβλίο μίας νέας συγγραφέως με μεγάλο κοινό που γράφει πειραγμένα, σύγχρονα βιβλία μυστηρίου.
Το δυνατό του σημείο είναι ο πανέξυπνος και πρωτότυπος χειρισμός μίας ιδέας που,αν σου αρέσουν τα έργα και τα βιβλία μυστηρίου, την έχεις ξανακούσει: H Έιμη, τριανταπεντάχρονη μεγαλοαστή, καλομαθημένη Νεοϋορκέζα, εξαφανίζεται από το σπίτι της την ημέρα της επετείου του γάμου της. Στο σαλόνι υπάρχουν ίχνη πάλης, στην κουζίνα απομεινάρια από το αίμα της. Πανικός: Οργανώνονται ομάδες αναζήτησης, γυρίζονται ειδικές εκπομπές από την Νικολούλη της Αμερικής... χωρίς αποτέλεσμα. Οι υποψίες πέφτουν στον άντρα της – ο οποίος διατυμπανίζει την αθωότητά του ενώ ταυτόχρονα κάνει προσπάθειες να βρει την άκρη σε ένα μυστήριο που, σελίδα σελίδα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο.
Στο πρώτο μέρους του βιβλίου, μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση: παρακολουθούμε την αφήγηση των ημερών μετά την εξαφάνιση από τον κατηγορούμενο/αθώο(;) σύζυγο. Η διήγησή του, που συχνά ανατρέχει στο παρελθόν της σχέσης τους, διακόπτεται από τις ημερολογιακές καταχωρήσεις της εξαφανισμένης. Οι οποίες περιγράφουν τη γνωριμία τους, το γάμο, τη ζωή στη Νέα Υόρκη, την απόφαση, μετά την απόλυσή τους και την οικονομική κρίση, να εγκαταλείψουν το Μεγάλο Μήλο και να μετακομίσουν στην γενέτειρα του στον Αμερικάνικο Νότο καθώς και τα γεγονότα που προηγήθηκαν της εξαφάνισής της. Είναι από τα πιο ερεθιστικά κομμάτια του βιβλίου να διαβάζεις από την οπτική της γωνία ένα γεγονός που έχει «διηγηθεί» προηγουμένως ο άντρας της... και αυτό να παίρνει ξαφνικά μία τόσο διαφορετική διάσταση, να έχει μία άλλη βαρύτητα.
Φτάνοντας στη μέση περίπου της ιστορίας όλα μοιάζουν ξεκάθαρα – εκεί ακριβώς είναι η αχίλλειος πτέρνα του βιβλίου. Είμαστε κυνικοί και μάγκες οι αναγνώστες του σήμερα, παιδιά του 21ου αιώνα, περπατημένοι, ξέρουμε ότι μία κατάσταση που φαίνεται πολύ να είναι κάτι, μας επιφυλάσσει κάποια έκπληξη – και έτσι είμαστε σίγουροι ότι κάτι κρύβει αυτό το ξεκάθαρο που βλέπουμε στο βιβλίο. Και όντως, λίγο μετά το τέλος του βιβλίου έρχεται η ανατροπή. Η οποία αν και την περιμένεις... σε εκπλήσσει και σε συνεπαίρνει – γιατί είναι μία τελείως διαφορετική εκδοχή μίας αναμενόμενης εξέλιξης. Και επιπλέον, δουλεμένη μέχρι την μικρότερη της λεπτομέρεια.
Το βιβλίο είναι πολύ Αμερικάνικο, όχι μόνο λόγω των πολλών pop αναφορών, αλλά και διότι μια τέτοια ιστορία με τόση πολλή ψυχοπαθολογία μαζεμένη, μόνο κάποιος που έχει μεγαλώσει σε μία κοινωνία που τα δελτία ειδήσεων είναι στην πραγματικότητα αστυνομικά δελτία μπορεί να επινοήσει. Εμείς οι... καλοκάγαθοι Ευρωπαίοι θα πούμε «έλα μωρέ, δεν γίνονται αυτά», χωρίς όμως αυτό να μειώσει την αγωνία μας να δούμε τι θα γίνει παρακάτω. Είναι ωραία αυτή η αντίφαση! Το τέλος είναι επίσης αμφιθυμικό, ένα happy end ζοφερό... ή μήπως πρόκειται για ένα ξεκάθαρα κακό τέλος με απλώς μία χαρούμενη νότα;
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 31 Ιουλίου 2012
Το δυνατό του σημείο είναι ο πανέξυπνος και πρωτότυπος χειρισμός μίας ιδέας που,αν σου αρέσουν τα έργα και τα βιβλία μυστηρίου, την έχεις ξανακούσει: H Έιμη, τριανταπεντάχρονη μεγαλοαστή, καλομαθημένη Νεοϋορκέζα, εξαφανίζεται από το σπίτι της την ημέρα της επετείου του γάμου της. Στο σαλόνι υπάρχουν ίχνη πάλης, στην κουζίνα απομεινάρια από το αίμα της. Πανικός: Οργανώνονται ομάδες αναζήτησης, γυρίζονται ειδικές εκπομπές από την Νικολούλη της Αμερικής... χωρίς αποτέλεσμα. Οι υποψίες πέφτουν στον άντρα της – ο οποίος διατυμπανίζει την αθωότητά του ενώ ταυτόχρονα κάνει προσπάθειες να βρει την άκρη σε ένα μυστήριο που, σελίδα σελίδα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο.
Στο πρώτο μέρους του βιβλίου, μία ενδιαφέρουσα προσέγγιση: παρακολουθούμε την αφήγηση των ημερών μετά την εξαφάνιση από τον κατηγορούμενο/αθώο(;) σύζυγο. Η διήγησή του, που συχνά ανατρέχει στο παρελθόν της σχέσης τους, διακόπτεται από τις ημερολογιακές καταχωρήσεις της εξαφανισμένης. Οι οποίες περιγράφουν τη γνωριμία τους, το γάμο, τη ζωή στη Νέα Υόρκη, την απόφαση, μετά την απόλυσή τους και την οικονομική κρίση, να εγκαταλείψουν το Μεγάλο Μήλο και να μετακομίσουν στην γενέτειρα του στον Αμερικάνικο Νότο καθώς και τα γεγονότα που προηγήθηκαν της εξαφάνισής της. Είναι από τα πιο ερεθιστικά κομμάτια του βιβλίου να διαβάζεις από την οπτική της γωνία ένα γεγονός που έχει «διηγηθεί» προηγουμένως ο άντρας της... και αυτό να παίρνει ξαφνικά μία τόσο διαφορετική διάσταση, να έχει μία άλλη βαρύτητα.
Φτάνοντας στη μέση περίπου της ιστορίας όλα μοιάζουν ξεκάθαρα – εκεί ακριβώς είναι η αχίλλειος πτέρνα του βιβλίου. Είμαστε κυνικοί και μάγκες οι αναγνώστες του σήμερα, παιδιά του 21ου αιώνα, περπατημένοι, ξέρουμε ότι μία κατάσταση που φαίνεται πολύ να είναι κάτι, μας επιφυλάσσει κάποια έκπληξη – και έτσι είμαστε σίγουροι ότι κάτι κρύβει αυτό το ξεκάθαρο που βλέπουμε στο βιβλίο. Και όντως, λίγο μετά το τέλος του βιβλίου έρχεται η ανατροπή. Η οποία αν και την περιμένεις... σε εκπλήσσει και σε συνεπαίρνει – γιατί είναι μία τελείως διαφορετική εκδοχή μίας αναμενόμενης εξέλιξης. Και επιπλέον, δουλεμένη μέχρι την μικρότερη της λεπτομέρεια.
Το βιβλίο είναι πολύ Αμερικάνικο, όχι μόνο λόγω των πολλών pop αναφορών, αλλά και διότι μια τέτοια ιστορία με τόση πολλή ψυχοπαθολογία μαζεμένη, μόνο κάποιος που έχει μεγαλώσει σε μία κοινωνία που τα δελτία ειδήσεων είναι στην πραγματικότητα αστυνομικά δελτία μπορεί να επινοήσει. Εμείς οι... καλοκάγαθοι Ευρωπαίοι θα πούμε «έλα μωρέ, δεν γίνονται αυτά», χωρίς όμως αυτό να μειώσει την αγωνία μας να δούμε τι θα γίνει παρακάτω. Είναι ωραία αυτή η αντίφαση! Το τέλος είναι επίσης αμφιθυμικό, ένα happy end ζοφερό... ή μήπως πρόκειται για ένα ξεκάθαρα κακό τέλος με απλώς μία χαρούμενη νότα;
Δημοσιεύτηκε στο www.protagon.gr στις 31 Ιουλίου 2012
Subscribe to:
Posts (Atom)